Με την ευκαιρία της σημερινής 30ής επετείου από την ημέρα που έπεσε η δικτατορία και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα «Το Βήμα» ζήτησε από πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλες προσωπικότητες που παρακολουθούσαν ή συμμετείχαν στα γεγονότα εκείνα να θυμηθούν πώς βίωσαν τις ημέρες της μεταπολίτευσης. Μερικοί δίσταζαν αρχικώς να μιλήσουν – «τα έχουμε ξαναπεί», μας απαντούσαν. Αλλαξαν όμως γνώμη συνειδητοποιώντας ότι υπάρχουν νέες γενιές που δεν έχουν ίσως ακούσει αυτά που εκείνοι είχαν πει πριν από 10 ή 20 χρόνια. Αρκετοί, διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων, παρομοίασαν – τηρουμένων των αναλογιών – τον λαϊκό ενθουσιασμό που επικράτησε κατά την πτώση της χούντας με τους πρόσφατους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του Euro 2004 από την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου: ο λαός ήταν ενωμένος τότε και σήμερα. Ολοι θυμούνταν με ακρίβεια, σχεδόν λεπτού προς λεπτού, πού βρίσκονταν την 24η Ιουλίου 1974, πώς πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις, ποια ήταν η πρώτη τους αντίδραση.


«Μίλησα στον ελληνικό λαό στα ελληνικά»


«Πριν από την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικρατούσε σύγχυση στην Ελλάδα στον πολιτικό και στον στρατιωτικό τομέα» λέει ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο οποίος το 1974 είχε μόλις εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας. «H εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο είχε προκαλέσει εσωτερικούς κραδασμούς στο δικτατορικό καθεστώς. Εμείς παρακολουθούσαμε στενά την κατάσταση και τις διάφορες λύσεις που προτείνονταν. Ο Καραμανλής ήταν πολύ επιφυλακτικός, αρνιόταν τις επαφές. Τα γεγονότα όμως εξελίσσονταν ραγδαία. Πληροφορηθήκαμε ότι του πρότειναν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να αναλάβει πρωθυπουργός. Δεν απάντησε αμέσως».


«Μάθαμε ότι πλήθος συγκεντρωνόταν στην Αθήνα και απαιτούσε την επιστροφή του φωνάζοντας «Καραμανλής! Καραμανλής!». Τελικά μου τηλεφώνησε και είπε: «Είναι απαραίτητο να επιστρέψω». Λίγο αργότερα, το βράδυ της 24ης Ιουλίου, τηλεφώνησε πάλι λέγοντας: «Επιθυμώ να φύγω για την Ελλάδα αλλά δεν μπορώ, δεν υπάρχουν αεροπλάνα αυτή την ώρα». Κόσμος είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνεται στο αεροδρόμιο στην Αθήνα περιμένοντας την επιστροφή του. Πρότεινα να του δανείσω το προεδρικό αεροσκάφος για να κάνει το ταξίδι».




«H εξορία του Καραμανλή ήταν μακράς διάρκειας, κράτησε σχεδόν 11 χρόνια» θυμάται ο κ. Ζισκάρ ντ’ Εστέν. «Στο Παρίσι ζούσε μια ζωή πολύ αποτραβηγμένη, δεν έβγαινε από το διαμέρισμά του στην Μπουλβάρ ντε Μονμορανσί παρά μόνο για να επιδοθεί στο αγαπημένο του σπορ, το γκολφ. Είχε επαφή με μερικές προσωπικότητες από την Ελλάδα, λιγότερες από τη Γαλλία. Διάβαζε πολύ, κυρίως ιστορικά βιβλία». Κοινοί φίλοι έφεραν τους δύο πολιτικούς ηγέτες σε επαφή, λέγοντας στον κ. Ζισκάρ ντ’ Εστέν ότι επιθυμούσαν να του γνωρίσουν έναν «πολύ ενδιαφέροντα άνδρα». «Μιλήσαμε ώρα» λέει ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας. Υπήρξαν και άλλες, πολλές συναντήσεις. Θεωρεί ότι ο Καραμανλής «είχε τον χαρακτήρα ενός Μακεδόνα» και ένα «πλατύ χαμόγελο». «Είχαμε σχέσεις φιλίας αλλά λόγω της διαφοράς ηλικίας τον αντιμετώπιζα με σεβασμό» λέει.


Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου, «ο Καραμανλής μου τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει (σ.σ.: για το αεροπλάνο) και να με προσκαλέσει στην Αθήνα για την πρώτη επίσημη επίσκεψη αρχηγού κράτους. Αμέσως σχεδόν άρχισε να μου μιλάει για την Ευρώπη. «Πρέπει η Ελλάδα να ενταχθεί στην ΕΟΚ και πρέπει να με βοηθήσετε» μου έλεγε. Εξέφρασε επίσης φόβους για την ασφάλεια του Αιγαίου και ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας». Την επίσημη εκείνη επίσκεψή του στην Αθήνα ο κ. Ζισκάρ ντ’ Εστέν τη χαρακτηρίζει «θριαμβευτική» και θυμάται ότι είχε μιλήσει «προς τον ελληνικό λαό στα ελληνικά». «Εκανα κλασικές σπουδές» λέει. Ως επικεφαλής της Συνέλευσης που συνέταξε πρόσφατα το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί σε αυτό και ειδικότερα στη ρήση του Θουκυδίδη την οποία είχε προτείνει να συμπεριληφθεί στο προοίμιο του Ευρωσυντάγματος: «Είμαι πολύ δυσαρεστημένος που αφαιρέθηκε» λέει.


