Ο καρδινάλιος Ρετζ ή Ράις, όπως προτιμούσε να προφέρουν το όνομά του, έζησε και έδρασε στη Γαλλία σε ταραγμένη εποχή, στα μέσα του 17ου αιώνα, και πήρε μέρος σε όλα τα κινήματα εναντίον της βασιλικής εξουσίας. Οχι όμως επειδή ήταν αντιμοναρχικός ή δημοκράτης, αλλά γιατί έκρινε πως η κεντρική εξουσία, στην προσπάθειά της να επιβληθεί απολύτως στην κοινωνία, περιόριζε με τρόπο εξοργιστικό και επικίνδυνο τα προνόμια της αριστοκρατίας, στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Εξαιρετικά φιλόδοξος, δεν έκρυψε ποτέ το όνειρό του: να ηγηθεί του κινήματος των αριστοκρατών εναντίον της απόλυτης κυριαρχίας του βασιλιά, αναγκάζοντας τον τελευταίο να μοιραστεί μαζί τους την εξουσία. Παρά την ευφυΐα και το ταλέντο του να οργανώνει πολύπλοκες συνωμοσίες, ο καρδινάλιος δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει καμία από τις πολιτικές βλέψεις του: βρέθηκε στη φυλακή και, αργότερα, στην εξορία, ενώ για να επιστρέψει στη χώρα του υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τον τίτλο του καρδιναλίου. Ηττημένος και εξαντλημένος, ο Ρετζ αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο και άνοιξε ένα μέτωπο στο οποίο, χωρίς να το προβλέψει ούτε για μία στιγμή ο ίδιος, απέκτησε τη δόξα που η ιστορία τού στέρησε στην πολιτική πράξη: έγραψε τα Απομνημονεύματά του. Εκεί αναδεικνύεται μεγάλος τεχνίτης της γλώσσας και οξυδερκής παρατηρητής των πολιτικών πραγμάτων, σε σημείο που το βιβλίο του να θεωρείται από τους προσεκτικούς αναγνώστες έργο πολιτικής φιλοσοφίας.


Πράγματι, πολλοί ιστορικοί, επιμένοντας στη δράση του καρδιναλίου κρίνουν αυστηρά την πολιτική συμπεριφορά του, χαρακτηρίζοντάς τον άνθρωπο απρογραμμάτιστο, επιπόλαιο, βιαστικό και ανυπόμονο, ενώ διαβάζουν τα Απομνημονεύματα μόνο ως δεξαμενή πληροφοριών για τα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Με τη μέθοδο αυτή όμως είναι σχεδόν υποχρεωμένοι να παραγνωρίσουν ότι τα Απομνημονεύματα αποτελούν μία από τις πιο εύστοχες αναλύσεις της μοναρχίας στην κρίσιμη περίοδο της θεμελίωσης του συγκεντρωτικού κράτους. Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει στο κείμενο είναι το αγέρωχο ύφος του συγγραφέα, ο οποίος αρνείται τόσο να δικαιώσει όσο και να αποδοκιμάσει τα κινήματα εναντίον της βασιλικής απολυταρχίας· το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι να τα καταλάβει και να τα εξηγήσει με αφετηρία τους περιστασιακούς όρους που τα προκάλεσαν. Στην προοπτική αυτή, ο Ρετζ σημειώνει ότι τα κινήματα στα οποία πήρε μέρος είχαν μια πλευρά που τον ξεπερνούσε, όπως και τους άλλους πρωτεργάτες, γιατί αποτελούσαν σχεδόν επαναστάσεις στο μέτρο που υποστηρίζονταν από ένα σοβαρό κοινωνικό κίνημα. Μια επανάσταση, σημειώνει ο αριστοκράτης καρδινάλιος, προϋποθέτει ανυπόφορη κατάσταση και, αμέσως στη συνέχεια, «μια χαραμάδα φωτός, την προοπτική μιας αλλαγής». Αυτές ήταν οι αιτίες της ταραχής και όχι οι δολοπλοκίες μιας ομάδας ανθρώπων ή οι ματαιοδοξίες μερικών ατόμων.


Πώς εξηγείται όμως η ανυπόφορη κατάσταση στην οποία είχε οδηγήσει τη χώρα η μοναρχία; Για να απαντήσει στην ερώτηση, ο καρδινάλιος είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει στην ανάλυση του καθεστώτος, έτσι όπως το έβλεπε και το ζούσε στο εσωτερικό του. Ισως στο σημείο αυτό τα Απομνημονεύματα αποκτούν το πολιτικό βάρος που αναδεικνύει τη θεωρητική σημασία τους. Στα μάτια του Ρετζ, η μοναρχία δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση τη σαφή και αρμονική κατασκευή που φαντάζονταν οι σύγχρονοί του και προπαγάνδιζαν οι θιασώτες της απόλυτης κυριαρχίας του μονάρχη. Ο καρδινάλιος γνώριζε ότι το μοναρχικό καθεστώς στηριζόταν «σε κάτι το μυστηριώδες, στη θρησκευτική και ιερή σιωπή που περιέβαλλε τη βασιλική ισχύ και τα όριά της». Από τη στιγμή όμως που η «κοινή γνώμη», δηλαδή η γνώμη του κοινού, καθημερινού υπηκόου, αφυπνισμένη και καχύποπτη τόλμησε να στρέψει την περιέργειά της στο εσωτερικό του ιερού, κλονίστηκαν τα θεμέλια της πολιτικής τάξης στο σύνολό της.


Στα μάτια των θεωρητικών της εποχής του Ρετζ, η πολιτική συνίσταται στην αυστηρή εφαρμογή μιας προϋπολογισμένης τακτικής: ένα σχέδιο, που πρέπει να παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό – top secret, θα λέγαμε σήμερα, η εξασφάλιση των μέσων για την πραγμάτωση και η εκτέλεσή του. Ο καρδινάλιος αποσυνθέτει αυτή την καλοστημένη μηχανή, δείχνοντας ότι ο ορθολογισμός στον οποίον επιχειρεί να θεμελιωθεί είναι ταυτοχρόνως σαθρός, εκβιαστικός και αναγκαίος, ακριβώς γιατί στο κέντρο της δημόσιας αρχής επικρατεί η αναρχία. Τα Απομνημονεύματα καταγράφουν με ανατομική ακρίβεια τη συχνή αστάθεια και αβεβαιότητα των υπευθύνων, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν κρίσιμες περιστάσεις. Το ασήμαντο πολλές φορές γεγονός που βαραίνει στην τελική κρίση τους, η οποία, εκ των υστέρων, πρέπει οπωσδήποτε να πάρει τη μορφή καλοζυγισμένης απόφασης. Τέλος, σημειώνει ο Ρετζ, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου «όλοι οι κουτοί τρελαίνονται, ενώ οι μυαλωμένοι δεν μπορούν πάντοτε να σκεφθούν, να μιλήσουν και να πράξουν ως σώφρονες».


Διαβάζοντας τα Απομνημονεύματα του Ρετζ με την προσοχή που τους αξίζει, ίσως δεν ήταν φρόνιμο να περιορίσουμε στη μοναρχία τις παρατηρήσεις του καρδιναλίου για την πολιτική και τους εργάτες της, λες και, όπως έγραψε ο Μακιαβέλι, «ο ουρανός, ο ήλιος, τα στοιχεία και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει τάξη, κίνηση και δύναμη και έγιναν διαφορετικά από αυτό που ήταν άλλοτε».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.