Η πολιτική εργαλειοποίηση των θρησκειών, η επένδυση και η νοηματοδότηση τοπικών και πλανητικών διενέξεων, αντιπαραθέσεων και πολέμων με όρους θρησκευτικούς είναι ζητήματα που κυριαρχούν στις σύγχρονες επιστημονικές και πολιτικές συζητήσεις. Τα ισλαμικά κινήματα ιδιαίτερα προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον αφού εμφανίζονται να μεταφράζουν πολιτικές και κοινωνικές διαφορές στη θρησκευτική ιδιόλεκτο και να αναδεικνύονται σε κατ’ εξοχήν υβριδικές μορφές της σύγχρονης πολιτισμοποίησης του πολιτικού. Στη σχηματική προσέγγιση της κατά Σάμιουελ Χάντικγκτον «σύγκρουσης των πολιτισμών», οι θρησκείες προσεγγίζονται με έναν βαθιά ουσιοκρατικό τρόπο ο οποίος τους αποδίδει μονολιθικό χαρακτήρα και αδιατάρακτη πορεία μέσα στον ιστορικό χρόνο.


H ιστορική εμπειρία όμως αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη και πολύμορφη προβάλλοντας ισχυρές αντιστάσεις, τόσο στις στερεοτυπικές εικόνες των θρησκειών και των θρησκευτικών αντιπαραθέσεων όσο και στις «αιώνιες αλήθειες» για τις θρησκευτικές ταυτότητες και τη διαπλοκή τους με την πολιτική. Είναι γεγονός ότι η αποικιοκρατία, η μετα-αποικιοκρατία και οι μετασχηματισμοί του 20ού αιώνα επηρέασαν καθοριστικά και προσδιόρισαν καταλυτικά τα φαινόμενα που περιγράφονται στην ιστορία ως «θρησκευτικές συγκρούσεις» και «θρησκευτικοί πόλεμοι». Από την άλλη πλευρά, η παγκοσμιοποίηση, οι νέες μορφές κυριαρχίας αλλά και τα αναδυόμενα μορφώματα νεο-αποικιοκρατίας επαναπροσδιορίζουν την πολιτισμική και πολιτική γεωγραφία των θρησκειών. Οχι μόνο το Ισλάμ αλλά και η Ορθοδοξία, ο Καθολικισμός, ο Ινδουισμός ανασημασιοδοτούνται, συνδέονται με πολλούς τρόπους με νέα διακυβεύματα και συναρθρώνονται με νέες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες.


Σε αυτό το πλαίσιο η ιστορική προσέγγιση και η κατανόηση των θρησκευτικών συγκρούσεων του παρελθόντος αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον. H περίοδος άλλωστε από την ύστερη αρχαιότητα ως και τις απαρχές της νεωτερικότητας δικαιολογημένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «η εποχή των θρησκευτικών συγκρούσεων». H ιστορική μελέτη των θρησκειών αναδεικνύει ότι αυτές δεν αποτελούν κλειστά και στεγανά μορφώματα διαχείρισης της μεταφυσικής και επεξεργασίας της θεολογικής σκέψης. Αντιθέτως, αν λάβει κανείς υπόψη τις πολλαπλές εκφάνσεις τους, γίνεται σαφές ότι είναι αναγκαίες η κατανόηση και η μελέτη τους ως διευρυμένων πολιτισμικών συστημάτων που ενσωματώνουν και προσδιορίζουν θεσμοθετημένους λόγους, καθημερινές πρακτικές, συλλογικά βιώματα και πολιτικά αιτήματα.


Οι στρατηγικές αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού που ενεργοποιούν διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες και ομάδες, οι διαδικασίες οι οποίες προσδιορίζουν τις θρησκευτικές συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις, οι μηχανισμοί των διώξεων και των στιγματισμών, οι τεχνολογίες του αποκλεισμού προκαλούν και κινητοποιούν την ιστορική έρευνα. Κεντρική θέση δε καταλαμβάνουν η διερεύνηση και η κατανόηση των μετασχηματισμών και των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, που σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς άνοιξαν τον δρόμο για την μετατόπιση από την ανοχή στη μισαλλοδοξία και από τη συνύπαρξη στην ανοιχτή εχθρότητα και αντιπαράθεση. H τελευταία δεν αφορά αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων αλλά και σε αυτές μεταξύ κυρίαρχων και μη ομάδων, πλειοψηφιών και μειοψηφιών στο πλαίσιο της ίδιας θρησκείας ή θρησκευτικής κοινότητας. H διερεύνηση αυτών των μετακινήσεων και μετατοπίσεων αφορά κατ’ ανάγκην σειρά ζητημάτων που περιλαμβάνουν τόσο την πολεμική και την προπαγάνδα όσο και τον ανοιχτά διακηρυγμένο πόλεμο.


Σε ό,τι αφορά τη μελέτη των θρησκειών και της θρησκευτικότητας, η περίοδος από την ύστερη αρχαιότητα ως και το τέλος του 18ου αιώνα έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την ιστορική έρευνα όσο και για τη βαθύτερη κατανόηση της σύγχρονης μας πραγματικότητας. H διάδοση, η σταδιακή αποκρυστάλλωση και η εδραίωση των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών που κυριαρχούν στο σύγχρονο κόσμο επετεύχθη σε αυτή τη μακρά ιστορική περίοδο ενώ προσδιόρισε και εξακολουθεί να προσδιορίζει αντιλήψεις και εικόνες του «εαυτού» και του «άλλου» σε πολλές κοινωνίες. H πορεία και οι ποικίλοι μετασχηματισμοί αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας απαιτεί πολλαπλές προσεγγίσεις. H ιστορικοποίηση και η συγκριτική μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου απασχόλησε έλληνες και ξένους μελετητές και ειδικούς της ύστερης αρχαιότητας, της μεσαιωνικής Δύσης και του Βυζαντίου, των δυτικών και των οθωμανικών κτήσεων και της πρώιμης ευρωπαϊκής ιστορίας, που συναντήθηκαν στο διεθνές συνέδριο το οποίο διοργάνωσε το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στον Βόλο και το οποίο ολοκληρώνεται σήμερα.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.