Τον τελευταίο καιρό η κυρία υπουργός Παιδείας συχνά επαναλαμβάνει τη διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να αναγνωρίσει τα πτυχία των ιδιωτικών κολεγίων τα οποία λειτουργούν ως Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Μάλιστα, ίσως εξορκίζοντας την εγκατάσταση εδώ της London School of Economics, δεν κουράζεται να τονίζει ότι το ίδιο ισχύει και για όσα από αυτά αποτελούν παραρτήματα επώνυμων πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Βάσει της φιλελεύθερης ιδεολογίας από την οποία εμφορείται, το αναμενόμενο θα ήταν να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που δημιούργησαν οι θαρραλέες τοποθετήσεις επί του θέματος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να προχωρήσει σε μια ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως προτίμησε να εμμείνει σε μια πολιτική η οποία είναι καταδικασμένη για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί αργότερα ή γρηγορότερα θα αναγκαστούμε να συμμορφωθούμε προς τις προβλέψεις της Συνθήκης της Ρώμης, οι οποίες στηρίζουν την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεύτερον, γιατί αντιφάσκει με τις σχετικές δεσμεύσεις που πηγάζουν από το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Και, τρίτον, γιατί τα επιχειρήματα που επικαλείται για να δικαιολογήσει την επιβολή κρατικών ελέγχων στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν υποσκάπτουν τη βελτίωση στο επιχειρηματικό κλίμα που επιδιώκει η κυβέρνηση. Ετσι για άλλη μία φορά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο φόβος των ιδιωτικών AEI αποτελεί μια ψύχωση, η οποία είναι αδύνατο να εξηγηθεί με αναφορά σε λογικά επιχειρήματα.


Προς επιβεβαίωση αυτής της άποψης έστω τρία παραδείγματα: Ολοι, ειδικοί και μη, δέχονται ότι η περίοδος κατά την οποία σχηματίζουμε τον χαρακτήρα, τους καλούς τρόπους και τις κοινωνικές αξίες που μας συνοδεύουν στην υπόλοιπη ζωή μας είναι τα χρόνια ως την εφηβεία. Αν υπάρχει λοιπόν κάποιος φόβος μήπως η αποκαλούμενη «εμπορευματοποίηση» της παιδείας αλλοιώσει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του καλού και αγαθού πολίτη, αυτός βρίσκεται στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση. Συνεπώς, αν το το κράτος ήταν παντελώς δικαιολογημένο να κρατήσει αποκλειστικά δικαιώματα, θα έπρεπε να αφορούν τα συγκεκριμένα στάδια της εκπαίδευσης. Εν τούτοις, σε αυτά επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, κάτω βέβαια από κάποιες προϋποθέσεις.


Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την ποιότητα της εκπαίδευσης η οποία παρέχεται από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση. Οπως θα αναμενόταν από την οικονομική ανάλυση, εκεί έχουν διαμορφωθεί ποιότητες εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες αντιστοιχούν στις προτιμήσεις και στις δυνατότητες των πολιτών που τις αγοράζουν. Για μερικά μάλιστα εκπαιδευτήρια η ποιότητά τους θεωρείται τόσο υψηλή ώστε οι πολιτικοί με περισσή υποκρισία διαγκωνίζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν θέσεις για τα παιδιά τους. Κανονικά λοιπόν το κράτος θα πρέπει να επιδοτεί την «εμπορευματοποίηση» στην παιδεία γιατί μέσω αυτής θα ανέλθει γενικά η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.


Τελευταίο είναι το παράδειγμα των χωρών όπου λειτουργούν ιδιωτικά AEI. Στην Αμερική, στην Αγγλία, στη Σουηδία και σε πλείστες όσες άλλες χώρες ένα μεγάλο ποσοστό νέων φοιτούν σε αμιγώς ιδιωτικά η και επιδοτούμενα AEI. Εκεί η «εμπορευματοποίηση» έχει συμβάλει θετικά αφού προτιμούνται από πολλά ελληνόπουλα για ανώτατες σπουδές και αναγνωρίζουμε τους τίτλους που παρέχουν ως ισότιμους με τους αντίστοιχους ελληνικούς. Μήπως λοιπόν ο κ. Πρωθυπουργός πρέπει να παρέμβει;


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.