ΕΚΘΑΜΒΟΙ έμειναν οι αυλικοί του Ξέρξη – που είχε εισβάλει στην Ελλάδα με τα φουσάτα του, το 480 π.X. – όταν έμαθαν πως οι Ελληνες τελούσαν στην Ολυμπία αθλητικούς αγώνες και πως το μοναδικό έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα κλαδί ελιάς. Και ένας απ’ αυτούς, ο Τριτανταίχμης, είπε στον αρχιστράτηγό του: «Αλίμονο, Μαρδόνιε, με τι άντρες μας έφερες να πολεμήσουμε, που δεν αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή!» («Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οί ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιεύνται αλλά περί αρετής»1).


Αναφέρω τη γνωστή αυτή αναφώνηση όχι για να τονίσω το πασίγνωστο – πως, σε αντίθεση με τους αρχαίους, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες έχουν εξελιχθεί σε τεράστιες εμπορικές επιχειρήσεις – αλλά επειδή, καθώς φαίνεται, κάποιοι κυβερνητικοί «αρμόδιοι» θυμήθηκαν τον Τριτανταίχμη και θέλησαν να μιμηθούν τους «προγόνους» μας σε αρετή. Αλλά πώς; Μαντρώνοντας, σε μια παλιά αμερικανική βάση, εκατοντάδες «αμαρτωλούς» – άστεγους, ζητιάνους, τοξικομανείς, λαθρομετανάστες και όποιους άλλους «προσβάλλουν» την αισθητική, το ήθος, την ηθική, την καθαρότητα της αιώνιας πόλης μας…


ΕΔΩ, βέβαια, τα μπέρδεψαν λίγο: ξαστόχησαν ή αγνόησαν πως αυτό το κατ’ εξοχήν ζητούμενο απ’ τους Ελληνες – η αρετή – είχε την έννοια της αριστείας, της αξιότητας, της τελειότητας σε όποιον τομέα υπηρετούσε ο καθένας – πολιτικό, πνευματικό, κοινωνικό, στρατιωτικό, αθλητικό. Ξαστόχησαν, ιδιαίτερα, πως καίρια στοιχεία της αρετής ήταν (είναι) η αλήθεια, η ειλικρίνεια, η τόλμη, η παρρησία, η ανθρωπιά. Και όχι, βέβαια, η απόκρυψη, η συγκάλυψη, η αποσιώπηση «αμαρτιών», ελλείψεων, ελαττωμάτων. Αλλά, αντίθετα, η σύντονη προσπάθεια για διόρθωση και θεραπεία τους.


ΟΙ ημέτεροι «καλλωπιστές», όμως, ζήλωσαν τη δόξα του ρώσου στρατάρχη και αρχιευνοουμένου της Αικατερίνης B’ (της «Μεγάλης») Ποτέμκιν, του αποκαλούμενου «ρώσου Αλκιβιάδη», που οργάνωσε περίλαμπρη περιοδεία της τσαρίνας στις νεοκατακτημένες από εκείνον περιοχές. Και για να της δείξει πόσο ειδυλλιακή ήταν τάχα η κατάσταση σ’ αυτές, έβαλε κι έφτιαξαν σε όλη τη διαδρομή «θεατρικά σκηνικά» που παράσταιναν εύπορα και πρόσχαρα χωριά, μασκάρεψε τους στρατιώτες του σε καλοζωισμένους αγρότες και – παρεμπιπτόντως – οργάνωσε τάγμα Ελληνίδων αμαζόνων της Κριμαίας (!), που έγινε η ιδιαίτερη φρουρά της αυτοκράτειρας – προτρέχοντας έτσι της γυναικείας σωματοφυλακής του Καντάφι…


H ΕΠΙΝΟΙΑ του Ποτέμκιν ήταν, βέβαια, μια ανώδυνη «απάτη», που το μόνο «θύμα» της στάθηκε η μακάρια τσαρίνα. Αλλά η επίνοια των δικών μας «ευπρεπιστών» είναι βαρύτατα επώδυνη: τόσο για τους «παρίες» που επιχειρεί να τους συγκαλύψει φυλακίζοντάς τους, όσο και για τον πολιτισμό μας που καταχωνιάζει σε κρυψώνες ομάδες «περιθωριακών», για να κουκουλώσει κάποιες απ’ τις πολυάριθμες «πληγές» της κοινωνίας μας – οι οποίες, άλλωστε, δεν λείπουν από καμιά μεγαλούπολη ή μικρόπολη.


