ΤΩΡΑ που η χώρα μας υποδέχεται τόσους ξένους (για να ενωτισθούν το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» του Ολυμπισμού), είναι ίσως σκόπιμο να θυμηθούμε την παραδοσιακή αντιμετώπιση/πρόσληψη των ξένων από τους Ελληνες, αλλά και – πολύ πιο πέρα – τη θεώρηση της πλατύτερης κοινωνίας του κόσμου από πολλούς φωτισμένους «προγόνους» μας, όπως και της δικής τους θέσης στον κόσμο αυτόν1.


ΠΑΛΑΙΟΤΑΤΗ παράδοση για τους Ελληνες (και για πολλούς Ανατολικούς λαούς) ήταν να θεωρούνται οι ξένοι ιεροί και η φιλοξενία (το «ξένους ξενίζειν») ιερό χρέος. Στα ομηρικά έπη, αφθονούν οι μαρτυρίες γι’ αυτή την αντίληψη, που λογάριαζε τον ξένο και τον ικέτη σαν αδελφό («Αντί κασιγνήτου ξείνος θ’ ικέτης τέτυκται»: Οδύσσεια, θ, 546). Και μάλιστα, τον δίκαιο ξένο που, κατά τον Πυθαγόρα, «αξίζει πιο πολύ όχι μόνο από συμπολίτη αλλά κι από συγγενή» («Ξένος ανήρ δίκαιος ου μόνον πολίτου αλλά και συγγενούς διαφέρει»: Στοβαίου, Θ, 37). Ενώ όσους αγνοούσαν τη φιλοξενία, τους θεωρούσαν «αλαζόνες, άγριους και άδικους» («υβρισταί τε και άγριοι ουδέ δίκαιοι»: Οδ., ζ, 121).


Παροιμιακή έχει μείνει η φιλοξενία του Αξυλου (απ’ την Αρίσβη, κοντά στην Αβυδο), που είχε χτίσει το πλούσιο σπίτι του πάνω στο δρόμο, όχι από οικοπεδοφαγική απληστία αλλά για να το βλέπουν οι περαστικοί ξένοι και να μπαίνουν και να τους φιλεύει απλόχερα (Ιλιάδα, Z, 14-15).


Επειδή, όμως, όλοι δεν ήταν Αξυλοι, οι Ελληνες είχαν φροντίσει να εξασφαλίσουν στους ξένους προστάτη παντοδύναμο: τον Δία αυτοπροσώπως, που ένα απ’ τα πάμπολλα παρανόμια του ήταν Ξένιος Ζευς και που «όδευε μαζί με τους ξένους και τιμωρούσε όσους τους αδικούσαν» (Οδ. ι, 270), όπως τιμώρησε τον άξενο, αθεόφοβο, κτηνώδη κύκλωπα Πολύφημο, τυφλώνοντάς τον δια χειρός Οδυσσέως. Αντίθετα, οι ενημερότατοι περί τα θεϊκά και ημερότατοι Φαίακες ευδαιμονούσαν, ξέροντας, συν τοις άλλοις, πως «όλοι οι ξένοι και οι άποροι είναι σταλμένοι απ’ τον Δία» («Προς Διός εισίν άπαντες ξείνοι τε πτωχοί τε»: Οδ., ζ, 208). Εφ’ ω και καταπεριποιήθηκαν τον ναυαγό Οδυσσέα, – κι έτσι, χάρη στη φιλοξενία τους, μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε τις μαγικές κι απαρόμοιαστες περιπέτειές του.


KAI η παράδοση αυτή έζησε ως την εποχή μας – πολλές μάλιστα, περιοχές του τόπου μας στάθηκαν φημισμένες για την ανοιχτόκαρδη, απλόχερη φιλοξενία τους.


Αυτά, βέβαια, ως το «π.T.», τα προ Τουρισμού χρόνια – τότε που το αρπαχτικό «δαιμόνιό» μας δεν είχε διαβρώσει μέχρις αφανισμού την ξενοφιλία μας και τη σωστή φιλοκέρδεια… τότε που τους περαστικούς ξένους τους βλέπαμε σαν καλόδεχτους επισκέπτες και όχι σαν ζωντόβολα κατάλληλα για κούρεμα, γδάρσιμο και ξεκοκάλισμα. Αλλά ο τιμωρός Δίας παραμόνευε και μας συγύρισε δεόντως (Δείτε τις τουριστικές στατιστικές).


ΓΙΑ να γυρίσουμε, όμως, στους παλιούς καιρούς και για να ‘μαστε δίκαιοι: Ο σεβασμός στους ξένους και η ατομική φιλοξενία δεν συνεπάγονταν και την πολιτική τους ισότητα με τους έλληνες πολίτες. Οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα λ.χ., οι μέτοικοι, δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αλλά και δεν έμεναν απροστάτευτοι, χάρη σε δυο θεσμούς: του προξένου (ενός πολίτη που εκπροσωπούσε μιαν ομάδα ξένων απέναντι στις Αρχές και τους υπερασπιζόταν) και του προστάτη (ενός πολιτικού που τους έπαιρνε κάτω απ’ την κηδεμονία του).