Γιάννης Καψής «Βάλαμε το εγώ πάνω από το δέον γενέσθαι»


«Γλυκόπικρη εμπειρία» χαρακτηρίζει τις ημέρες του Ιουλίου του ’74 ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Τα Νέα» Γιάννης Καψής, που ήταν τότε διευθυντής του περιοδικού «Ταχυδρόμος». «Γλυκόπικρη διότι υπήρχε ο ενθουσιασμός που έπεφτε η χούντα, αλλά και μια πικρή γεύση διότι όλη η περιπέτεια τελείωσε με καθεστώς Καραμανλή. Στο μέτρο που η αντίθεση στη χούντα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μικρή επανάσταση, ήταν μία ακόμη μισοτελειωμένη επανάσταση» τονίζει. Και διευκρινίζει: «Οταν λέω μισοτελειωμένη επανάσταση, δεν εννοώ ότι ο Καραμανλής δεν ήθελε να την ολοκληρώσει, αλλά με E. Αβέρωφ συνομιλητή της χούντας και γεφυροποιό και Σ. Γκίκα αρχηγό του ΙΔΕΑ που εξέθρεψε τη χούντα, η αλλαγή της 24ης Ιουλίου ήταν μια όσο το δυνατόν πιο ομαλή μετάβαση από το στρατιωτικό καθεστώς της Δεξιάς. Δεν έγινε πραγματική αντιπολίτευση ούτε αποχουντοποίηση φυσικά. Εκτός από τους πρωταίτιους, οι χουντικοί κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και κυρίως απειλητικοί επί μήνες. Ο ίδιος ο Ιωαννίδης άνοιγε την πόρτα του γραφείου του Αβέρωφ χωρίς να χτυπήσει. Οι πολύ προβεβλημένοι χουντικοί διέφυγαν στο εξωτερικό. Οι άλλοι δημιούργησαν έναν καινούργιο τύπο της νεοελληνικής κοινωνίας που ευδοκιμεί σήμερα: το «λαμόγιο»».


«Επαψα», συνεχίζει χωρίς να μπορεί να κρύψει κάποια πικρία, «να πηγαίνω στη δεξίωση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας γιατί «καλούνται θεσμικά», δηλαδή λόγω της θέσης που κατέχουν, παλαιοί συνεργάτες της χούντας. Και οργίζομαι όταν διαβάζω «ακαδημαϊκό», παλαιό συνεργάτη του Γεωργαλά (του Γκέμπελς της χούντας) να αρθρογραφεί σήμερα και να μας κάνει καθοδήγηση για το πώς θα φτιάξουμε τη δημοκρατία μας!».


Στην επταετία ο κ. Καψής είχε μόνιμη επαφή με τον Παπανδρέου και τους άλλους αντιστασιακούς. «Αναμέναμε ότι θα πέσει η χούντα» λέει. «Το μεσημέρι που εκλήθησαν ο Κανελλόπουλος και ο Μαύρος στον Γκιζίκη, ο Γιώργος Ρωμαίος και εγώ ήμασταν στο προαύλιο της Βουλής για ρεπορτάζ. Οι δύο αυτοί έκαναν εγκληματικό λάθος που δεν ορκίστηκαν αμέσως και έδωσαν την ευκαιρία στον Αβέρωφ να προτείνει στον Γκιζίκη τον Καραμανλή. Ενα 48ωρο πριν πέσει η χούντα, το ξέραμε. Είχε έρθει ο Σίσκο (σ.σ.: υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ) και είχαν διαρρεύσει πληροφορίες. Ο Κίσινγκερ είχε πει ότι σε 48 ώρες θα γινόταν μεταβολή στην Ελλάδα αλλά δεν είπε για το πραξικόπημα στην Κύπρο. Εγώ είχα πει τότε στον Χρήστο Λαμπράκη: «Αύριο στις 12 θα ορκιστεί η κυβέρνηση». Στις 12.30 με πήρε στο τηλέφωνο και με πείραξε ότι είχα λάθος ρεπορτάζ. Τελικά είχα πέσει έξω κατά μία ώρα».


