H συνένωση Ηθικής και Πολιτικής θα μπορούσε να μελετηθεί πληρέστερα ως μορφή εφαρμοσμένης ή «πρακτικής φιλοσοφίας»; H «polethique», κατά το νεολογισμό της Kristeva που προϋποθέτει το γνώριμο αίτημα της εποχής του Διαφωτισμού, μπορεί να αφορά και τη σφαίρα της Τέχνης; Αν προσπεράσουμε την Ποίηση, όπου για σειρά έργων της έχει αναληφθεί τελεσφόρα μια τέτοια προσπάθεια, θα μπορούσε να διατυπωθεί το εξής ερώτημα: ποιος είναι ο οικείος ορίζοντας προσδοκιών από τη δημιουργία ενός γλύπτη; Ας προχωρήσουμε στην απάντηση με γνώμονα τη σκευή της θεωρίας της τέχνης.


Ο θεωρητικός λόγος για την τέχνη χωρίς να διεκδικεί την αποκλειστικότητα, συνιστά μια μορφή ανάγνωσης που κωδικοποιεί τα φαινόμενα, τα αλληλοσυσχετίζει και ανασυγκροτεί τον ενιαίο ειρμό που τα συνέχει και τα ζωοποιεί. Σημείωνε όπου ο Proust ότι το ύφος (style) δεν είναι τόσο ζήτημα τεχνικής, όσο θέασης. Τούτο ακριβώς συμβαίνει και με εκείνη τη γλυπτική πρόταση, της οποίας τα κυριότερα γνωρίσματα θα ήταν τα εξής:


Το κοινό υπόβαθρο σειράς μικρογλυπτών είναι η «πολιτική κοινωνία» και ειδικότερα η αγορά που από την αρχαία εποχή η ανάδυσή της αποτελούσε το «σημάδι της εμφάνισης των πολιτικών θεσμών της πόλης», δηλαδή τον «πολιτικό χώρο όπου συζητά κανείς και αναπτύσσει ελεύθερα τα επιχειρήματά του» (Vernant). Τούτο συνεπάγεται τον κοινό τόπο επαφής και διαίρεσης των ανθρώπων, με τη σύμπραξη οικονομικού και πολιτικού πεδίου, για ντόπιους και για πρόσφυγες. Ετσι οι επιμέρους μορφές είναι ίδιες και συνάμα πολύ διαφορετικές, ανάλογα με την οπτική γωνία αντιμετώπισής τους.


Ας υποθέσουμε ότι το σύνολο αυτό των μικρογλυπτών έχει απέναντί του την Πανδώρα. Δηλαδή την πρωτόπλαστη Εύα της ελληνικής μυθολογίας που έπλασε ο Δίας, με τα χέρια του Ηφαίστου από άργιλο, όταν οργίσθηκε γιατί ο Προμηθέας δώρισε κρυφά στους ανθρώπους τη φωτιά και θέλησε έτσι να τιμωρήσει τους κλεπταποδόχους θνητούς. Και ενώ η καθεμιά από τις θεές στόλισε την Πανδώρα με τα δώρα της, ο Δίας την προσέφερε το μυστηριώδη πίθο. Κι αφού δεν συγκατένευσε ο Προμηθέας να την παντρευτεί, υποπτευόμενος παγίδα, ο νυμφαγωγός Ερμής την εμπιστεύεται στον Επιμηθέα που δεν απέτρεψε το άνοιγμα του ολέθριου πίθου, από το οποίο ξεχύθηκαν στον κόσμο των θνητών θεομηνίες, αρρώστιες και πόνοι. Ο,τι δεν πρόλαβε ν’ αποδεσμευθεί από το πιθάρι ήταν μόνο η Ελπίδα που έκτοτε συνοδεύει τον άνθρωπο, όταν πια εγκαινιάζεται ο «σιδηρούς αιών» της ανθρωπότητας, κατά την παράδοση του μύθου από τον Ησίοδο και την οικεία αγγειογραφική προσαρμογή. Στο κέντρο λοιπόν της θεοδικίας βρίσκεται η Ελπίδα ως ανθρωπολογική-οντολογική συνιστώσα των θνητών, αυτή δηλαδή που ανανοημοτοδτεί το σύνολο των αγαθών και των επιδιώξεών τους.


