Στον 19ο αιώνα η κύρια αδυναμία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού ήταν ο ολιγαρχικός χαρακτήρας του. Παρ’ όλη τη θεσμοποίηση της καθολικής ψηφοφορίας για άνδρες, τα κόμματα ήταν βασικά «λέσχες προυχόντων», αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού, μέσω διαφόρων μηχανισμών αποκλεισμού, δεν έπαιζε ενεργό / αυτόνομο ρόλο στις πολιτικές διαδικασίες. Στον μεσοπόλεμο και ως τη δικτατορία των συνταγματαρχών το κοινοβουλευτικό μας σύστημα έγινε λιγότερο ολιγαρχικό και περισσότερο «πραιτωριανό». Το Κοινοβούλιο υποβαθμιζόταν λόγω εξωκοινοβουλευτικών κέντρων δύναμης (θρόνος, στρατός) που επενέβαιναν στις δημοκρατικές διαδικασίες με σκοπό τη διατήρηση της παράνομης κυριαρχίας των.


Στη μεταπολίτευση δεν έχουμε ούτε το είδος της χειραγώγησης των ψηφοφόρων που βλέπουμε στον παλαιοκομματισμό του 19ου αιώνα ούτε την εγγενή αστάθεια και τη συνεχή υπόσκαψη του Κοινοβουλίου που οι συχνές βασιλικές ή / και στρατιωτικές παρεμβάσεις δημιουργούσαν. Ο θρόνος καταργήθηκε, ο στρατός έπαψε να είναι υπεράνω του Κοινοβουλίου, το KKE νομιμοποιείται, ενώ ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας λειτουργεί ικανοποιητικά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έχουμε πια δημοκρατικά ελλείμματα.


Το σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας για να λειτουργήσει σωστά πρέπει να πληροί δύο βασικές προϋποθέσεις:


(α) Τον πλουραλισμό, δηλαδή την ύπαρξη πέραν του ενός κέντρου δύναμης που οδηγεί στον ουσιαστικό πολιτικό ανταγωνισμό και στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία (αυτή είναι η «φιλελεύθερη» διάσταση του πολιτεύματος).


(β) Την ουσιαστική συμμετοχή του «δήμου», δηλαδή των πολιτών (μέσω κομμάτων και άλλων μηχανισμών) στην πολιτική διαδικασία (η «δημοκρατική» διάσταση).


Και στις δύο παραπάνω διαστάσεις η τρίτη ελληνική δημοκρατία παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα – προβλήματα που δεν την καταργούν αλλά δημιουργούν σοβαρές δυσλειτουργίες.


* H κομματική λογική


Σε ό,τι αφορά τη φιλελεύθερη / πλουραλιστική διάσταση, ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα είναι η κομματικοκρατία. H κομματική λογική, λόγω της αδύναμης κοινωνίας των πολιτών στη χώρα μας, διεισδύει σε όλους τους θεσμικούς χώρους (από την Παιδεία και τα σπορ ως τα επαγγέλματα και την τέχνη) και συστηματικά υποσκάπτει τις αυτόνομες λογικές και αξίες τους. Στη σημερινή περίοδο η κομματικοκρατία συνδέεται άμεσα με μια εντεινόμενη αγοροκρατία: με την τάση του οικονομικού κεφαλαίου, κυρίως μέσω του ελέγχου της τηλεόρασης, να αγοράζει λίγο-πολύ αυτόματα πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Οι πλουτοκρατικές τάσεις είναι βέβαια εγγενείς στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Σήμερα όμως, λόγω του κεντρικού ρόλου που η τηλεόραση και τα MME γενικότερα παίζουν στη ζωή μας, το φαινόμενο έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Δεν καταργεί τελείως τον πλουραλισμό, αλλά σίγουρα θέτει στενά όρια στο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να συζητηθεί σοβαρά στον δημόσιο χώρο. Δημιουργεί επιπλέον μια πιο γενική κατάσταση όπου όλες οι αξίες υποβαθμίζονται / υποτάσσονται στη λογική της αγοράς και του κέρδους.