«Πρώτη μου τηλεφώνησε η γυναίκα μου – είχαν τηλεφωνήσει στο σπίτι ότι έρχεται ο Καραμανλής, μάλλον ήταν ο Λαμπρίας» λέει. Ποια ήταν η πρώτη του αντίδραση; «Εσπασα το τηλέφωνο και τσακώθηκα με τη γυναίκα μου. Μετά τηλεφώνησα στον Ανδρέα, το είχε πληροφορηθεί. Αργότερα μας πήρε βέβαια ο ενθουσιασμός. H συγκλονιστική απελευθέρωση των κρατουμένων και η επιστροφή των εξορίστων ήταν το αποκορύφωμα της συγκίνησης. Υπαγόρευα το κύριο άρθρο του «Ταχυδρόμου» και έκλαιγα. Τρέχαμε ο ένας στο σπίτι του άλλου, παλαιοί φυλακισμένοι, εξόριστοι να ξαναγκαλιαστούμε και το κράτος της Δεξιάς εδραιωνόταν».


Θεωρεί ότι η γενιά αυτή έκανε «τεράστια σφάλματα»: «Ενώ δεν είχαμε τίποτε στα χέρια μας παρά περγαμηνές αντίστασης, ο καθένας έβαζε το εγώ του και την προσωπική του ιδεολογία πάνω από δέον γενέσθαι. Δεν κοιτάξαμε να κάνουμε μια πραγματική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με κύριο αίτημα την αλλαγή. Στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή μετείχαν μερικά ιδιαίτερα αξιόλογα στελέχη της αντίστασης. Αλλά απουσίαζαν το ΠΑΚ και ο A. Παπανδρέου και τα δύο KKE, το ορθόδοξο και το εσωτερικού. Επικράτησαν οι πολιτικές φιλοδοξίες. Λάθος. Ηταν όμως ανθρώπινο και αναπόφευκτο». Πιστεύει ότι «αυτές οι οφειλές που έχουμε από τη μισοτελειωμένη επανάσταση βρίσκονται ουσιαστικά στη ρίζα της κρίσης ταυτότητας που έχει σήμερα το ΠαΣοΚ και ο Συνασπισμός».


Λεωνίδας Κύρκος «H Αριστερά αποκλείστηκε από τις εξελίξεις»


«Το ’74 ήταν το πρώτο καλοκαίρι που έκανα διακοπές με τη φαμίλια μου – τα προηγούμενα ήμουν φυλακή» θυμάται ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος. «Είχα πάρει μία άδεια, πολύ δύσκολα, και εκείνο το καλοκαίρι είχα πάει στην Αλόννησο. H πτώση της χούντας με βρήκε αφού επέστρεψα στην Αθήνα. Ημουν στο σπίτι, στην οδό Ερεσού και Μπενάκη, και άκουγα παράθυρα να ανοίγουν με κρότο και μια κραυγή: «Επεσε!». «Ποιος έπεσε;». «H χούντα». Ξεκινούσαν φάλαγγες ανθρώπων και πήγαιναν προς το Σύνταγμα όπου είχε ακουστεί ότι θα έφθανε ο Καραμανλής».


Ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ και μετέπειτα επικεφαλής του KKE εσ. άρχισε αμέσως τις επαφές για «να οργανώσουμε παρέμβαση στα γεγονότα που εξελίσσονταν με ταχύτητα. Το πρώτο γεγονός που σημειώναμε, η πτώση της χούντας, μας γέμιζε χαρά και έβαζε σε δεύτερη μοίρα το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Μαζεύτηκε ένας κύκλος. Ως τότε ήμασταν στην παρανομία και ήταν δύσκολο να αποκτήσουμε επαφή και να σκεφτούμε όλοι μαζί τι θα μπορούσε να γίνει. Στη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών η Αριστερά ήταν απούσα. Συγκροτήθηκε αυτό που ονομάστηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στις ηγεσίες των παλαιών κομμάτων γινόταν πάλη. Ο Κανελλόπουλος παραμερίστηκε τελευταία στιγμή, προβλήθηκε η υποψηφιότητα Καραμανλή. Ηταν άγνωστο πώς και σε ποια έκταση θα αντιδρούσαν οι στρατοκράτες. Εχω την εντύπωση ότι εκείνοι που σχεδίασαν την πτώση της χούντας δεν είχαν εμπιστοσύνη στον Κανελλόπουλο για να χειριστεί τα λεπτά προβλήματα της εποχής. Ο Αβέρωφ επέβαλε τη λύση Καραμανλή, τον οποίο ήθελαν και οι εξωτερικές δυνάμεις που έπαιζαν ρόλο. Τελικά σχηματίστηκε κυβέρνηση που δεν ήταν εθνικής ενότητας αλλά ενότητας παλαιών αστικών πολιτικών δυνάμεων. Ελειπε η Αριστερά, επιλογή που βάρυνε στις μετέπειτα εξελίξεις».


Θεωρεί ότι η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν «το μεγάλο βήμα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας» αλλά «έμεινε ανολοκλήρωτο διότι η Αριστερά δεν κλήθηκε να μετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. H σκέψη «αποκλείουμε τους κομμουνιστές και τους κρατούμε στο περιθώριο» εξακολουθούσε να καθοδηγεί τον αστικό κόσμο της εποχής. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση πραγματοποίησε τελικά τη μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία και την επάνοδο στον ομαλό πολιτικό βίο».


