Ενα διάστημα δεκαεπτά μόλις ημερών χωρίζει τη μεταολυμπιακή από την προολυμπιακή Ελλάδα. Αυτές δε οι δεκαεπτά ημέρες των Αγώνων είναι μια ελάχιστη στιγμή μέσα στον μακρό ιστορικό χρόνο που κρίνει την πορεία μιας χώρας. Ζούμε συνεπώς τα τελευταία χρόνια μια εντυπωσιακή πύκνωση του χρόνου. Θελήσαμε και, από ένα σημείο και μετά, οφείλαμε να κάνουμε πολλά πράγματα σε πολύ σύντομο χρόνο, που υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Αυτό από μόνο του είναι το πρώτο μεγάλο ολυμπιακό επίτευγμα και κεκτημένο της χώρας.


Ακόμη όμως και σήμερα, ελάχιστες ημέρες πριν από την έναρξη των Αγώνων, η κατάσταση, όπως καταγράφεται στη συνείδηση των Ελλήνων, εξακολουθεί να είναι ασαφής και επαμφοτερίζουσα.


Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, εν πολλοίς στο γεγονός πως η ίδια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφεύγει συστηματικά να μας διαδεχθεί στην ευθύνη του μοναδικού αυτού εγχειρήματος, να αναλάβει δηλαδή κάποιες διακινδυνεύσεις. Να διατυπώσει επιτέλους καθαρά τις θέσεις της για το αν ήταν ορθή επιλογή για τη χώρα μας η διεκδίκηση και η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και στη συνέχεια η διαμόρφωση και η εκτέλεση ενός τόσο εκτεταμένου σχεδίου ολυμπιακής προετοιμασίας, που είναι ουσιαστικά ένα οργανωμένο και φιλόδοξο σχέδιο εισόδου της χώρας σε μία άλλη, τη μεταολυμπιακή της φάση.


H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θέλει να καλλιεργεί την εντύπωση ότι σε αυτήν οφείλεται η έγκαιρη ολοκλήρωση των έργων, λες και με την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ δεν θα είχαν αξιοποιηθεί με την ίδια τεχνική αποτελεσματικότητα και με τον ίδιο ρυθμό οι τελευταίοι τέσσερις μήνες της πολυετούς ολυμπιακής προετοιμασίας. H κυβέρνηση θέλει να πιστώνεται την εικόνα των νέων υποδομών της χώρας και χαίρεται γιατί είναι αυτή που θα κηρύξει την έναρξη των Αγώνων. Από την άλλη όμως μεριά, θέλει να συντηρεί και να τροφοδοτεί διαρκώς όλες τις πηγές αμφισβήτησης της ολυμπιακής και μεταολυμπιακής αυτοπεποίθησης της χώρας. Καλλιεργεί διαρκώς το αρνητικό κλίμα σε σχέση με το κόστος των ολυμπιακών έργων (κάτι απέναντι στο οποίο είναι πάντοτε και εξ ορισμού ευεπίφορη κάθε κοινή γνώμη). Αναπαράγει και περιφέρει διαρκώς την άποψη ότι οι υποδομές είναι υπερβολικές σε μέγεθος και μεταολυμπιακά δύσχρηστες, με μεγάλο κόστος συντήρησης. Αρνείται επίσης να διατυπώσει με καθαρό τρόπο τη θέση της για το μεταολυμπιακό μοντέλο ανάπτυξης και διακινεί διαρκώς τη μεταολυμπιακή απειλή για τις θέσεις εργασίας, τον ρυθμό των επενδύσεων, τον τουρισμό κ.ο.κ.


Πρόκειται για μια κραυγαλέα περίπτωση εφαρμογής της μεθόδου «μονά ζυγά δικά μου». Οταν όλα πηγαίνουν καλά (τώρα με τα έργα, μετά από λίγο καιρό με τη μεταολυμπιακή χρήση των υποδομών), η κυβέρνηση τρέχει να πιστωθεί τις εξελίξεις. Αν εμφανιστούν προβλήματα, το πρώτο ζητούμενο γι’ αυτήν δεν είναι η επίλυσή τους αλλά η χρέωση της ευθύνης στην προηγούμενη κυβέρνηση. Κανένα όμως μεγάλο σχέδιο δεν προχωρά με τέτοιες προσεγγίσεις και επιφυλάξεις.


