Το 1921, ο Μήτσος Βλαστός, ποδοσφαιριστής του Πειραϊκού Συνδέσμου, ήταν στρατιώτης στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Από εκεί, σκεφτόταν τα «παιδιά» της ομάδας του και αγωνιούσε αν ο Πειραιάς θα έπαιρνε την «κούπα». Οταν τελικά το κύπελλο το κέρδισαν πράγματι οι Πειραιώτες, έγραφε σε ένα γράμμα του σε συμπαίκτη του: «Πώς θα ήθελα να ήμουν κι εγώ για μια στιγμή εκεί. Αλλά η άτιμη η τύχη βλέπεις δεν θέλει, θέλει να περάσω την καλλιτέραν περίοδον της ζωής μου επάνω στα βουνά και σε ξένους τόπους, σαν εξόριστος […] τι να κάνης αυτό το απαιτεί η μαμά Ελλάς και πρέπει να υπακούσωμεν όλοι». Το ανθρώπινο και μακριά από κάθε ηρωισμό συναίσθημα του Βλαστού, ο οποίος προτιμά να είναι ποδοσφαιριστής παρά στρατιώτης, επαναθέτει μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν στην κοινωνική και ιδεολογική λειτουργία του ποδοσφαίρου, ιδιαίτερα μετά την πλημμυρίδα σχετικών δημοσιευμάτων με αφορμή το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή «κούπα» ήρθε φέτος στην Ελλάδα.


Το ποδόσφαιρο έχει χαρακτηριστεί σύγχρονη θρησκεία αλλά και «όπιο του λαού», έχουν τονιστεί οι πολιτικές του χρήσεις, ενώ έχει θεωρηθεί υποκατάστατο του πολέμου. Λόγω της μαζικότητας και της λαϊκότητας που το διακρίνουν αλλά και του φανατισμού που προκαλεί, έχει τόσο πολέμιους όσο και υποστηρικτές. Αναμφίβολα πάντως αποτελεί στοιχείο της παγκόσμιας κουλτούρας του 20ού αιώνα. Παράλληλα, τα σπορ και το ποδόσφαιρο ειδικότερα μπορούν να αποτελούν ιδιαίτερα στοιχεία μιας εθνικής κουλτούρας – όπως π.χ. στην περίπτωση της Αγγλίας ή της Βραζιλίας – και να θεωρούνται ότι εκφράζουν εθνικές αξίες. H σύνδεση αυτή έθνους και σπορ θα μας απασχολήσει στη συνέχεια σε σχέση με την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου ποδοσφαίρου.


H πρώτη διαπίστωση που θα έκανε κάποιος παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του κόσμου και τις επίσημες τελετές θα αφορούσε στην πλήρη ή μερική αποσύνδεση του εορτασμού από το παιχνίδι καθεαυτό. Αυτό έγινε προφανές στην τελετή υποδοχής των ποδοσφαιριστών στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μέσα από την αντίθεση των μικροφώνων με το γνωστό σύνθημα στις κερκίδες. Παράλληλα, γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που δεν είχαν ίσως ποτέ παρακολουθήσει ποδοσφαιρικό αγώνα, εμφανίστηκαν να κάνουν προγνωστικά για το τελικό σκορ, ενώ κατέβηκαν στους δρόμους άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ πατήσει το πόδι τους στο γήπεδο. Υπ’ αυτή την έννοια, το σύνθημα που διαδόθηκε πριν από τον τελικό «Δεν το έφερε ο Σάκης, θα το φέρει ο Ζαγοράκης» είναι εξαιρετικά εύγλωττο. Υποδηλώνει ότι θα γιορτάζαμε ακόμη κι αν κερδίζαμε σε έναν κατά γενική ομολογία μέτριας ποιότητας διαγωνισμό τραγουδιού ή στο μπάντμιντον. Το συμπέρασμα αυτό είναι ωστόσο αυθαίρετο. Ο γενικευμένος εορτασμός οφειλόταν ακριβώς στο ότι επρόκειτο για τρόπαιο σε ένα δημοφιλές και μαζικό άθλημα, όπως το ποδόσφαιρο, και ανατροφοδοτούνταν από τη διεθνή απήχηση της νίκης.