Πιστεύει ότι «το λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να παρεμβληθεί στις εξελίξεις, διότι οι πολιτικοί εκφραστές του δεν κατάφεραν να πετύχουν συνεννόηση σε ένα πρόγραμμα για τη στερέωση και την ανανέωση της δημοκρατίας. Διχασμένες βρέθηκαν τη στιγμή της πτώσης και με αυτόν τον τρόπο δεν ηγήθηκαν στη μετάβαση προς τη μεταχουντική εποχή, επιτρέποντας σε άλλες δυνάμεις να προχωρήσουν ελεύθερες. Παρ’ όλα αυτά, το μάθημα της χούντας ελήφθη, αν και δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι πολιτικές δυνάμεις οδηγήθηκαν στην επανάληψη του ίδιου σκηνικού: στην κομματική αντιδικία που δεν συγκέντρωνε την προσοχή στα μεγάλα προβλήματα αλλά στο ποιο από τα αστικά κόμματα θα εξασφάλιζε την εξουσία». Θεωρεί ότι τα σημερινά φαινόμενα της αδιαφορίας και της αποχής «έχουν τη ρίζα τους στις λύσεις που δόθηκαν εκείνη την εποχή».


Επί δικτατορίας, θυμάται, «είχε γεννηθεί ένα πνεύμα ενότητας και ομοψυχίας» αλλά ήδη στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της «παρουσιάστηκαν φαινόμενα ενός βαθύτατου διχασμού που εκφράστηκαν έντονα στα συνθήματα που κυριάρχησαν: «Φόλα στο σκύλο του ΠαΣοΚ» και «Απόψε πεθαίνει η Δεξιά». Οι ηγεσίες καλλιεργούσαν αυτού του είδους την ακραία πόλωση. Ο λαός ήταν έτοιμος να γευτεί την πτώση της χούντας με το αίσθημα που ζήσαμε όλοι οι Ελληνες με τη νίκη της Εθνικής στην Πορτογαλία. Είναι σάμπως τη στιγμή αυτή της νίκης να κατέβαιναν στους δρόμους οι μισοί με σημαίες Ολυμπιακού και οι άλλοι με σημαίες Παναθηναϊκού».


Ιωάννης Βαρβιτσιώτης «Δεν υπάρχουν τα πάθη και τα μίση του παρελθόντος»


«Ολη εκείνη την ημέρα (σ.σ.: της πτώσης της δικτατορίας) ήμουν στα γραφεία της «Βραδυνής»» θυμάται ο ευρωβουλευτής της ΝΔ Ιωάννης Βαρβιτσιώτης. «Κάποια στιγμή πληροφορήθηκα από τον Τζώρτζη Αθανασιάδη ότι θα σχηματιζόταν κυβέρνηση υπό τον Κανελλόπουλο. H πρώτη μου αντίδραση ήταν: «Εύχομαι να τα βγάλει πέρα αλλά φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσει να ξεδοντιάσει τη δικτατορία» – λόγω του χαρακτήρα του, δεν είχε την πυγμή και το κύρος του Καραμανλή. Προσπάθησε τότε ο Τζώρτζης, που συμμεριζόταν την άποψή μου, να επικοινωνήσει με τον Αβέρωφ – ήταν άλλωστε από τους στενότερους φίλους του Καραμανλή. Δεν γνωρίζω αν τελικά τα κατάφερε».


«Οταν το απόγευμα ξαναπήγα στη «Βραδυνή», είχε γίνει γνωστό ότι ο Καραμανλής ερχόταν από το Παρίσι. Ολη η Αθήνα είχε σηκωθεί στο πόδι, τα αυτοκίνητα χτυπούσαν ρυθμικά τις κόρνες τους «E-ε-έρχεται! » και εκεί χωρίσαμε με τον Τζώρτζη. Κατέβηκα στο σπίτι μου στη Βούλα, πήρα τη γυναίκα μου και πήγαμε στο αεροδρόμιο όπου είχε μαζευτεί μια λαοθάλασσα. Αναμειχθήκαμε σε αυτή την ενθουσιώδη σύναξη πλήθους που περίμενε με αγωνία την προσγείωση του αεροπλάνου που μετέφερε τον Καραμανλή από το Παρίσι. Κάποια στιγμή, τις πρωινές ώρες πια, το αεροπλάνο έφθασε, άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Καραμανλής. Ολος αυτός ο κόσμος ξέσπασε σε ατελείωτα χειροκροτήματα και επευφημίες διότι έβλεπε στο πρόσωπό του τον σωτήρα που θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη δημοκρατία».


«Λίγες ώρες αργότερα ορκιζόταν πρωθυπουργός και όρκισε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης» συνεχίζει ο κ. Βαρβιτσιώτης, ο οποίος πριν από τη δικτατορία ήταν βουλευτής της EPE. «Εγώ ορκίστηκα υφυπουργός Εσωτερικών με το δεύτερο κλιμάκιο, δύο ημέρες αργότερα, με υπουργό Εσωτερικών τον Χριστόφορο Στράτο. Οι οδηγίες που έδωσε ο Καραμανλής ήταν ότι δεν υπάρχουν δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι και ότι όλα τα ανομήματα της δικτατορίας έπρεπε να διορθωθούν αμέσως. Το πρώτο που κάναμε στο υπουργείο ήταν να αποδώσουμε τα διαβατήρια και την ελληνική ιθαγένεια σε όσους είχαν αφαιρεθεί. Επικοινώνησα και συνομίλησα με πολλά στελέχη της Αριστεράς. Ηταν διάχυτη η εντύπωση ότι μόνο ο Καραμανλής μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Απαιτούσε απ’ όλους πολύ σκληρή δουλειά. Πήγαινα στο υπουργείο στις 8 το πρωί και έφευγα τα μεσάνυχτα».


«Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλο κράτος στον κόσμο που να αποτίναξε μια δικτατορία χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα. Αλλωστε αυτό το εκθείασαν οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου και οι σημαντικότεροι πολιτικοί σχολιαστές» λέει. Αποτιμώντας εκείνη την περίοδο ο κ. Βαρβιτσιώτης εντοπίζει τρία θετικά σημεία: «Πρώτον, η αναίμακτη αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δεύτερον, η καθιέρωση ενός τελείως δημοκρατικού Συντάγματος. Και, τρίτον, η προσπάθεια του Καραμανλή παρά τις έντονες αντιδράσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Νομίζω ότι έγινε το καλύτερο που μπορούσε να γίνει: οι πρωταίτιοι της δικτατορίας συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Σήμερα, βεβαίως, ο κύκλος της μεταπολίτευσης έχει κλείσει. Εχουμε μπει σε μια νέα εποχή στην οποία, ευτυχώς για τον τόπο, δεν υπάρχουν τα πάθη και τα μίση του παρελθόντος».


Μιχάλης Λιάπης «Κληρονομιά μας η ενότητα του λαού»


Ο υπουργός Μεταφορών Μιχάλης Λιάπης βρισκόταν στο Παρίσι από το 1973 και ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον θείο του, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. «Τις ημέρες εκείνες του Ιουλίου του 1974 επικρατούσαν ανησυχία και εκνευρισμός διότι δεν είχαμε αξιόπιστες πληροφορίες» θυμάται. Ακουγαν τις ειδήσεις από την Deutsche Welle και το BBC. «Κύρια πηγή πληροφοριών ήταν ο Τάκης Λαμπρίας από το BBC στο Λονδίνο. Ο Καραμανλής ήταν απομονωμένος στο Παρίσι. Ανησυχούσε διότι φοβόταν ότι το Κυπριακό θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στην ηπειρωτική Ελλάδα».


Την πληροφορία για την πτώση της χούντας την έμαθαν τηλεφωνικώς. «Μας πήρε τηλέφωνο και είπε ότι οι αξιωματικοί ζήτησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς. Εμείς παίζαμε γκολφ εκείνο το πρωί. Μας έψαχνε ο Αβέρωφ να μας ειδοποιήσει και έστειλε μια εξαδέλφη του να μας βρει. Μου είπε να ψάξω ποιες αεροπορικές γραμμές πετούσαν για Αθήνα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλές πτήσεις, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Τηλεφώνησα ξανά στον και του είπα ότι δεν υπήρχε καμία πτήση. Ο Καραμανλής είπε να αναβάλλαμε την επιστροφή στην Ελλάδα για την επομένη, ο Αβέρωφ δεν συμφωνούσε».


Τη λύση την έδωσε ο τότε γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. «Τηλεφώνησε στον Καραμανλή για να του ευχηθεί και εκείνος του είπε ότι δεν είχε τρόπο να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν τού παραχώρησε το προεδρικό αεροσκάφος με τους δύο πιλότους του» λέει. Στο αεροπλάνο επιβιβάστηκαν, εκτός από τον κ. Λιάπη και τον Καραμανλή, «ο Λαμπρίας και ο Χρυσοστάλης, φίλος του προέδρου, που εκτελούσε από καιρού εις καιρόν χρέη γραμματέως».


«Οταν φθάσαμε στην Αθήνα μάς σήκωσαν στα χέρια. Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, ήταν εθνική υπόθεση. Εγώ μπήκα με τον Λαμπρία σε ένα περιπολικό. Είχαμε χάσει τον Καραμανλή στο πλήθος και ο Τάκης αναρωτιόταν πώς θα πηγαίναμε στο Σύνταγμα» λέει ο κ. Λιάπης ο οποίος αναγκάστηκε να βρει τον διοικητή της Αστυνομίας και να του πει ποιος ήταν, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετακίνησή τους προς το Κέντρο. «Πήγαμε στη Βουλή όπου ορκίστηκε ο Καραμανλής στις 4 η ώρα το πρωί. Υστερα ο πρόεδρος κατέλυσε στη «Μεγάλη Βρεταννία»».