Μικρογλυπτική και τοτεμικές μορφές αντικριστά με ποικίλες και αλληλοπλεκόμενες εκδοχές της διχοστασίας τους: αρχαϊκή-νεωτερική γραμμή, λαϊκό-έντεχο στοιχείο, «εδώ» – «εκεί», «τώρα» – «μετά», «πάνω» – «κάτω», άνθρωπος – θείο, φυγή – καταφυγή. Στο πεδίο της τέχνης ως ενοποιός πυρήνας αισθητικού αποτελέσματος λειτουργεί η μεταφορά. Κι αν, ειδικότερα, στη γλώσσα της Ποίησης άνετα διακινείται η «ονόματος αλλοτρίου επιφορά» (Περί ποιητικής 1457 b4), μπορεί να συμπεραίνει κανείς ότι ο ποιητής πρώτιστα γίνεται ποιητής στην εύφορη «χώρα της μεταφοράς» (Stevens). Στη σφαίρα της Γλυπτικής, με την ορατή περατότητα των μορφών, οι δυσκολίες να εντοπισθεί μια παρόμοια μεταφορική λειτουργία είναι αξεπέραστες; Κι εδώ ωστόσο συντίθεται μια πραγματικότητα που μέσω της μεταφοράς υπερβαίνει την τρέχουσα εικόνα των πραγμάτων. Μπροστά μάλιστα στα τοτεμικής συνδήλωσης πελώρια γλυπτά, όπως τα αντιμετωπίζει ο «ενθάδε» κόσμος της Μικρογλυπτικής, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την ευστοχία του Heidegger ότι το «μεταφορικό υπάρχει μόνο μέσα στη μετα-φυσική».


Ισως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια περισσότερη γνώριμη συλλογιστική από την αρχαία φιλοσοφική γραμματεία. Πρόκειται για την ολοένα εντεινόμενη διελκυστίνδα ανάμεσα στο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» και στο «θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον». Σ’ αυτή τη διαρκή διακύβευση κρίνεται το ύπατο κανονιστικό κριτήριο των «μορφών ζωής», άλλοτε με τη στροφή προς την «υπέρβαση» και άλλοτε προς την «εναλλακτικότητα», με ενοποιό πάντως γνώρισμα την Ελπίδα, το εναπομείναν δώρημα της Πανδώρας.


Ανάλογα με το πώς θα εκληφθεί ο κόσμος, δηλαδή αν κάθε φορά συνιστά το σύνολο των δυνατών κόσμων, αυτών που υπάρχουν και εκείνων που δύνανται να υπάρξουν, επικρατεί η μία ή η άλλη πρακτική στάση. Με την παραδοχή ότι ο «κόσμος του ευτυχισμένου είναι άλλος από τον κόσμο του δυστυχισμένου ανθρώπου» η διελκυστίνδα ευνοεί είτε την «υπερβατικότητα» είτε την εγκόσμια «εναλλακτική» πρόταση. Αν, συνεχίζοντας να παραφράζουμε τον Wittgenstein, το πεδίο των ανθρώπινων κινήσεων είναι άπειρο, όπως άλλωστε και η τέχνη, η διαλεκτική ένταση ανάμεσα στο «ενθάδε» και στο «εκείθεν» καθιστά συγκρούσιμα μεγέθη «τόπο» και «ου-τοπία», δηλαδή ό,τι παρεμποδίζεται να κυοφορηθεί από την εξουσία των κατεστημένων κοινωνικών «παιγνίων». Σ’ αυτό το επίμοχθο παιγνίδι των μορφών δημιουργός είναι ο γλύπτης Θόδωρος Παπαγιάννης.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.