Στις 15 Μαΐου 2004, ο Τομέας Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών διοργάνωσε μια ημερίδα με θέμα «Διάλογος για την Ιστορία: ιστορική παιδεία και ιστορικός στο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα», όπου μετείχαν πανεπιστημιακοί, καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, εκπρόσωποι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, φοιτητές κ.ά. Στόχος της συνάντησης ήταν η ανοιχτή συζήτηση ως προς την ιδιότητα και το επάγγελμα του ιστορικού με βάση τα σύγχρονα δεδομένα της κατάργησης της επετηρίδας, των εξετάσεων του ΑΣΕΠ, του πολλαπλασιασμού των ιστορικών τμημάτων (όπου ωστόσο, εκτός ενός, η Ιστορία συνδυάζεται με κάποια άλλη επιστήμη), των αλλαγών στα αναλυτικά προγράμματα και στα σχολικά εγχειρίδια και της διεύρυνσης της αγοράς εργασίας με νέες ανάγκες και νέες ειδικότητες.


Οπως είναι γνωστό, οι απόφοιτοι των ιστορικών τμημάτων δεν αναγνωρίζονται ως μια ξεχωριστή ειδικότητα, αλλά εντάσσονται στην ευρύτερη ειδικότητα του «φιλολόγου». Αντιστοίχως, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο τα γλωσσικά μαθήματα και η Ιστορία διδάσκονται αδιακρίτως από τους αποφοίτους όλων των τμημάτων των φιλοσοφικών σχολών ως «φιλολογικά μαθήματα». Παράλληλα, διαπιστώνονται δυσλειτουργίες της ιστορικής διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που σχετίζονται με τα σχολικά εγχειρίδια, τον τρόπο διδασκαλίας τους και τον τρόπο εξέτασης της Ιστορίας.


Κατ’ αρχάς, εκφράζεται μια συνεχής δυσαρέσκεια από γονείς, καθηγητές, δασκάλους και μαθητές για τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά και για τον τρόπο διδασκαλίας τους. H κριτική που ακούμε να διατυπώνεται αφορά την ποιότητα, την αισθητική, το ύφος, το περιεχόμενο, την παιδαγωγική αξία, την επιλογή των γνώσεων και το δυσνόητο της ύλης. Λόγω της έλλειψης ανταγωνισμού και εμπορικού συμφέροντος που επιβάλλει το σύστημα του κρατικού μονοπωλίου και εξαιτίας της γνωστής αδράνειας του εκπαιδευτικού συστήματος, τα σχολικά εγχειρίδια αλλάζουν με αργούς ρυθμούς έτσι ώστε συχνά να είναι ξεπερασμένα και «γερασμένα».


Εξάλλου, εξαιρετικά προβληματικός είναι ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται και εξετάζεται το σχολικό εγχειρίδιο. Αντί το σχολικό εγχειρίδιο να χρησιμοποιείται επικουρικά στη διδασκαλία, στην ελληνική περίπτωση τον επικουρικό ρόλο έχουν αναλάβει εγχειρίδια που «εξηγούν» το εγχειρίδιο και τα οποία διατίθενται βεβαίως στην ελεύθερη αγορά. Επικουρικό ρόλο έχουν αναλάβει επίσης και τα φροντιστήρια (μέρος εξίσου της ελεύθερης αγοράς), έτσι ώστε το ίδιο, ένα και μοναδικό, εγχειρίδιο – προϊόν κατά τα άλλα της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας – να διδάσκεται πολλές φορές από πολλούς δασκάλους και με το ανάλογο κόστος. Το κόστος αυτό δεν είναι μόνον οικονομικό. Είναι ένα κόστος που βαραίνει την Παιδεία μας μακροπρόθεσμα. Παρά τη φαινομενική πρακτικότητα του μοναδικού εγχειριδίου και τη «δημοκρατικότητα» της δωρεάν παροχής του από το κράτος, στην πράξη το κόστος του είναι πολύ μεγαλύτερο. H δημοκρατικότητα είναι μόνο συμβολική.


* H εξετασιολαγνεία του συστήματος


Το σοβαρότερο ωστόσο ανάχωμα για τη διδασκαλία – και ειδικά για τη διδασκαλία της Ιστορίας – είναι οι εξετάσεις. Ισως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διακρίνεται από εξετασιολαγνεία. Τη στιγμή που θα πρέπει κατ’ εξοχήν να καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη, ενισχύεται η απομνημόνευση, ενώ η ιστορική ύλη ακρωτηριάζεται για να περιλάβει τις σελίδες εκείνες μόνο που αποτελούν αντικείμενο εξέτασης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προσπάθειες αναμόρφωσης της διδασκαλίας και του τρόπου εξέτασης ώστε να προωθείται η κριτική ικανότητα κατέληξαν απλώς στο να ενισχυθεί η δυσκολία της απομνημόνευσης.


Φαίνεται επομένως ότι υπάρχει η ανάγκη για μεταρρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. H μεταρρύθμιση αυτή όμως δεν μπορεί να γίνει αυτόνομα και ανεξάρτητα από μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ας προσπαθήσουμε στη συνέχεια να θέσουμε μερικά ερωτήματα ώστε, μέσω των πιθανών απαντήσεων, να διαμορφώσουμε προτάσεις ως προς τη στρατηγική των αλλαγών.