Ο κ. Λιάπης χαρακτηρίζει τις ημέρες αναμονής στο Παρίσι «ημέρες θλίψης και χαράς, αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας: τη μία μάς τηλεφωνούσαν ότι έπεσε η χούντα, την άλλη ότι έκανε διάγγελμα ο Ιωαννίδης, ύστερα ότι ο Μακάριος έφυγε… H επιστροφή ήταν ο θρίαμβος της μεταπολίτευσης. Ηταν εθνική ανάταση, η δικαίωση των αγώνων. Οι επόμενες ημέρες ήταν δύσκολες: ένας τόπος χωρίς θεσμούς, με οικονομική καχεξία, σταγονίδια της χούντας. Υπήρχε ανασφάλεια για τη ζωή του Καραμανλή, φόβος για το πώς θα αντιδρούσε η χούντα».


Πιστεύει ότι η κληρονομιά που μας άφησαν εκείνες οι ημέρες είναι «η ενότητα του λαού». Μπορεί η κυβέρνηση εθνικής ενότητας να μην περιλάμβανε όλα τα κόμματα, αλλά «στον λαό, στη βάση υπήρχε ενότητα».


Αγγέλα Κοκκόλα «Είχε έρθει η ώρα του ΠαΣοΚ»


«H εισβολή στην Κύπρο έφερε τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Ισως είχε επιτευχθεί ο «στόχος» για τη «σχεδιασμένη» επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα» θυμάται η στενή συνεργάτις του Ανδρέα Παπανδρέου, κυρία Αγγέλα Κοκκόλα. «H χούντα έδωσε «αμνηστία». Ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν στην Ευρώπη. Εγώ, με αφαίρεση της ιθαγένειας και ληγμένο διαβατήριο, «έγκλειστη» στο Τορόντο. Πήγα στο ελληνικό προξενείο για να μου δοθεί η άδεια επιστροφής μου στην Ελλάδα και εκεί έμαθα – με άφατη θλίψη – ότι η «αμνηστία» αφορούσε 16 προσωπικότητες, τον Ανδρέα Παπανδρέου, την Αμαλία Φλέμινγκ, τη Μελίνα, τον Θεοδωράκη και μερικούς άλλους. Οχι όμως εμένα.


Ο Ανδρέας Παπανδρέου συνεδρίαζε για μέρες στο Βούπερταλ της Γερμανίας με το Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΚ. Ανάμεσα σε αυτούς ο Κώστας Σημίτης, ο Ακης Τσοχατζόπουλος, ο Γιώργος Τσουγιόπουλος, ο Γιάννης Τσεκούρας κ.ά. Επικράτησε η άποψη ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν δυνατόν να παραλάβει την «εξουσία» από τον Γκιζίκη. «Αλλαγή φρουράς» χαρακτήρισε τη μεταπολίτευση με τον τρόπο με τον οποίο έγινε. Ακούστηκε σκληρό – αργότερα πιστεύω ότι δικαιώθηκε.


H δήλωση του αειμνήστου Κωνσταντίνου Καραμανλή «Εξω από το ΝΑΤΟ» σηματοδοτούσε γεγονότα και η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα κρίθηκε απαραίτητη. Φύγαμε από τον Καναδά σε μία ημέρα. Διανυκτέρευσα στο Λονδίνο και… επιστροφή. Αλησμόνητες στιγμές συγκίνησης και αγωνίας, αισθήματος μεγάλης ευθύνης γι’ αυτό που θέλαμε να δημιουργήσουμε στην Ελλάδα. Θέλαμε ένα κόμμα καινούργιο, ένα κόμμα οργανωμένο για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα μήνυμα με στόχους την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, την κοινωνική δικαιοσύνη, τις δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή την Ελλάδα είχαμε οραματιστεί και γι’ αυτή την Ελλάδα αγωνιζόμασταν τα στελέχη και οι φίλοι του ΠΑΚ στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Είχε έρθει η ώρα…


Το ξαναγύρισμα στην Ενωση Κέντρου ήταν μακριά από εμάς, παρ’ όλη την επιμονή σημαντικών στελεχών και φίλων από την παλαιά EK. Οι πιέσεις από την EK ήταν μεγάλες. «Οχι στο καινούργιο εγχείρημα, Ανδρέα. Δεν θα σου βγει». Ο Ανδρέας ανένδοτος και αποφασισμένος. Και μαζί του όλοι όσοι είχαμε ζήσει και αγωνιστεί κοντά του όλα αυτά τα χρόνια. Είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του και την υποστήριζε με πείσμα και αποφασιστικότητα. «Θα προχωρήσουμε στο εγχείρημα. Δεν περιμένει ο λαός από μας συμβιβασμούς».


Γυρίσαμε στην Ελλάδα στις 16 Αυγούστου 1974. Μια λαοθάλασσα αγκάλιασε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Καταλύσαμε στο ξενοδοχείο «Καστρί». H δουλειά ξεκίνησε την επομένη το πρωί. Επαφές με αγωνιστές και φίλους στην Ελλάδα, συσκέψεις, διαβουλεύσεις, κείμενα με αρχές, θέσεις και αναλύσεις, αν και είχε γίνει μεγάλη προεργασία στο εξωτερικό. Δεν άργησε να φθάσει η μεγάλη μέρα, η 3η του Σεπτέμβρη 1974. Το ΠαΣοΚ γεννήθηκε».


