ΠΡΙΝ εκατό ακριβώς χρόνια (στις 2 Ιουλίου 1904 με το παλαιό ημερολόγιο, στις 15 με το νέο), έφευγε απ’ τη ζωή ο κορυφαίος (μαζί με τον Γκόγκολ) ρώσος δραματουργός κι ένας απ’ τους οικοδόμους του νεότερου θεάτρου: ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ.


Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ. Τι έχει να προσθέσει κανείς (και μάλιστα, σ’ ένα τόσο μικρό χώρο) για έναν συγγραφέα που τα έργα του είναι πασίγνωστα, που έναν αιώνα τώρα δεν έχουν πάψει να παίζονται σ’ όλες τις σκηνές του κόσμου, να σχολιάζονται και ν’ αναλύονται, ενώ αμέτρητοι δραματουργοί έχουν «φοιτήσει» στη θεματική και το ύφος του;


Ισως μερικές ψηφίδες μόνο, για εκείνον τον τόσο σεμνό και απέριττο άνθρωπο, που το καίριο γνώρισμά του ήταν η συμ-πάθεια για τους πάσχοντες – ψυχικά, κοινωνικά, σωματικά – έστω κι αν τα «πάθη» τους ήταν καρπός και των δικών τους αδυναμιών, ακόμα και κακοπραξιών.


Και, αυτό, όχι μόνο επειδή κι ο ίδιος στάθηκε ένας από τους «κοπιώντες και πεφορτισμένους» – γιος φτωχοεμπόρου, απόγονος δουλοπάροικων, μεγαλωμένος μέσα στην ανέχεια, στο ζόφο, στη βάναυση αυταρχία που ασκούσε ο πατέρας του πάνω στη φαμίλια του. Αλλά κι επειδή, από πολύ νέος, είδε πως ολόκληρη η χώρα του ήταν μια τεράστια και τερατώδης μεγέθυνση της δικής του οικογενειακής αθλιότητας – με δεκάδες εκατομμύρια απόκληρους που δεν ήταν παρά καματερά μερικών «αρχόντων» και ανήμπορα, άλαλα ανδράποδα ενός καθεστώτος, όπου βασίλευε η σωματική και πνευματική δουλεία, η αποκτήνωση, η ανελέητη τυραννία των «ελέω Θεού» τσάρων και των γύρω τους Σαρδανάπαλων.


H ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ απ’ αυτά τα σωματικά και ψυχικά δεσμά στάθηκε το ισόβιο όραμα του Τσέχωφ. Στα 28 του χρόνια (1888), γράφει στον συγγραφέα A. Πλετσέεβ:


«Μισώ το ψέμα και τη βία σ’ όλες τις μορφές τους… Τα άγια των αγίων, για μένα, είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, ο νους, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία, ελευθερία από τη βία και το ψέμα, μ’ όποια μορφή κι αν εκδηλώνονται».


Και δυο χρόνια πριν, στον αδερφό του Αλέξανδρο: «Ο δεσποτισμός είναι πολλαπλό κακούργημα… Προτιμότερο να είσαι θύμα παρά θύτης» (Εδώ, βέβαια, απηχεί το σωκρατικό: «Αν ήταν ν’ αδικήσω ή ν’ αδικηθώ, θα προτιμούσα ν’ αδικηθώ παρά ν’ αδικήσω»: Γοργίας, 469 C).


Αργότερα, θα πει σ’ ένα διήγημά του: «Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από ιδιοκτησίες. Του χρειάζεται ολόκληρη η γη, ολόκληρη η φύση, για να μπορέσει λεύτερος ν’ αποκαλύψει όλο το πλούτος κι όλες τις δυνατότητες του ελεύθερου πνεύματός του».


Αυτό το πάθος του για την ελευθερία, έκανε τον Μαξίμ Γκόρκι να του γράψει, το 1899:


«Είμαι ευτυχισμένος που σας γνώρισα, υπέροχα ευτυχισμένος. Νομίζω πως είστε ο πρώτος ελεύθερος άνθρωπος που συναντώ, ο πρώτος που δεν υποτάζεται σε τίποτα».


