Ενα από τα πλέον εμφανή, ωστόσο συχνότερα επαναλαμβανόμενα, λάθη της λογοτεχνικής κριτικής μας είναι ο χαρακτηρισμός του K.Θ. Δημαρά ως συγγραφέα της γενιάς του ’30. Αποτέλεσμα μιας μηχανιστικής αντίληψης για την έννοια της λογοτεχνικής γενιάς (της άποψης που ταυτίζει τη λογοτεχνική γενιά με τη βιολογική γενιά), μιας πολυδημοσιευμένης φωτογραφίας (στην οποία ο Δημαράς συνεμφανίζεται με συγγραφείς της γενιάς του ’30) και πλημμελούς γνώσης (ή ανάγνωσης), αν όχι άγνοιας, του έργου του Δημαρά, ο χαρακτηρισμός αυτός επαναλαμβάνεται αδιαλείπτως, και μάλιστα με αύξουσα ένταση. Παραθέτω διατυπώσεις του από κείμενα κριτικών τριών διαφορετικών γενεών:


«Ο αφορισμός του K.Θ. Δημαρά ότι ο Καρυωτάκης δεν ήταν καν ποιητής αποσκοπούσε στο να αναχαιτίσει την επίδραση του Καρυωτάκη στους νεότερους και να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της δικής του ποιητικής γενιάς [της γενιάς του ’30]» (1986)· «Ας μου επιτραπεί να τονίσω τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε ο Δημαράς μέσα στη «γενιά» του ’30» (2001)· «Με την Ιστορία του Δημαρά ολοκληρώνεται η σημαντικότερη στρατηγική της γενιάς του ’30: η προσπάθειά της να οικειοποιηθεί την παράδοση και η φιλοδοξία της να «ξαναγράψει την ιστορία» με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολύνει την πρόσληψη και την αποδοχή του δικού της έργου. […] Από μια απλή αντιβολή του τρόπου με τον οποίο η Ιστορία του Δημαρά πραγματευόταν τον Ερωτόκριτο, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, το έργο του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού και του Καβάφη με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις του Σεφέρη στις Δοκιμές, εύκολα διακρίνει κανείς την καταπληκτική ομοιότητα των απόψεών τους» (2002).


* Διαφορές, όχι ομοιότητες


Παρέθεσα εκτενέστερο χωρίο από τον νεότερο κριτικό (το οποίο ανήκει σε βιβλίο προερχόμενο από προσφάτως υποστηριχθείσα διδακτορική διατριβή), γιατί ο σχολιασμός του θα έδειχνε ότι η χοντρική ως το 2002 απεικόνιση του Δημαρά ως συγγραφέα της γενιάς του ’30 έχει παγιωθεί τόσο ώστε να μη διστάζει να επεκτείνεται και σε υποτιθεμένως αυτονόητα αποδεικτικές λεπτομέρειες. Λέω υποτιθεμένως, γιατί η απλή αντιβολή των απόψεων που διατυπώνει ο Σεφέρης στις Δοκιμές για τους παραπάνω συγγραφείς με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημαρά δείχνει όχι «καταπληκτική ομοιότητα» αλλά αντιθέσεις ή αισθητές διαφορές: άλλα πράγματα ενδιαφέρουν στον Ερωτόκριτο τον Σεφέρη (ο μηχανισμός της ποιητικής λειτουργίας του), άλλα τον Δημαρά (η ελληνικότητά του)· την αποσπασματικότητα της έκφρασης του Κάλβου και τις «θλιβερές διαλείψεις» και πτώσεις της έντασής της παρατηρεί ο Σεφέρης, τη «δίχως οχληρές πτώσεις και αδιάκοπη έντασή» της ο Δημαράς· «δραματικό» ποιητή χαρακτηρίζει τον Καβάφη ο Σεφέρης, «λυρικό» ο Δημαράς. Ο εκφραστικός αγώνας του Σολωμού, στον οποίο επικεντρώνεται η προσοχή του Σεφέρη, δεν ελκύει το ενδιαφέρον του Δημαρά, ο οποίος κοιτάζει τον Παλαμά και τον Σικελιανό από σκοπιά επίσης διαφορετική από τη σεφερική: στον πρώτο μελετά την ποιητική εξιστόρηση μιας προσωπικής περιπέτειας εν μέσω της αστικής καμπής της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ο Σεφέρης προσδιορίζει τη σημασία της παλαμικής ποίησης για τη λύση του μακραίωνου ελληνικού γλωσσικού δράματος· στον δεύτερο σχολιάζει τα χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνοτροπίας του, ενώ ο Σεφέρης εστιάζεται στη σχέση του Σικελιανού με την ελληνική παράδοση. Ως προς τον Μακρυγιάννη η ομοιότητα των απόψεων του Δημαρά με εκείνες του Σεφέρη δεν είναι μεγαλύτερη από την ομοιότητά τους με τις απόψεις που διατύπωσε παλαιότερα ο Βλαχογιάννης.