Γιώργος Ρωμαίος «Ρουφούσα τις εξελίξεις σαν πρωτάρης ρεπόρτερ»


Την ημέρα που έπεσε η χούντα ο δημοσιογράφος και πρώην υπουργός του ΠαΣοΚ Γιώργος Ρωμαίος βρισκόταν στο «Βήμα», «γιατί περιμέναμε την πτώση της από τις 20 Ιουλίου, όταν άρχισε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Με την πτώση της Κυρήνειας και την παρέμβαση των Αμερικανών για την υπογραφή εκεχειρίας άρχισαν η διάλυση της απερίγραπτης και γελοίας κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου και η ανησυχία των αρχηγών των Επιτελείων. Σχεδόν όλοι οι συντάκτες βρισκόμασταν σε συνεχή επιφυλακή, γιατί το παρασκήνιο οργίαζε, οι μυστικές συναντήσεις και συσκέψεις ήταν συνεχείς και οι εξελίξεις ταχύτατες».


Την πτώση της δικτατορίας την πληροφορήθηκε «από τον Γεώργιο Μαύρο λίγα λεπτά μετά τις 12 το μεσημέρι της Τρίτης 23 Απριλίου. Είχε λάβει το τηλεφώνημα από το γραφείο του στρατηγού Γκιζίκη για να μετάσχει σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών. Δεν του είχαν δώσει πληροφορίες για τους λόγους της πρόσκλησης, αλλά καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Χούντα, υπό την πίεση των δραματικών γεγονότων στην Κύπρο, είχε τραπεί σε φυγή και οι στρατηγοί αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».


«H πρώτη μου αντίδραση» θυμάται «ήταν να αφήσω το γραφείο και να πάω στη Βουλή, όπου γίνονταν η σύσκεψη, για να ζήσω από κοντά το παρασκήνιο της Μεγάλης Αλλαγής… H δημοσιογραφική δίψα για την αναζήτηση όλων των λεπτομερειών αναμείχθηκε με την απερίγραπτη χαρά και ανακούφιση που ένιωθα, όπως όλοι οι Ελληνες, για την απαλλαγή της χώρας από την εγκληματική και προδοτική χούντα των συνταγματαρχών. Ρουφούσα τις εξελίξεις και τα γεγονότα σαν πρωτάρης ρεπόρτερ».


«Μετά τις 5 το απόγευμα της δραματικής εκείνης Τρίτης, όταν οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος και Στ. Στεφανόπουλος συσκέπτονταν για να σχηματίσουν κυβέρνηση, αφέθηκε να διαρρεύσει η πρώτη πληροφορία ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ τηλεφώνησε στον Καραμανλή στο Παρίσι και του πρότεινε να επιστρέψει για να αναλάβει την προεδρία της πρώτης μεταδικτατορικής κυβέρνησης. Γρήγορα ήρθαν και η απάντηση και τηλεγράφημα από το Παρίσι ότι αυτοεξόριστος ηγέτης φθάνει το ίδιο βράδυ στην Αθήνα με το αεροπλάνο του προέδρου της Γαλλίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν».


«Πολιτικά δεν περίμενα άλλη λύση. Δεν έγινε επανάσταση. Συνεπώς η σύνθεση της κυβέρνησης έπρεπε να είναι αποδεκτή και από τις Ενοπλες Δυνάμεις, διότι δεν ήσαν και λίγα τα χουντικά σταγονίδια. H πρωτοβουλία Αβέρωφ ήταν ένας αιφνιδιασμός, γιατί θεωρούσαμε βέβαιο ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που τον συνέλαβε η χούντα ως πρωθυπουργό, θα ήταν και ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης. Τη λύση Καραμανλή δεν την περίμενα, αλλά δεν με απογοήτευσε, διότι έβλεπα μπροστά».


Μανώλης Γλέζος «Κυβέρνηση εθνικής ενότητας στα λόγια»


«Στις 23 Ιουλίου 1974, κατά το μεσημέρι, πληροφορήθηκα από πολλές πηγές για τη σύσκεψη των ηγετών του πολιτικού κόσμου της χώρας την οποία συγκαλούσε η χούντα των συνταγματαρχών στη Βουλή για το απόγευμα, στις 3 μ.μ.» θυμάται ο αγωνιστής της Αριστεράς Μανώλης Γλέζος. «H πληροφορία μού ήρθε στο βιβλιοπωλείο το οποίο διατηρούσα, Ιπποκράτους 4, το «Βέγας». Τηλεφώνησα αμέσως στον Ηλία Ηλιού και τον ρώτησα αν είχαν καλέσει και τον ίδιο στη σύσκεψη. Γνώριζε γι’ αυτή αλλά δεν τον είχαν καλέσει.