Αντί να προσπαθήσουμε να επουλώσουμε, να γιατρέψουμε τις πληγές αυτές, αγρεύουμε με καουμπόικο λάσο τους φορείς τους και τους καταδικάζουμε σε απομόνωση, άγνωστης διάρκειας και συνεπειών. H «αρετή» μας, η «καλαισθησία» μας σκαρώνει ένα αριστοτέχνημα υποκρισίας, ταρτουφισμού, απανθρωπιάς – και εμπαιγμού των επισκεπτών μας… Αν οι Ολυμπιακοί 2004 έχουν προκαλέσει μέγα έλλειμμα στον κρατικό μας προϋπολογισμό, το «καμουφλάρισμα» των απόκληρων αποτελεί ένα ισάξιο έλλειμμα πραγματικής «αρετής» που ήταν το βάθρο των αρχαίων αγώνων, και ένα κραυγαλέο κρούσμα αναξιοπρέπειας και φαρισαϊσμού.


ΟΤΑΝ οι πολεμικές και πολιτικές τύχες αφαιρούσαν από τους Ηλείους, πότε-πότε, την κυριαρχία τους στην Ολυμπία, και οι Ολυμπιακοί αγώνες οργανώνονταν από άλλους (Πισάτες, Αργείους), οι Ηλείοι αρνιούνταν ν’ αναγνωρίσουν τη γνησιότητα των αγώνων αυτών και τους ονόμαζαν «ανολυμπιάδες»2. Μήπως, σήμερα, και εξαιτίας της εγκυμονούμενης τραγικής φάρσας, κινδυνεύουμε να στιγματισθεί με το ίδιο όνομα, «ανολυμπιάς», και το «Αθήνα 2004»;


Πολύ περισσότερο αφού, κατά την εκεχειρία που κηρυσσόταν τότε στη διάρκεια των αγώνων, όχι μόνο σταματούσαν οι πόλεμοι αλλά και αναστέλλονταν οι θανατικές εκτελέσεις. Εμείς, τώρα, κάνουμε εκκλήσεις για εκεχειρία των απανταχού πολέμων, αλλά εδώ εκτελούμε καθείρξεις…


………………………….


1. Ηρόδοτος, H, 26. Για την ακρίβεια: ως την Εβδομη Ολυμπιάδα (752 π.X.), οι αγώνες ήταν «χρηματίται», δηλ. οι νικητές έπαιρναν ένα χρηματικό έπαθλο. Από τότε κι έπειτα, όμως, έγιναν «στεφανίται» – το έπαθλο ήταν ένα απλό στεφάνι από κλαδί ελιάς. Ας θυμίσω, ακόμα, πως οι Ολυμπιακοί αγώνες κράτησαν πάνω από δέκα αιώνες και καταργήθηκαν το 393 μ.X. με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του A’, που επονομάστηκε «μέγας» επειδή επέβαλε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού κράτους (380). Για ν’ αποδείξει, μάλιστα, τη χριστιανικότητά του, δέκα χρόνια μετά, και εξαιτίας μιας εξέγερσης των Θεσσαλονικέων, κατέσφαξε 15.000 ανυποψίαστους πολίτες, που είχαν συναχτεί στον ιππόδρομο για να παρακολουθήσουν τα αγωνίσματα! – 2. Την 8η (748), την 34η (644), την 104 (364).