Οσο για τους «βαρβάρους», αυτοί θεωρούνταν υποδεέστεροι, τόσο εξαιτίας της κακόηχης, ακατανόητης γλώσσας τους, όσο κι εξαιτίας της πολιτιστικής και πολιτικής κατωτερότητάς τους, αφού ούτε την παιδεία των Ελλήνων είχαν, ούτε την πολιτική τους αυτεξουσιότητα («οι μεν δούλοι, οι δε ελεύθεροι», όπως λέει η νεαρή Ιφιγένεια στην Αυλίδα: 1.400).


ΩΣΤΟΣΟ, αυτή η ανισότητα άρχισε νωρίς ν’ αμφισβητείται από φιλοσόφους και ποιητές.


Στα μέσα του E´ αιώνα, ο Σοφοκλής δεν δίσταζε να πει (στον χαμένο «Τηρέα» του) πως «Μια των ανθρώπων η γενιά… κανείς δεν εγεννήθηκεν από τον άλλο ανώτερος» («Εν φύλον ανθρώπων… ουδείς έξοχος έβλαστεν άλλου»). Και ταυτόσημα, ο Ευριπίδης (στον επίσης χαμένο «Αλέξανδρό» του): «Τίποτα ξεχωριστό· ίδια σπορά κι οι ευγενείς και οι ταπεινοί» («Ιδιον ουδέν έχομεν· μία δε γονά, το τ’ ευγενές και το δυσγενές»).


Το φράγμα μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων θα διαπεράσει ο σοφιστής Αντιφών, λέγοντας: «Από τη φύση είμαστε πλασμένοι όλοι, βάρβαροι και Ελληνες, όμοιοι σε όλα» («Φύσει πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Ελληνες είναι»). Ακόμα και τους δούλους θεωρεί ο Ευριπίδης ευγενέστερους απ’ τους μεγαλουσιάνους, αν είναι γενναίοι και δίκαιοι («Μελανίππη», «Ιων», 854). Και ο ρήτορας Αλκιδάμας (Δ’ αι.) θα τονίσει: «Ελεύθερους άφησε ο θεός όλους τους ανθρώπους, κανέναν η φύση δεν τον έπλασε δούλο» («Ελευθέρους αφήκε πάντας θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν»).


ΑΚΟΜΑ περισσότερο προχωρούν άλλοι: γκρεμίζουν τα τοπικά (εθνικά, θα λέγαμε σήμερα) τείχη και θεωρούν πως δεν είναι πολίτες μιας χώρας αλλά του κόσμου όλου.


Από τον E´ αιώνα, πάλι, ο Δημόκριτος φρονούσε πως «Για τον σοφό άνθρωπο, όλοι οι τόποι είναι ανοιχτοί· γιατί πατρίδα κάθε έξοχης ψυχής είναι όλος ο κόσμος» («Ανδρί σοφώ πάσα γη βατή· ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο κόσμος όλος»: Αποσπ. 247).


Εξι δεκαετίες αργότερα, ο Διογένης ο κυνικός σάρκαζε την ευγενική καταγωγή, τη φήμη και τις κάθε λογής διακρίσεις, προσθέτοντας πως «η μόνη αληθινή πολιτεία είναι αυτή που απλώνεται σ’ όλο τον κόσμο» («Μόνην ορθήν πολιτείαν είναι την εκ κόσμω»). Και όταν τον ρωτούσαν από πού είναι, απαντούσε: «Κοσμοπολίτης»2. Ο θαυμάσιος αυτός όρος, λοιπόν, δεν είναι επινόηση του 16ου αιώνα όπως υποστηρίζεται, αλλά γέννημα ενός «σκύλου», είκοσι αιώνες παλαιότερου…


Και θα τελειώσω αυτή την επιτροχάδην (και, αναγκαστικά, ελλιπέστατη) αναδρομή με την ονομαστή Πολιτεία του θεμελιωτή της στωικής φιλοσοφίας Ζήνωνα του Κιτιέα, που κεντρικός στόχος της ήταν «να μη ζούμε χωριστά σε κράτη και δήμους, παρά όλους να τους λογαριάζουμε για συνδημότες και συμπολίτες μας, και μια ζωή και οργάνωση να υπάρχει για τους πάντες»3.


ΔΕΝ χρειάζεται να προσθέσω πως αυτός ο κοσμοπολιτισμός καμιά δεν έχει σχέση με την τωρινή «παγκοσμιοποίηση», που όλοι ξέρουμε και τα κίνητρα και τους στόχους της. Ούτε να επαναλάβω το αυτονόητο, πως οι διάφορες εξουσίες εκμεταλλεύονται ή προκαλούν τη λαϊκή δυσπιστία και φοβία για τους ξένους, ώστε να κατασκευάζουν εχθρούς και να φανατίζουν τους υπηκόους τους, για να τους κάνουν υστερικά όργανα των «πατριωτικών», «εθνικών» και ανομολόγητων σκοπών τους…


…………………………..


1. Βλ. γενικότερα το σημαντικό βιβλίο της Τζούλια Κρίστεβα Ξένοι μέσα στον εαυτό μας (1988), σε ωραία μετάφραση B. Πατσογιάννη και επιμέλεια Στ. Ροζάνη, Scripta, 2004. – 2. Διογένη Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων, VI 63. – 3. Πλουτάρχου, Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, 329.