H νατοϊκή αστυνομοκρατία, με τα ιπτάμενα ραντάρ σε εικοσιτετράωρη δράση και σε πλήρη αντίθεση προς την ολυμπιακή «εκεχειρία», θα δώσει και στη λογοτεχνία την αφορμή να διαχειρισθεί την «ετερότητα» με ένα νέο πρίσμα; Κατά τις τελευταίες δεκαετίες και στον τόπο μας έχει εκδιπλωθεί, με πολυσχιδή παραγωγή, λογοτεχνική και ευρύτερα καλλιτεχνική, η στροφή προς την «ετερότητα» που ήλθε τόσο κοντά σ’ αυτό που θεωρούνταν «ταυτότητά» μας. Θυμίζω τις διαδοχικές αφηγήσεις του Σωτήρη Δημητρίου, του Περικλή Σφυρίδη και του Δημήτρη Νόλλα, με πρόσφατη τη Φωτεινή μαγική (2000) και με την επεξήγηση του συγγραφέα της ότι η «ξενοφοβία χαρακτηρίζει μικρόνοες και κατσικόμορφους ανθρώπους» (H Καθημερινή, 20.4.2003). Προφανώς η διελκυστίνδα «ταυτού» και «ετέρου», στην καθημερινή της μάλιστα αντιμετώπιση, είναι εξαιρετικά περίπλοκη και απαιτεί πολύκεντρη αφηγηματική απόδοση του όλου πεδίου των εντάσεων.


Πώς προσέρχεται ο Βασίλης Γκουρογιάννης σ’ αυτήν τη θεματική; Εκτός από την αίσθηση της «ετεροτοπίας», που υποβάλλει η απόπειρα αναβίωσης της αρχαίας τραγωδίας στην Αθήνα των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (Ο θίασος των Αθηναίων, 1999), ήδη είχε προηγηθεί η ποιητική σύνθεση της Μήδειας (1995) και κυρίως ο τρόπος που συγκρούσθηκαν – κατά την περίοδο της Κατοχής – μειονότητες, όπως αυτές υπήρχαν πριν από τη συγκρότηση του εθνικού κράτους (Το ασημόχορτο ανθίζει, 1992). Σπεύδω επίσης να υπογραμμίσω, ως κοινό μάλιστα παρονομαστή όλων σχεδόν των έργων του Γκουρογιάννη, τη διάχυση μιας εγγύτητας με την ιστορία, όπως ευδιάκριτα την αποτυπώνουν οι κεντρικοί αφηγηματικοί αρμοί με την αξιοποίηση ακόμη και ιστορικών τεκμηρίων παλαιοτέρων εποχών.


Σε τι συνίσταται η ευρηματικότητα του πρόσφατου βιβλίου του: Βέβηλη πτήση; Στο πρώτο κιόλας μέρος του βιβλίου, το οποίο αποτελεί το ένα τέταρτό του, η κίνηση του αφηγηματικού πεδίου τελείται από «έξω» προς τα «έσω»: μαχητικό αεροσκάφος, χωρίς να γίνει αντιληπτό, εισέρχεται στην Αττική και αφού «ανέπτυξε ταχύτητα αερομαχίας» πέρασε ξυστά από τον Παρθενώνα, δηλαδή από το «τέλειο κτίσμα» και «εκ προθέσεως λάθος» ως προς την «κυμαινόμενη απόκλιση στοίχισης έως και έντεκα χιλιοστά» με αποτέλεσμα οι κίονες να έλθουν να «στοιχίζονται τώρα σε απόλυτη γεωμετρική ευθεία».