H λογική της επένδυσης


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση της Ελλάδας να διεκδικήσει την ανάληψη και τη διοργάνωση των Αγώνων του 2004 ήταν μια απόφαση βολονταριστικού χαρακτήρα. Δεν βασίστηκε σε μια ενδελεχή στάθμιση του κόστους και του οφέλους, αλλά σε μια γενική προσέγγιση του θέματος που είχε ως αφετηρία τους ιδιαίτερους ιστορικούς δεσμούς της Ελλάδας με την ολυμπιακή ιδέα. Με όσο γινόταν όμως μεγαλύτερη ταχύτητα, μετά την ανάληψη των Αγώνων, η κυβέρνησή μας επεξεργάστηκε ένα σχέδιο προετοιμασίας όχι μόνον των Αγώνων, αλλά της χώρας συνολικά. Το σχέδιο αυτό ήταν το πιο φιλόδοξο και εκτεταμένο σχέδιο πραγματικού εκσυγχρονισμού, σε συνδυασμό όμως με το B´ ΚΠΣ που τότε βρισκόταν σε εξέλιξη και στη συνέχεια με το πολύ μεγαλύτερο Γ´ ΚΠΣ. Για να διατηρήσουμε μια αίσθηση του μεγέθους, αρκεί να θυμηθούμε ότι ο συνολικός προϋπολογισμός του Γ´ ΚΠΣ είναι περίπου 46 δισ. ευρώ, ενώ το κόστος των ολυμπιακών έργων, σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς, είναι 4,6 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις το ένα δέκατο.


H ολυμπιακή επένδυση της χώρας αποκτά συνεπώς λογική μόνο αν τη δει κάποιος ως επένδυση για τη συμπλήρωση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και όχι ως επένδυση για την προετοιμασία ενός μεγάλου αθλητικού γεγονότος δεκαεπτά ημερών. Αν τη δει κάποιος ως επένδυση για όλη τη χώρα και όχι μόνον για την Αθήνα. Αν τη δει κάποιος σε συνδυασμό με όλα τα άλλα πράγματα που επρόκειτο να συμβούν ταυτοχρόνως και ιδίως με το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Από την οπτική αυτή γωνία η επένδυση σε αθλητικές υποδομές είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της όλης επένδυσης σε σύγκριση με τα οδικά έργα, τα μέσα σταθερής τροχιάς, τους εξοπλισμούς κρίσιμων κρατικών υπηρεσιών, τις πολιτιστικές, εκθεσιακές, συνεδριακές και τουριστικές υποδομές, τα κτίρια για τη στέγαση δημοσίων φορέων κ.ο.κ.


Ολα αυτά σχεδιάστηκαν και έγιναν. Αυτή η απλή και καταλυτική αλήθεια βρίσκεται όμως αντιμέτωπη με δύο ενστάσεις που σχεδόν όλοι δυστυχώς θεωρούν αυτονόητες για τα ελληνικά στερεότυπα: πρώτον, ότι ναι μεν έγιναν όλα αλλά με καθυστέρηση και, δεύτερον, ότι ναι μεν έγιναν όλα αλλά με υπερβάσεις στο κόστος.


Οι καθυστερήσεις


Συμφωνώ προφανώς με τη διαπίστωση πως υπήρχαν καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις όμως σε σχέση με τι; Καθυστερήσεις σε σχέση με την έναρξη των Αγώνων δεν υπάρχουν γιατί όλα είναι έτοιμα. Καθυστερήσεις σε σχέση με τα αρχικά χρονοδιαγράμματα, δηλαδή με τις αρχικές εξαγγελίες και υποσχέσεις, ναι, υπήρξαν και μάλιστα με περισσότερες από μία χρονικές μετατοπίσεις. Αξίζει όμως τον κόπο, όχι ως δικαιολογία αλλά ως άσκηση εθνικής αυτογνωσίας, να καταγράψουμε τους λόγους των καθυστερήσεων όχι σε σχέση με τους Αγώνες, αλλά σε σχέση με τις αρχικές εξαγγελίες:


H πρώτη αιτία είναι τα αισιόδοξα αρχικά χρονοδιαγράμματα. Τότε που ως χώρα δεν είχαμε ακόμη συνειδητοποιήσει επαρκώς ότι η αισιόδοξη πρόβλεψη εκλαμβάνεται από τους ξένους συνομιλητές μας ως στοιχείο ερασιτεχνισμού και επιπολαιότητας, ενώ η απαισιόδοξη και δυσμενής πρόβλεψη ως στοιχείο σοβαρότητας και ως μηχανισμός αυτοπροστασίας.