H παραπάνω άμβλυνση του πλουραλισμού συνδέεται, βέβαια, με τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας το κράτος έθνος δεν τείνει να εξαφανιστεί. Χάνει όμως τον έλεγχο της ροής της πληροφόρησης και των κεφαλαίων, έλεγχο που είχε στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους παύει να λειτουργεί ικανοποιητικά. Κάθε σοβαρή μείωση των τεράστιων ανισοτήτων και της μαζικής περιθωριοποίησης που το νεοφιλελεύθερο σύστημα δημιουργεί προκαλεί τη φυγή των κεφαλαίων, τη μείωση των επενδύσεων και του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που βλέπουμε μια σαφή σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Ετσι όχι μόνο τα συντηρητικά αλλά και τα «προοδευτικά» κεντροαριστερά κόμματα όταν έρθουν στην εξουσία αναγκάζονται να ακολουθήσουν πολιτικές που δημιουργούν «ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα» – δηλαδή κλίμα που ευνοεί το κεφάλαιο εις βάρος της εργασίας. (H σύγκλιση Κεντροαριστεράς / Κεντροδεξιάς και η άμβλυνση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους εξηγεί επίσης γιατί στις ευρωεκλογές όλα τα κόμματα που ήταν για αρκετό χρόνο στην εξουσία – ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού – καταψηφίστηκαν από τους ευρωπαίους πολίτες).


* H απαξίωση των πολιτικών


Περνώντας τώρα από τη φιλελεύθερη / πλουραλιστική στη δημοκρατική / συμμετοχική διάσταση του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως την κατάσταση σήμερα είναι η απαξίωση των πολιτικών, η μη ενεργοποίηση των πολιτών μέσω κομματικών μηχανισμών και η πιο γενικευμένη πολιτική απάθεια. Αυτή η αρνητική κατάσταση είναι τελείως κατανοητή αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες ανισότητες και την οικονομικο-κοινωνική περιθωριοποίηση μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει στη χώρα μας. Αυτοί που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κοινωνικής πυραμίδας αποστασιοποιούνται από την ενεργό πολιτική όταν αντιλαμβάνονται ότι όχι μόνο τα συντηρητικά αλλά και τα λεγόμενα «προοδευτικά σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά» κόμματα, όταν έρθουν στην εξουσία, αδυνατούν να ανατρέψουν ή έστω να αμβλύνουν τις ανισότητες και την περιθωριοποίηση.


H παραπάνω κατάσταση, ειδικά στη χώρα μας, δημιουργεί μαζική απάθεια που, σε τακτά διαστήματα, διακόπτεται από λαϊκιστικές εκρήξεις που είτε έχουν παράλογο ή/και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα (π.χ. Μακεδονικό, ταυτότητες) είτε λειτουργούν ως μέσα έκφρασης και επιβεβαίωσης της συλλογικής μας ταυτότητας και οντότητας (π.χ. ευρωτραγούδι, κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο ποδόσφαιρο).


Είναι σαν η μαζική, λαϊκή δυσαρέσκεια με την κοινωνική πόλωση και την ανικανότητα των κομμάτων να την αμβλύνουν να βρίσκει σε τακτά διαστήματα διέξοδο σε λαϊκιστικά ξεσπάσματα αρνητικού ή/και θετικού χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια τάση μετάθεσης ευθυνών για τα κακώς κείμενα στους ξένους, στον εθνικά και πολιτισμικά άλλον. Στη δεύτερη περίπτωση οι εθνικές «πρωτιές» δημιουργούν στο συλλογικό, φαντασιακό επίπεδο μια αίσθηση αυτοεπιβεβαίωσης και αυτοσεβασμού που η σκληρή καθημερινότητα δεν παρέχει.


Στη σημερινή συγκυρία τα δημοκρατικά ελλείμματα που ανέφερα πιο πάνω δυστυχώς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε εθνικό επίπεδο. Οι γεωμετρικά αυξανόμενες ανισότητες, η περιθωριοποίηση, η σύγκλιση Κεντροαριστεράς / Κεντροδεξιάς, η πολιτική απάθεια, όλες αυτές οι τάσεις που υποσκάπτουν την πλουραλιστική και συμμετοχική διάσταση του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, συνδέονται άμεσα με το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο status quo. Αν αυτό δεν αλλάξει, όλες οι παραπάνω τάσεις θα συνεχιστούν. Μια αλλαγή προς το καλύτερο, δηλαδή προς το κοινωνικά δικαιότερο και πολιτικά δημοκρατικότερο, μπορεί να έρθει μόνον αν η Ευρώπη κατορθώσει, μέσω της πολιτικής ενοποίησης, να αυτονομηθεί από τις ΗΠΑ, δηλαδή να καταστεί ένας υπολογίσιμος παίκτης στην παγκόσμια αρένα. Προς στιγμήν αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Οι προοπτικές άμβλυνσης των δημοκρατικών ελλειμμάτων είναι για την ώρα μάλλον αρνητικές.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.