THN ευτυχία της ελευθερίας δεν την επιδίωκε ο Τσέχωφ μόνο για τον εαυτό του αλλά για κάθε συνάνθρωπο. Στα Τετράδιά του γράφει: «H επιθυμία να υπηρετήσεις τη γενική ευτυχία, πρέπει με κάθε τρόπο να είναι ψυχική ανάγκη, ένας όρος της προσωπικής ευτυχίας. Αν δεν πηγάζει απ’ αυτήν αλλά από θεωρητικές ή άλλες σκέψεις, τότε δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι».


Και στο διήγημά του «Ιστορία ενός αγνώστου» (1893):


«Κατάλαβα τώρα με τον νου μου, με την ψυχή μου που τόσο έχει υποφέρει, πως ο άνθρωπος ή δεν έχει κανένα προορισμό, ή έχει ένα και μόνο: τη γεμάτη αυταπάρνηση αγάπη για τους άλλους».


Και, αυτά, δεν ήταν φιλολογία. Στη σύντομη ζωή του, και μ’ όλο που τον κατάτρωγε η φυματίωση, έκανε ανεξάντλητη πράξη τη συμπαράσταση στους κάθε μορφής απόκληρους και κατατρεγμένους. Τριάντα μόλις χρόνων, κι ενώ είχε κάνει την πρώτη του αιμόπτυση, ταξιδεύει μέσα σε τραχύτατες συνθήκες στην άλλην άκρη της Ασίας, στο νησί-κάτεργο Σαχαλίνη, όπου για τρεις μήνες, «ζει» την αποτρόπαιη ζωή των καταδίκων. Και θα την περιγράψει στη μελέτη «H Νήσος Σαχαλίνη» (1893) που θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών εκείνης της κόλασης.


Και στο φοβερό λοιμό και τη χολέρα του 1891-2, θα αφήσει το μοσχοβίτικο ιατρείο του και τα γραψίματά του, και θα τρέξει να παρασταθεί στους δύσμοιρους αρρώστους, που «πέθαιναν σαν τις μύγες»…


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, αυτογνωσία, απαλλαγή από εσωτερικά κι εξωτερικά δεσμά δεν πραγματώνονται – πίστευε ο Τσέχωφ – παρά μόνο με την αναζήτηση της αλήθειας, αλήθειας προς και για τον εαυτό σου, αλήθειας προς και για τους άλλους. Αυτήν προσπαθούσε να ερευνήσει και να διατυπώσει στα έργα του, μ’ αυτήν να βοηθήσει τους συνανθρώπους του.


«Σκοπός της λογοτεχνίας – λέει σ’ ένα γράμμα του – είναι η απόλυτη και τίμια αλήθεια». Και αλλού: «Θέλω να σκοτώνω μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: να ζωγραφίζω τη ζωή στην αληθινή της όψη και να δείχνω πόσο μακριά βρίσκεται απ’ την ιδανική ζωή». Κι ακόμα: «Με τα έργα μου, ήθελα μόνο να πω τίμια στους ανθρώπους: Κοιταχτείτε, κοιτάξτε πόσο άσχημα και πληκτικά ζείτε όλοι σας»!


Και στον αδερφό του Αλέξανδρο:


«Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ένας αμερόληπτος μάρτυρας… ένας παρατηρητής που ξέρει πως τα κακά πάθη είναι αχώριστο κομμάτι της ζωής όπως και τα καλά»… πως ακόμα και η κοπριά παίζει σημαντικό ρόλο σ’ ένα τοπίο».


Γι’ αυτό και στα έργα του – προπάντων, στη μεγάλη τετραλογία του, «Γλάρος», «Θείος Βάνιας», «Τρεις Αδελφές», «Βυσσινόκηπος» – παρουσιάζει το απείκασμα της ζωής, όπου «όλα είναι ανακατεμένα – το βαθύ με το ρηχό, το μεγαλόπρεπο με το μηδαμινό, το τραγικό με το γελοίο».


H αλήθεια του Τσέχωφ είναι η βαθύτερη αλήθεια της μυριόμορφης, αντιφατικής, τραυματικής και εκστατικής ζωής…