Αναλογιζόμενοι τις κίτρινες κάρτες που συχνά – πυκνά έδειχνε στη χώρα μας η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), πολλοί αμφιβάλλαμε αν τελικά τα ολυμπιακά έργα θα είναι έτοιμα για την τέλεση των Αγώνων και αν θα πληρούν τις υψηλότατες προδιαγραφές για τις οποίες είχαμε δεσμευθεί. Πέραν του γεγονότος ότι έχουμε μικρή κλίμακα για να αναλαμβάνουμε τολμήματα τόσο μεγάλου οργανωτικού, εκτελεστικού και χρηματοδοτικού επιπέδου, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχαν πλείστοι όσοι εγγενείς λόγοι που εύλογα τροφοδοτούσαν τους φόβους μας. Ενας λόγος, για παράδειγμα, ήταν η παράδοση κακής ποιότητας των δημοσίων έργων που συνόδευε τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ενας άλλος λόγος ήταν ότι τα ολυμπιακά έργα ανατέθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ πλείστα όσα καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο, λόγω των προσφυγών στη δικαιοσύνη που αντιμετώπισε η υλοποίησή τους. Και ακόμη ένας τρίτος λόγος ήταν ότι παράλληλα με τα ολυμπιακά έργα έτρεχε η κατασκευή τεράστιων δημόσιων υποδομών, οι οποίες αποτελούσαν άπιαστο όνειρο για πολλές δεκαετίες.


Εν τούτοις, με το μετρό της Αθήνας και το νέο αεροδρόμιο σε πλήρη λειτουργία· με την Αττική οδό να διευκολύνει καθημερινά την κίνηση δεκάδων χιλιάδων αυτοκινήτων από το ένα άκρο του Λεκανοπεδίου μέχρι το άλλο· με τη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου να δεσπόζει επιβλητικά στον Πατραϊκό κόλπο· και, τέλος, με την παράδοση του ενός ολυμπιακού έργου μετά το άλλο, και μάλιστα σε ποιότητες που ξεπερνούν τις προσδοκίες όλων των ενδιαφερομένων, η κοινή γνώμη εδώ και στο εξωτερικό άρχισε να βλέπει αποτελέσματα και να πείθεται ότι οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις θα είναι πανέτοιμες κατά την προκαθορισμένη ημερομηνία έναρξης των Αγώνων. Γι’ αυτό σήμερα αρμόζει να απευθύνω δημόσια έναν θερμό έπαινο στις ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις και στους εργαζομένους τους για τον άθλο που έχουν επιτελέσει. Με τέτοιο προηγούμενο είμαι βέβαιος ότι η ανάπτυξή τους μπορεί να συνεχιστεί και στη μετα-ολυμπιακή εποχή για τους ακόλουθους λόγους:


Πρώτον, γιατί έδειξαν ότι διαθέτουν τη διοικητική, την οργανωτική και την τεχνική ικανότητα να κατασκευάσουν έργα κολοσσιαίων διαστάσεων κάτω από την αμείλικτη πίεση του χρόνου παράδοσης και αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.


Δεύτερον, γιατί ξανακέρδισαν τη χαμένη αξιοπιστία τους στο ποιοτικό επίπεδο, αφού τα έργα που παραδίδουν πληρούν τις προδιαγραφές και ξεπερνούν τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων φορέων και της κοινής γνώμης. Και, τέλος,


Τρίτον, γιατί απέδειξαν ότι η ποιότητα των δημοσίων έργων που κατασκευάζουν για το ελληνικό Δημόσιο συναρτάται περισσότερο με τις διαδικασίες της ανάθεσης και της παραλαβής τους και όχι με την ικανότητα των κατασκευαστικών εταιρειών να κατασκευάσουν άρτια τα δημόσια έργα που τους ανατίθενται.


Εν κατακλείδι, οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες με τους εργαζομένους τους ανταποκρίθηκαν πλήρως στην πρόκληση των μεγάλων ολυμπιακών έργων, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί περί του αντιθέτου από διεθνείς κυρίως φορείς. Και οπωσδήποτε δεν ευθύνονται αν το κόστος των έργων υπερέβη τους προϋπολογισμούς. Γιατί στις επιχειρήσεις είναι γνωστό ότι, αν ο πελάτης για δικούς του λόγους βιάζεται να παραλάβει το έργο που έχει αναθέσει, τα κοστολόγια ανεβαίνουν φυσιολογικά, αφού κάτω από την πίεση που ασκεί η αυξημένη ζήτηση για τις σχετικές εισροές αυξάνονται οι τιμές τους.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.