H δεύτερη αφόρμηση της αφήγησης, με συμπληρωματική λειτουργία ως προς την πρώτη, αφορά τη «βέβηλη ενέργεια» που εκλαμβάνεται ως μια ακόμη «βαθιά εθνική μαχαιριά», μια και «πονάει και φαγουρίζει με τον καιρό σαν ακρωτηριασμός». Το γεγονός διαδραματίζεται την 20ή Ιουλίου, στο αεροδρόμιο της Αντιμάχειας στην Κω, όταν δυο τουρκικά μπόινγκ «βαμμένα στα χρώματα της Ολυμπιακής Αεροπορίας», τροχιοδρομούν και αποβιβάζουν «σμήνη καταδρομέων» που μετά από τέσσερις μέρες θα αποχωρήσουν, αφού ο «ευρωστρατός εγγυήθηκε την αποχώρησή τους» και μισθωμένα από τον ΟΗΕ αεροσκάφη έφτασαν για να τους οδηγήσουν στη χώρα τους. H «βεβήλωση» ως «κατάργηση» ή «κατάλυση» τόσο της εθνικής κυριαρχίας όσο κυρίως του εθνικού συμβόλου υπονοεί την απόπειρα προσβολής του «ταυτού» από μια βίαιη «ετερότητα». Ειδικότερα, το χτύπημα του Παρθενώνα συνιστά τη διατάραξη του τρόπου απομνημείωσης της σχέσης των Νεοελλήνων με την «Αρχαιότητα» και επομένως της «ταυτοποίησής» τους με την αφετηρία της τρισχιλιετούς ιστορίας του έθνους.


Ισως χρειάζεται να υπομνήσω εδώ τη σημασία που αποδίδει ο Freud στην Ακρόπολη, περιγράφοντας το ταξίδι του στην Αθήνα το 1904 σε ανοιχτή επιστολή που απευθύνει το 1936 στον Romain Rolland. Οταν αγκάλιασε με τη ματιά του το τοπίο τού γεννήθηκε ξαφνικά η «παράδοξη» σκέψη: «Ετσι, ώστε όλα τούτα είναι πραγματικά, όπως μας τα μάθανε στο σχολείο!». Αυτή η «αναμφισβήτητη αίσθηση» τον ωθούσε να «πιστέψει σε κάτι που η πραγματικότητά του ώς τότε του είχε φανεί αμφίβολη» και συνάμα να οικειωθεί μια «έκφραση έξαρσης και γοητείας», σύμφωνα με τη λειτουργία μιας «διπλής συνείδησης».


Εχουμε αναρωτηθεί, επιπλέον, πώς συγκροτήθηκε η «βιογραφία» της Ακρόπολης και μέσω ποιων διαφορετικών «ταυτοτήτων» της φτάσαμε σήμερα, με την «κάθαρσή» της από το τουρκικό τζαμί (το 1843) και το φράγκικο πύργο των Προπυλαίων (το 1874), να χαιρόμαστε ό,τι απέμεινε από τας «περιττάς και ελεεινάς προσθήκας»; Ο Γιάννης Χαμιλάκης προσφέρει τα δεδομένα μιας απάντησης, όπως την προετοίμασε ο Winckelmann με την αξίωση ότι ο «μοναδικός δρόμος για να γίνουμε αμίμητοι είναι η μίμηση των Αρχαίων». Οσο για το αρτισύστατο (νεο)ελληνικό κράτος, η νομισματική του μονάδα υπήρξε ο «φοίνικας», το σύμβολο της «παλιγγενεσίας», δηλαδή της επιστροφής στην «καθαρότητα» του αρχαίου κάλλους.


Σκέφτομαι, με αφορμή πρόσφατο ταξίδι μας, τι θα ήταν για έναν Ισπανό μυθιστοριογράφο μια αντίστοιχη «βέβηλη πτήση» στην Αλάμπρα της Γρανάδας, με μαροκινό μαχητικό αεροσκάφος, δηλαδή σε έναν τόπο που πέρασε δεκαετίες φρανκισμού, με ριζωμένο στα λαϊκά στρώματα τον «στρατευμένο» Καθολικισμό που καθιέρωσε πρακτικές «Ιεράς Εξέτασης» και ενθάρρυνε νομικούς, στα πρώτα χρόνια της ανακάλυψης του «νέου κόσμου», να νομιμοποιήσουν τις αγριότητες των κατακτητών και την κυριαρχία τους στους ιθαγενείς που αντιμετωπίσθηκαν σαν να γεννήθηκαν από τη φύση τους δούλοι…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.