H δεύτερη αιτία είναι το πρωτοφανές μέγεθος του εγχειρήματος που το ανακαλύπτει κάθε ολυμπιακή χώρα (από την Αυστραλία έως την Κίνα) σταδιακά. Αυτό συνδέεται με την ανάγκη να δοκιμαστούν νέα οργανωτικά σχήματα και νέα σχήματα χρηματοδότησης των έργων ώσπου να γίνει αντιληπτό ότι ο ιδιωτικός τομέας προτιμά πάντα να συμμετέχει όχι με νεωτερικές και αβέβαιες μεθόδους (όπως τα αυτοχρηματοδοτούμενα έργα), αλλά με σίγουρες και κλασικές (όπως τα δημόσια έργα).


Τρίτη αιτία είναι οι διαρθρωτικές αδυναμίες που υπήρχαν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να υπάρχουν ως προς τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των μεγάλων έργων. Τα ζητήματα αυτά αφορούν κυρίως τον χωροταξικό σχεδιασμό και την πολιτική γης, σε συνδυασμό μάλιστα με το υψηλό επίπεδο της περιβαλλοντικής και αρχαιοφιλικής συνείδησης που δικαίως υπάρχει σε μια χώρα με τον φυσικό και πολιτιστικό πλούτο της Ελλάδας. Μια χώρα που έχει όμως παράλληλα μεγάλες υστερήσεις ως προς τις βασικές υποδομές.


Τέταρτη αιτία είναι η ανυπέρβλητη ανάγκη τα πάντα να γίνουν με σεβασμό στη διαφάνεια και τη νομιμότητα, τόσο την εθνική όσο και την ευρωπαϊκή, και υπό συνεχή και πολλαπλό δικαστικό έλεγχο στο ανώτατο επίπεδο και σε κάθε φάση της διαδικασίας. H Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες μέσα στο αυστηρό πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας (που δεν ίσχυσε στην περίπτωση της Βαρκελώνης του 1992).


H πέμπτη αιτία ήταν βέβαια αφενός μεν οι αναπόφευκτες συγκρούσεις των επιχειρηματικών συμφερόντων που συχνά έπαιρναν τη μορφή δικαστικής αντιπαράθεσης, αφετέρου δε οι αντιδράσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης και τοπικών παραγόντων που δεν είχαν ούτε την αίσθηση ούτε την ευθύνη του γενικού σχεδιασμού και του γενικού χρονοδιαγράμματος.


Εκτη, τέλος, αιτία ήταν η ανάγκη της συνεχούς προσαρμογής του σχεδιασμού ενώπιον νέων προβλημάτων, νέων απαιτήσεων ή και νέων αναγκών που εμφανίζονταν κυρίως από τη σκοπιά της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας.


Κάποτε ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να αναλύσω τα προβλήματα που αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε για να κατασκευαστεί, π.χ., το έργο Καλατράβα ή το κωπηλατοδρόμιο του Σχινιά, που τώρα όλοι θαυμάζουν ενώ πριν από λίγο καιρό πολλοί ήταν αυτοί που ενθάρρυναν κάθε είδους επιθέσεις. Ή για να μεταφερθούν οι εγκαταστάσεις του σλάλομ από τον Σχινιά στο Ελληνικό, ή για να μην εφάπτεται με την Πύλη του Αδριανού η γραμμή του τραμ και για να διέλθει από το Παλαιό Φάληρο. Ή για να χαρακτηριστούν ως ολυμπιακά, έργα ζωτικά για τη Θεσσαλονίκη εν όψει και της Expo 2008, χωρίς αυτά να έχουν τυπική σχέση με τις ανάγκες των προκριματικών αγώνων ποδοσφαίρου που θα γίνουν εκεί. Ή έργα ζωτικά για το Ηράκλειο, την Πάτρα και τον Βόλο (που θα έχανε το Πανθεσσαλικό Στάδιο). Ή για την κατασκευή των υποσταθμών και των άλλων υποδομών της ΔΕΗ (κάτι που δεν θυμούνται όσοι αγωνιούν τώρα για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας).


