H αναμονή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας συνεπάγεται, εκτός από την πυρετώδη προετοιμασία των αθλητών, των αθλητικών εγκαταστάσεων και των αστικών υποδομών, μια παράλληλη εκδοτική, ερευνητική και εκθεσιακή δραστηριότητα που συνδέεται με τη μελέτη του αθλητισμού και των Αγώνων. H δραστηριότητα αυτή δεν προέρχεται μόνο από φορείς οι οποίοι σχετίζονται με τον αθλητισμό αλλά διακρίνεται από μεγάλη ευρύτητα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η συγκυρία των Αγώνων προσφέρει την αφορμή για ένα στοχασμό σχετικά με τον ολυμπισμό και το ολυμπιακό κίνημα αλλά και για τη θέση των σπορ στη σύγχρονη κοινωνία, αντικείμενα τα οποία δεν φαίνονταν να απασχολούν ιδιαίτερα την επιστημονική σκέψη στην Ελλάδα.


H συγκυριακή αυτή ενασχόληση με τον αθλητισμό δεν είναι βεβαίως μόνο – ούτε καν κατ’ εξοχήν – επιστημονική. Αντίθετα, εξαιρετικά μεγάλος είναι ο αριθμός των εκλαϊκευτικών δημοσιευμάτων και όσων στηρίζονται σε περιγραφικές προσεγγίσεις με υπεροχή της εικονογράφησης. Δεν θα πρέπει εν τούτοις να παραγνωρίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ελλάδα μια ερευνητική δραστηριότητα για τον αθλητισμό που δεν έχει συγκυριακό χαρακτήρα. Υπάρχει πράγματι μια σχετικά εκτεταμένη έρευνα με νέα τεκμήρια για την ιστορία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και για την ανάπτυξη της φυσικής αγωγής και των σπορ, ένα ενδιαφέρον από την κοινωνιολογία για ζητήματα υποκουλτούρας των φανατικών οπαδών και της βίας στα γήπεδα και, τέλος, ένα ενδιαφέρον εκ μέρους της ανθρωπολογίας για θέματα έμφυλων ταυτοτήτων σε σχέση με τα σπορ, κυρίως το ποδόσφαιρο. Παράλληλα, αρχεία αθλητικών συλλόγων έχουν ταξινομηθεί και έγινε γνωστό το περιεχόμενό τους ενώ και η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή έχει επίσης πλέον ταξινομημένο και ηλεκτρονικά καταγεγραμμένο το αρχείο της. Αρκετά βιβλία από την ξένη βιβλιογραφία εξάλλου μεταφράστηκαν πρόσφατα στα ελληνικά, γεγονός που φανερώνει και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Αξίζει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι κάθε καλοκαίρι στην αρχαία Ολυμπία η Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία διοργανώνει συνέδρια και μεταπτυχιακά σεμινάρια με θέματα σχετικά με τον ολυμπισμό και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου συναντώνται επιστήμονες κάθε ειδικότητας από όλο τον κόσμο.


Οι έρευνες που γίνονται, ωστόσο, λόγω του γλωσσικού φράγματος, σπάνια αγγίζουν το δυτικό κοινό. Πρόκειται για μια παραγωγή που περιορίζεται σε μια μικρή εσωτερική αγορά. Το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής επιστημονικής δραστηριότητας είναι πράγματι η επικοινωνία της με την ξενόγλωσση επιστημονική παραγωγή. Σε ένα μεγάλο βαθμό, η γνώση της αρχαίας και της σύγχρονης Ελλάδας περνάει μέσα από το βλέμμα των «ξένων». Παρ’ όλο που το γεγονός αυτό είναι αναμφίβολα θετικό και εμβολιάζει και την ελληνική σκοπιά με τη συγκριτική προσέγγιση, λόγω κυρίως του γλωσσικού φράγματος, η ξένη βιβλιογραφία αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές ανακρίβειες και παρανοήσεις.


H επικοινωνία ελλήνων και ξένων επιστημόνων γίνεται ευκολότερα και επωφελέστερα μέσω συνεδρίων, όπου ο ζωντανός διάλογος μπορεί να αναπληρώσει τον διάλογο μέσω δημοσιευμάτων. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο εκπλήρωσε το συνέδριο που διοργανώθηκε από το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (IME) στα τέλη Μαΐου στην Αθήνα με θέμα «Αθλητισμός, κοινωνία και ταυτότητα» και όπου συναντήθηκαν επιστήμονες από όλον τον κόσμο (Αμερική, Ευρώπη, ακόμη και Κίνα). Το συνέδριο του IME υπήρξε τόπος συνάντησης των ποικίλων σύγχρονων τάσεων για τη μελέτη του αθλητισμού, των σπορ και των Ολυμπιακών Αγώνων. Μεταξύ των ομιλητών συγκαταλέγονταν μελετητές της αρχαιότητας, πολύ γνωστοί στο ελληνικό κοινό, όπως ο Jean-Pierre Vernant, ο Gregory Nagy, η Eva Cantarella, ο Andrew Stewart, ο Manfred Laemmer, αλλά και του σύγχρονου αθλητισμού, όπως ο Henning Eichberg, ο James-Anthony Mangan, ο James Riordan. Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά σε αυτό το συνέδριο, γιατί δόθηκε η ευκαιρία για έναν διεθνή επιστημονικό διάλογο υψηλού επιπέδου επί ελληνικού εδάφους.


Βασικό χαρακτηριστικό του συνεδρίου υπήρξε η διεπιστημονικότητα. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τη λειτουργία των σπορ ως «συνολικού φαινομένου», που περιλαμβάνει την κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και οικονομική διάσταση. Δεύτερο χαρακτηριστικό υπήρξε η υπέρβαση του δυτικοκεντρισμού. Οι ανακοινώσεις για την Κίνα (Maguire, Vertinsky) αλλά και για τον κομμουνιστικό αθλητισμό (Riordan, Cole) έφεραν στο προσκήνιο, με ερευνητική ματιά, τη βαθιά πολιτισμική αντίθεση Ανατολής και Δύσης. Ταυτόχρονα η διάδραση του παγκόσμιου με το εθνικό και το τοπικό αποτέλεσε βασικό άξονα πολλών ανακοινώσεων. Το στοιχείο αυτό το διαπιστώνουμε και εμείς σήμερα στην ολυμπιακή Αθήνα. Με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων, συντελείται, σε πολιτισμικό επίπεδο, ένας συνεχής επαναπροσδιορισμός των διεθνών, «παγκοσμιοποιημένων» θεσμών, πρακτικών και αναπαραστάσεων μέσα από την επαφή με την εθνική και τοπική κουλτούρα. Σημαντική ήταν, εξάλλου, η παρουσία θεμάτων που σχετίζονται με το κοινωνικό φύλο, αποτυπώνοντας με αυτό τον τρόπο την άνθηση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στον τομέα των σπουδών φύλου.


Το συνέδριο ανέδειξε την ερευνητική ανάγκη της συγχρονικής μελέτης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, όπως έχει γίνει με πολλές άλλες Ολυμπιάδες στο παρελθόν (της Βαρκελώνης, της Σεούλ κ.ά.). H μελέτη αυτή πρέπει να είναι συστηματική, διεπιστημονική και να διερευνήσει πολλά πεδία, από τις εμπειρίες αθλητών και θεατών ως τις αλλαγές του αστικού τοπίου. Ισως όμως εν τέλει γίνει και αυτή, όπως και πολλά άλλα, εκ των υστέρων.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.