H αποχή από το δικαίωμα της συμμετοχής στη διαδικασία εκλογής των μελών του Ευρωκοινοβουλίου αποτέλεσε κοινό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των πολιτών τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα υψηλά ποσοστά αποχής συζητήθηκαν έντονα και προκάλεσαν ευρύτερο προβληματισμό γύρω από ζητήματα που αφορούν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών και κυρίως τη σχέση μεταξύ εθνικής πολιτικής ατζέντας και ευρωπαϊκών στρατηγικών. H αποχή από τις ευρωεκλογές ερμηνεύθηκε επίσης και ως δείκτης της «ευρωπαϊκότητας» και της ευρωπαϊκής συνείδησης των πολιτών στις χώρες-μέλη της Ενωσης, της ενημέρωσης αλλά και του ενδιαφέροντος που δείχνουν για το ευρωπαϊκό μέλλον και για τα διάφορα θέματα που αφορούν τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού σε υπερεθνικό επίπεδο. Στις παλαιότερες χώρες-μέλη της Ενωσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε ο σχολιασμός από μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων, πολιτικών και διανοουμένων της αποχής από τις εκλογές των πολιτών των μετακομμουνιστικών κρατών που εισήλθαν πρόσφατα, όπως συνήθως λέγεται, στην «ευρωπαϊκή οικογένεια».


H ενωμένη ευρωπαϊκή Δύση φάνηκε να ξαφνιάζεται από αυτή τη στάση των Ευρωπαίων της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Στη χώρα μας μάλιστα, όπου η αμφισβήτηση του «φιλότιμου» άλλων λαών αποτελεί σχεδόν αυτόματη αντίδραση προς οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες που έχουμε από τους «άλλους», εκφράστηκε με πολλούς τρόπους μια γενικευμένη δυσαρέσκεια αλλά και ειρωνεία απέναντι σε αυτούς τους «φρέσκους» Ευρωπαίους που εκδήλωσαν με τέτοιο ανάρμοστο τρόπο την αγνωμοσύνη τους προς την Ευρωπαϊκή Ενωση που τους υποδέχθηκε στην αγκαλιά της. «Ποιος θα περίμενε τέτοια αδιαφορία από χώρες που επεδίωξαν με τόση θέρμη τη γρήγορη ένταξή τους;» ήταν το ερώτημα που συχνά επανερχόταν στον περιορισμένο κατά τα άλλα δημόσιο διάλογο που ακολούθησε τις ευρωεκλογές.


* Τα «αυτονόητα» και οι αυθαιρεσίες


H έκπληξη του «παλιού» ευρωπαίου πολίτη πηγάζει βέβαια από μια σειρά αυθαίρετων υποθέσεων όσον αφορά την πολιτική κουλτούρα, την ιστορία και τον πολιτισμό των νέων χωρών-μελών της Ενωσης. Ενδεικτικό παράδειγμα τέτοιας αυθαίρετης υπόθεσης είναι και η άποψη ότι οι πολίτες των νέων κρατών-μελών «αυτονόητα» αντιμετωπίζουν με ευγνωμοσύνη την ένταξή τους, την οποία θεωρούν αποτέλεσμα «χάρης» ή «παραχώρησης». Αυτή η αυθαίρετη υπόθεση στηρίζεται βέβαια και σε μια βαθύτερη αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι βασικοί πολιτισμικοί και πολιτικοί κώδικες, καθώς και το περιεχόμενο της ευρωπαϊκότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θεωρούνται δεδομένοι και η προσθήκη νέων κρατών-μελών συνεπάγεται τον απλό εμπλουτισμό αυτού του στεγανού πυρήνα με μια ποικιλία πολιτισμικών και πολιτικών στοιχείων που δεν αποτελούν παρά απλές παραλλαγές ή και ποικιλίες του αρχικού προτύπου.


Πρόκειται για μια πλουραλιστική θεώρηση της πολυπολιτισμικής Ευρώπης που προσομοιάζει αυτό που στην αντίστοιχη περίπτωση των πολυπολιτισμικών ΗΠΑ έχει χαρακτηριστεί επικριτικά ως μια μορφή εθνοτικού ζωολογικού κήπου, όπου οι διάφοροι πολιτισμοί εκτίθενται χωρίς να αποτελούν κίνδυνο για την ίδια την έννοια και τις πρακτικές της συνύπαρξης και της έκθεσης!