Ως εκπρόσωπος των Συνεργαζόμενων Αντιστασιακών Οργανώσεων ήρθα σε συνεννόηση με τις οργανώσεις αυτές και αποφασίσαμε την κινητοποίηση του λαού της Αθήνας και τη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, με τα συνθήματα «Κάτω η χούντα», «Ενας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος λαός», «Κυβέρνηση εθνικής ενότητας». Ηρθα επίσης σε επαφή με άλλες αντιδικτατορικές οργανώσεις, όπως η Δημοκρατική Αμυνα, η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων καθώς και το ΠΑΚ, η Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ενωση, το KKE, το KKE Εσωτερικού και η Νέα Ελληνική Αριστερά. Τους ανακοίνωσα τις δικές μας αποφάσεις και τους πρότεινα να συμμετάσχουν σε αυτή την κινητοποίηση.


Εν τω μεταξύ υπό την προεδρία του Φ. Γκιζίκη, του χουντικού προέδρου, πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη στη Βουλή στην οποία πήραν μέρος οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος, Στ. Στεφανόπουλος, Ευαγγ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ξ. Ζολώτας, Σπ. Μαρκεζίνης, Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, Π. Γαρουφαλλιάς. Με εντολή του Κίσινγκερ η χούντα ήθελε να ορκιστεί κυβέρνηση από τον πολιτικό κόσμο, χωρίς να καταργηθεί το στρατιωτικό καθεστώς. Οι πολιτικοί ηγέτες όμως αντέδρασαν έντονα και ζητούσαν να παραδώσουν αμέσως οι στρατιωτικοί την εξουσία. Οι στρατιωτικοί δεν δέχονταν και η συζήτηση παρατεινόταν χωρίς αποτέλεσμα. Τότε διέκοψαν για τις 8 μ.μ.


Εν τω μεταξύ άρχισε η συγκέντρωση του λαού στο Σύνταγμα. Παρά τις δυσκολίες του λίγου χρόνου και της συνωμοτικότητας, αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις κινητοποιήθηκαν και από τη μία στιγμή στην άλλη πλήθη λαού συγκεντρώνονταν στην πλατεία. Βρέθηκα μέσα σε αυτό το ξέσπασμα του πλήθους. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις επιχείρησαν να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους. Δεν το πέτυχαν. Ούτε εμείς όμως καταφέραμε να φθάσουμε στον χώρο μπροστά στη Βουλή. Σε κάποια στιγμή είχα προχωρήσει πολύ και βρέθηκα περικυκλωμένος από αστυνομικούς. Προτού προλάβουν να με συλλάβουν όρμησε ο Βασίλης Τσουκαλίδης με μια ομάδα αγωνιστών και με έσωσαν – με συνέλαβε η χούντα από τους πρώτους την 21η Απριλίου 1967, παρ’ ολίγον να με συλλάβει και την ημέρα που έπεφτε.


Κατά τη βραδινή σύσκεψη οι πολιτικοί αρχηγοί υποχρεώθηκαν, προκειμένου να φθάσουν στη Βουλή, να περάσουν μέσα από τα πλήθη των Αθηναίων. Το ξέσπασμα όμως του λαού της Αθήνας καθόρισε και την εξέλιξη της σύσκεψης. Το χουντικό καθεστώς έπρεπε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς και την παρέδωσε. Στην πρώτη φάση της σύσκεψης αποφασίστηκε πρωθυπουργός να είναι ο Π. Κανελλόπουλος. Ο Ευάγγ. Αβέρωφ ζήτησε διάλειμμα και τους έπεισε να είναι ο K. Καραμανλής, ως πιο αποδεκτός από τον πολιτικό κόσμο και το στράτευμα. H πρότασή του έγινε δεκτή. Τηλεφώνησαν στον K. Καραμανλή ο οποίος ήρθε από το Παρίσι. Ορκίστηκε όμως ενώπιον του Φ. Γκιζίκη, του προέδρου της χούντας.


Οπως τόνισα και τότε «όλοι είμαστε ικανοποιημένοι από την πτώση της δικτατορίας και όλοι είμαστε στενοχωρημένοι γι’ αυτό που δεν έγινε αμέσως». Επεσε βεβαίως η χούντα, αλλά παρέμεινε πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Γκιζίκης, που τον είχε διορίσει η χούντα. Παρέμειναν και θύλακες της χούντας στον κρατικό μηχανισμό, στον Στρατό, ακόμη και στο δικαστικό σώμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.


Επεσε βεβαίως η χούντα αλλά, για να αντιμετωπιστεί η τραγωδία της Κύπρου, για να εξοβελιστεί εντελώς το όποιο κατάλοιπο της χούντας και να προχωρήσει η δημοκρατία, να στεριώσει, να διευρυνθεί και να εμβαθυνθεί, απαιτούνταν να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ύστερα από συμφωνία του πολιτικού κόσμου, με επικεφαλής τον Καραμανλή. Αυτό όμως που έγινε ήταν: μόνος του ο Καραμανλής και κατά την κρίση του σχημάτισε κυβέρνηση από την παλαιά EPE και το Κέντρο, χωρίς το ΠΑΚ και την προδικτατορική ΕΔΑ, και χωρίς το KKE, και τη βάπτισε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Είναι προς τιμή των εκτός κυβερνήσεως πολιτικών δυνάμεων η ανοχή που έδειξαν και η οποία υπαγορευόταν από την τραγωδία της Κύπρου και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο της χούντας».