Το κόστος


H ίδια λογική διαπερνά και το ζήτημα του κόστους. Προφανώς το τελικό κόστος των ολυμπιακών έργων είναι πολύ μεγαλύτερο των υποσχέσεων του φακέλου υποψηφιότητας ή των αρχικών υπολογισμών. Είναι όμως απελπιστικά απλοϊκή η προσέγγιση που λέει ότι, αν τα έργα γίνονταν κάπως νωρίτερα, θα είχαν μικρότερο κόστος. Ολα τα ολυμπιακά έργα ανατέθηκαν ως δημόσια έργα με διαγωνιστικές διαδικασίες, όπως προβλέπει η κοινοτική και η εθνική νομοθεσία, υπό διαρκή και πολλαπλό προληπτικό και κατασταλτικό δικαστικό έλεγχο. Εφαρμόστηκαν επίσης και οι δύο βασικές μέθοδοι ανάθεσης κατά τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, δηλαδή και η δημοπράτηση με βάση οριστικές μελέτες και η δημοπράτηση με το σύστημα της μελέτης-κατασκευής. Αν υπάρχει συνεπώς πρόβλημα – και σίγουρα υπάρχει -, αυτό είναι το γενικό πρόβλημα του κόστους των δημοσίων έργων και όχι κάποιο ειδικό πρόβλημα κόστους των ολυμπιακών έργων. Είναι επίσης προφανές ότι είναι άλλο πράγμα η αύξηση του κόστους χωρίς αύξηση του φυσικού αντικειμένου του έργου και άλλο η προσθήκη νέου φυσικού αντικειμένου, που όπου έγινε ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες. Είναι επίσης προφανές ότι δεν μπορεί να υπολογίζεται στο τελικό κόστος του έργου και να θεωρείται ως υπέρβαση του προϋπολογισμού το κόστος των απαλλοτριώσεων που προσδιορίζεται κατά το Σύνταγμα με δικαστικές αποφάσεις και είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αδύνατο να προβλεφθεί ακριβώς πριν από την ολοκλήρωση των σχετικών δικών. Οπως είναι αυτονόητο ότι από το αρχικό κόστος πρέπει να αφαιρεθούν οι εκπτώσεις και να υπολογιστεί ότι ο ΦΠΑ επιστρέφει στο ελληνικό Δημόσιο.


H μεταολυμπιακή χρήση


H επόμενη γραμμή ενστάσεων που διατυπώνεται, δυστυχώς μάλιστα από επίσημα χείλη, είναι αυτή που αφορά τη μεταολυμπιακή χρήση των έργων. H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει προφανώς να μετατρέψει τη δική της μεταολυμπιακή αμηχανία σε αμηχανία της κοινωνίας και της αγοράς. Αυτό ευτυχώς δεν συμβαίνει. Κατ’ αρχάς για τη συντριπτική πλειονότητα των ολυμπιακών υποδομών η χρήση τους είναι δεδομένη και μάλιστα κοινωνική. Ελπίζω να μην έχει κάποιος αμφιβολία ως προς το ποια είναι η μεταολυμπιακή χρήση των οδικών έργων, του τραμ, του προαστιακού, των ανισόπεδων κόμβων, των διαπλατύνσεων, του νέου εξοπλισμού της Αστυνομίας, του Λιμενικού και της Πυροσβεστικής ή των υποσταθμών και των άλλων έργων της ΔΕΗ. Εξίσου δεδομένη είναι και η μεταολυμπιακή χρήση όλων των υποδομών φιλοξενίας, με το Ολυμπιακό Χωριό να μετατρέπεται σε οικισμό εργατικών κατοικιών και τα Χωριά Τύπου σε φοιτητικές εστίες, κατασκηνώσεις ή γραφεία για τη στέγαση του υπουργείου Παιδείας, του υπουργείου Εργασίας, του ΙΓΜΕ κ.ο.κ.


Το ζήτημα συνεπώς εντοπίζεται στις αθλητικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων του Κέντρου Τύπου και του Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης, για τις οποίες είχαμε παρουσιάσει τις προτάσεις μας ήδη από τον Δεκέμβριο του 2003. Προτάσεις που ανάγονται στο μεταολυμπιακό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και ιδίως στην αθλητική και πολιτιστική όψη του και στις συνέργειες με το σύνολο των τουριστικών, εκθεσιακών και συνεδριακών υποδομών της χώρας.


Μακάρι όμως το πρόβλημα να ήταν αυτό, δηλαδή η μεταολυμπιακή χρήση των αθλητικών εγκαταστάσεων. Το πρόβλημα είναι το συνολικό μεταολυμπιακό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, στη διαμόρφωση και εφαρμογή του οποίου θα κριθεί κατ’ ουσίαν η παρούσα κυβέρνηση. Ας ασχοληθεί συνεπώς με αυτό και όχι με την αναδρομική αμφισβήτηση μιας μεγάλης εθνικής προσπάθειας.


O κ. Ευ. Βενιζέλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός Πολιτισμού.