Πέρα όμως από την αυθαιρεσία των εύκολων απαντήσεων, το αρχικό ερώτημα παραμένει ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Τι υποδηλώνει η αποχή από τις ευρωεκλογές για τη στάση των πολιτών των νέων κρατών-μελών προς την ιδέα, την πραγματικότητα και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Και πώς συνδέονται αυτές οι πολιτικές συμπεριφορές με προϋπάρχουσες ή με αναδυόμενες δομές της αίσθησης της ευρωπαϊκότητας στα μετακομμουνιστικά κράτη;


Το ενδιαφέρον αυτών των ερωτημάτων έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για έναν γενικότερο προβληματισμό, αλλά και για μια συστηματικότερη διερεύνηση των πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών που επικρατούν στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ κατά την περίοδο του μετακομμουνισμού. Μια τέτοια διερεύνηση δεν είναι βέβαια δυνατή χωρίς την καλλιέργεια μιας ιστορικής οπτικής που δεν θα απονομιμοποιήσει την αυθαίρετη θεώρηση των πολιτικών αλλαγών του 1989 ως χρονικό σημείο μηδέν στη σύγχρονη ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης.


Γιατί, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη στάση των πολιτών των νέων χωρών προς την Ευρωπαϊκή Ενωση αν δεν γνωρίζουμε περισσότερα για την ιστορική εξέλιξη των προσλήψεων της Δύσης στην Ανατολική Ευρώπη κατά την περίοδο του κομμουνισμού; Πώς συνδέονται οι ουτοπικές προσλήψεις της Δύσης με τη μετάλλαξη της έννοιας της ευρωπαϊκότητας στην Ανατολική Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα; Και ποια η σχέση των ιστορικών μορφών ευρωπαϊκότητας που αναπτύχθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού με τις σύγχρονες εννοιολογήσεις της Ευρώπης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης;


* H πραγματικότητα του μετακομμουνισμού


H κατανόηση των πολιτικών συνθηκών του μετακομμουνισμού και η επίπτωση αυτών των συνθηκών στις πολιτικές συμπεριφορές των πολιτών των νέων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθιστά απαραίτητη τη βαθύτερη και συστηματικότερη διερεύνηση της ιστορίας των διανοητικών παραδόσεων και του πολιτικού πολιτισμού των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης πέρα από τις μανιχαϊκές εννοιολογήσεις του Ψυχρού Πολέμου και πέρα από αδιέξοδες λογικές περί νικητών και ηττημένων του ευρωπαϊκού ιστορικού γίγνεσθαι.


Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της κατανόησης είναι η ανάπτυξη διαφόρων μορφών επικοινωνίας μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» και διαλόγου μεταξύ διανοητών, ερευνητών και πολιτικών υποκειμένων που εντάσσονται σε διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις ευρωπαϊκότητας. Τα δύο συνέδρια που διοργανώθηκαν πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Βαλκάνια: Αναγνώσεις και Αντικατοπτρισμοί» και «Μνήμη του Κομμουνισμού» απέδειξαν τη γονιμότητα αλλά και την αναγκαιότητα της δημιουργίας διαύλων επικοινωνίας και συνθηκών διαλόγου που θα επιτρέψουν τον χωρίς προϋποθέσεις αναστοχασμό γύρω από τις ιστορίες του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα πέρα από αγκυλώσεις και ιδεοληπτικές οχυρώσεις.


Αυτός ο χωρίς προϋποθέσεις αναστοχασμός αποτελεί εξάλλου πολιτικό διακύβευμα για τους ευρωπαίους πολίτες που θεωρούμε ότι η ιδέα της Ευρώπης είναι σαφώς ευρύτερη από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ότι η εννοιολόγηση της ευρωπαϊκότητας σήμερα μπορεί να αποτελέσει μια διαδικασία άσκησης στις πρακτικές του ουτοπικού οραματισμού. Ευτυχώς, η έννοια της ευρωπαϊκότητας δεν έχει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, κατοχυρωμένο «copyright»!


H κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι λέκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.