H παρατήρηση αυτή μας οδηγεί στη δεύτερη διαπίστωση. Διαβάζοντας κανείς ελληνικές εφημερίδες και παρακολουθώντας εκπομπές στην τηλεόραση, είχε την εντύπωση ότι η ελληνική ομάδα έπαιζε για «τα μάτια των ξένων». Οι εκτενείς ανταποκρίσεις από τον ξένο Τύπο και τα ξένα ηλεκτρονικά μέσα επιβεβαιώνουν τη σημασία που έχει για την Ελλάδα η εικόνα της στο εξωτερικό. Κατά κάποιο τρόπο, μέτρο της επιτυχίας είναι η γνώμη των άλλων. Μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κανείς αν κάτι ανάλογο θα συνέβαινε στην Αγγλία ή τη Γαλλία, εφόσον κατακτούσαν το τρόπαιο. H Ελλη Σκοπετέα είχε δείξει, μελετώντας τον ελληνικό Τύπο του 19ου αιώνα, το ρόλο που έπαιζε η Ευρώπη, ως «παρατηρητής», «κριτής» και «πρότυπο», για την ελληνική εθνική ταυτότητα. Φαίνεται πως η αμφίθυμη σχέση με τη Δυτική Ευρώπη διατρέχει ακόμη και τη σημερινή Ελλάδα.


Αντίστοιχα, η εκλαϊκευμένη εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό παραπέμπει αυτομάτως στην αρχαιότητα. Οι έντεκα θεοί, οι αρχαιοελληνικές μεταμορφώσεις του Ρεχάγκελ, οι περικεφαλαίες και οι χλαμύδες είναι τα σύμβολα της ελληνικής εθνικής συλλογικότητας, όπως αυτή προσλαμβάνεται από τους ξένους αλλά και από τους ίδιους τους Ελληνες. H στολή του τσολιά είναι μία επιπλέον συμβολική αναπαράσταση της Ελλάδας, εξίσου οικεία στους ξένους τουρίστες. Βεβαίως, στην καρναβαλική μεταμφίεση των οπαδών – μια μεταμφίεση που εξ ορισμού εμπεριέχει τον αυτοσαρκασμό – τα σύμβολα διαφοροποιούνται αναλόγως του αντιπάλου. Μπορούμε, για παράδειγμα, να θυμηθούμε τα συνθήματα και τα σύμβολα που έχουν χρησιμοποιηθεί από τους εκατέρωθεν οπαδούς σε αγώνες Ελλάδας – Τουρκίας. Στην Πορτογαλία, αποδέκτης των αναπαραστάσεων – λεκτικών και εικονικών – ήταν η Ευρώπη.


H τελευταία παρατήρηση συνδέεται με την έκπληξη της ελληνικής νίκης. Το κυρίαρχο ερώτημα ήταν «γιατί» νίκησε η ελληνική ομάδα. H απόδοση της νίκης στον γερμανό προπονητή, παρά την αναμφισβήτητη αλήθεια που εμπεριέχει, υποδήλωνε εμμέσως την αδυναμία της Ελλάδας να κατακτήσει μια νίκη στηριγμένη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις. Αφετέρου, οι ορθολογικές αναλύσεις παραγνώριζαν ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του ποδοσφαίρου: την ανατροπή που κάθε παιχνίδι περιέχει, στοιχείο που ακριβώς προκαλεί τη βαθύτερη συγκίνηση των θεατών. Αυτή η αβεβαιότητα, η έκπληξη, η απελευθερωτική λειτουργία τού να παίζει και να παρακολουθεί κάποιος, η έντονη συγκίνηση, η σχέση παίκτη και θεατή, η συλλογικότητα της κερκίδας δεν έχουν σχέση με ηρωισμούς. Διακρίνονται από την αυτάρκεια μιας βραχείας διάρκειας ευτυχίας.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.