* Ερωτήματα και απαντήσεις


1. Ποιος νομιμοποιείται να εκφράσει άποψη για το περιεχόμενο της σχολικής ιστορίας και ποιοι πρέπει να έχουν την ευθύνη του προσδιορισμού της διδακτέας ιστορικής ύλης;


2. Πόσο «δημοκρατικό» είναι το ισχύον σύστημα έγκρισης, παραγωγής και χρήσης του σχολικού εγχειριδίου;


3. Ποια είναι και ποια πρέπει να είναι η σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο του σχολικού εγχειριδίου, στη διδακτέα και στην εξεταστέα ύλη;


4. Ποια είναι και ποια πρέπει να είναι η μέθοδος διδασκαλίας της Ιστορίας και ποια η μέθοδος εξέτασής της;


5. Ποιοι πρέπει να διδάσκουν την Ιστορία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;


6. Ποια μεταρρυθμιστική πολιτική μπορεί να είναι ρεαλιστική και αποτελεσματική ταυτόχρονα;


Με βάση τα ερωτήματα αυτά και εμμέσως απαντώντας τα, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες σκέψεις:


1. H μεταρρύθμιση πρέπει να είναι συνολική και να στοχεύει τόσο στα αναλυτικά προγράμματα όσο και στα σχολικά εγχειρίδια και στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι αρκεί η αλλαγή ενός μόνον από τους παράγοντες μετάδοσης της ιστορικής γνώσης. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν σταδιακά. Συνεπώς, οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης είναι οι εξής: το υπουργείο Παιδείας (του οποίου ο ρόλος είναι καθοριστικός σε συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα όπως το ελληνικό), οι καθηγητές Ιστορίας (μόρφωση, σπουδές κτλ.), τα αναλυτικά προγράμματα (ποιοι είναι οι συντάκτες τους, ποιους στόχους θέτουν για τη διδασκαλία της Ιστορίας κτλ.), τα σχολικά βιβλία Ιστορίας (ποιοι τα γράφουν, ποιοι και πώς τα εγκρίνουν κτλ.) και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση.


2. H μεταρρύθμιση θα πρέπει να ξεκινήσει από μια γενικότερη αναμόρφωση του συστήματος κρατικού ελέγχου και παραγωγής των σχολικών εγχειριδίων. Παρ’ όλο που το σύστημα αυτό έχει βελτιωθεί αρκετά με τους διαγωνισμούς αντί για απευθείας ανάθεση κτλ., εκ του αποτελέσματος κρίνοντας – δηλαδή, με τις γνωστές περιπέτειες του βιβλίου της Γ’ Λυκείου – φαίνεται ότι χρειάζεται μια πολύ πιο ριζική και τολμηρή αλλαγή.


3. H προώθηση των καινοτόμων στοιχείων πρέπει να γίνει με ρεαλισμό, δηλαδή συνυπολογίζοντας τα όρια ανοχής του κοινωνικού συνόλου και σχεδιάζοντας το εφικτό. Είναι προφανές ότι στερεότυπα και ταμπού μιας κοινωνίας δεν μπορούν να ανατραπούν ξαφνικά και απότομα, αλλά μέσα από έναν προσεκτικό σχεδιασμό σταδίων. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορεί να προετοιμαστεί με την κατάλληλη επικοινωνιακή πολιτική η υποδοχή της καινοτομίας.


4. Θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να ενοποιηθεί η διδασκαλία της Ιστορίας στην εννεάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση με κοινό σχεδιασμό.


5. Είναι, τέλος, απαραίτητο να ξανασχεδιαστεί η βασική μόρφωση των καθηγητών της Ιστορίας, δηλαδή να διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα σπουδών στις καθηγητικές σχολές, ώστε να ανταποκρίνονται επαρκέστερα στις σύγχρονες απαιτήσεις της διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για εκείνους που θέλουν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα. Αντιθέτως, να υπάρχει η επιλογή για όσους ενδιαφέρονται για την ερευνητική κατεύθυνση να μην έχουν παιδαγωγικά π.χ. μαθήματα. Επειδή, εν τούτοις, είναι γνωστό ότι τα πανεπιστήμια δεν επιθυμούν – και ούτε χρειάζεται – να ακολουθήσουν μια ομοιόμορφη κατεύθυνση, το καταλληλότερο σύστημα θα ήταν να υπάρχει ένα επιπλέον έτος παιδαγωγικής προετοιμασίας και εξειδίκευσης για τους πτυχιούχους των φιλοσοφικών – αλλά και των φυσικών κτλ. – σχολών. Και βεβαίως είναι απαραίτητη η συνεχής επιμόρφωση των καθηγητών μέσα από μόνιμους θεσμούς, όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη.


Ισως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η απόφαση για τη μεταρρύθμιση της σχολικής Ιστορίας είναι πολιτική απόφαση με την ευρεία και όχι με τη στενή έννοια. Στοχεύει δηλαδή στην αγωγή πολιτών με δημοκρατική συνείδηση και όχι στην εφαρμογή μιας πολιτικής προς εσωτερική κατανάλωση. Και σ’ αυτό το έργο είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων εκείνων που παράγουν και διαχέουν την ιστορική γνώση, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.