* Περιθωριακό ενδιαφέρον


Εκείνο που ορίζει ιστορικά την εμφάνιση μιας λογοτεχνικής γενιάς δεν είναι μόνο η ίδια, πάνω-κάτω, ηλικία των μελών της αλλά και κυρίως οι κοινές, διαφοροποιούμενες από εκείνες της προηγούμενης γενιάς, αισθητικές αντιλήψεις τους. Για να μπορούμε να πούμε ότι έπαιξε «κεντρικό ρόλο» στη λειτουργία και στην καθιέρωση μιας γενιάς ένας κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας θα πρέπει να έχει ασχοληθεί ουσιωδώς και συνομολογητικά με το έργο αυτής της γενιάς: να έχει γράψει ικανό αριθμό κειμένων που να συμβάλουν στην κατανόηση των κατευθύνσεών της προωθώντας τες και να της έχει δώσει στην Ιστορία του την αρμόζουσα θέση. Ο Δημαράς δεν έπραξε τίποτε από αυτά για τη γενιά του ’30, όχι μόνο γιατί η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία των ομηλίκων του ήταν έξω από τα σοβαρά του ενδιαφέροντα, αλλά και γιατί οι λογοτεχνικές αντιλήψεις του δεν ήταν ομόλογες με τις αντιλήψεις αυτής της γενιάς.


Αρκεί μια απλή ανάγνωση της Εργογραφίας K. Θ. Δημαρά που εκπόνησε ο αείμνηστος Φίλιππος Ηλιού για να αντιληφθεί κανείς ότι το ενδιαφέρον του Δημαρά για τη γενιά του ’30 ήταν περιθωριακό. Από τα 260 λήμματα που περιέχει (τα γραμμένα σε διάστημα 65 ετών) τα αναφερόμενα σε συγγραφείς της γενιάς του ’30 δεν ξεπερνούν τα 50, όλα σύντομα κείμενα (τα 43 επιφυλλίδες του «Βήματος»). Τα μισά από αυτά έχουν ως θέμα τους τον Σεφέρη και συμποσούμενα δεν θα υπερέβαιναν τις 80 σελίδες (μέσα στις οποίες ανακυκλώνεται, σε σημαντικό βαθμό, το ίδιο υλικό). Οι υπόλοιποι ποιητές της γενιάς του ’30 δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Δημαρά (έγραψε μόνο μία επιφυλλίδα για τον Σαραντάρη), ενώ από τους πεζογράφους της τον απασχόλησαν, δι’ ολίγων, ο Θεοτοκάς και ο Μπεράτης και ελάχιστα ο Πετσάλης (δύο επιφυλλίδες) και η Νάκου (μία επιφυλλίδα).


Σε σύγκριση με αυτά οι συγκεντρωμένες σε βιβλία μελέτες και τα συντομότερα κείμενα του Δημαρά για τον Παλαμά (1947) και τον Καβάφη (1992), αλλά και τα υπόλοιπα πολυάριθμα κείμενά του για λογοτέχνες παλαιότερων εποχών, αποδεικνύονται (μαζί με την Ιστορία του) κύρια ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, κύρια όχι μόνο ποσοτικά αλλά και με την έννοια της αισθητικής κατανόησης. Παραβάλλοντας κανείς τις περί λογοτεχνίας πεποιθήσεις που περιέχονται στα κείμενα αυτά, καθώς και στο Δοκίμιο για την ποίηση (στο θεωρητικό του βιβλίο, 1943), με εκείνες των Δοκιμών του Σεφέρη και των Ανοιχτών χαρτιών του Ελύτη, βλέπει πόσο αμήχανα αισθανόταν ο Δημαράς προς τις μοντερνιστικές αναζητήσεις της γενιάς του ’30. H δεκτικότητά του ανοιγόταν ως την ποιητική του ύστερου συμβολισμού, πράγμα που δεν τον ενθάρρυνε να αναπτύξει μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τα κινήματα που έρχονταν να ανατρέψουν την καθιερωμένη τεχνοτροπία.


* Συγγραφέας άλλης γενιάς


Ο Δημαράς γνώριζε ότι εκείνα που τον συνέδεαν με τη γενιά του ’30 ήταν λιγότερα από εκείνα που τον χώριζαν. Οτι δεν αισθανόταν πως ανήκει στη λογοτεχνική γενιά την εκκόλαψη της οποίας ανήγγειλε ο Θεοτοκάς με το Ελεύθερο πνεύμα (1929) το δηλώνει το 1930. Κρίνοντας το βιβλίο του Δ. Βεζανή Ο Παλαμάς φιλόσοφος ο Δημαράς ομολογεί την οφειλή της ήδη διαμορφωμένης γενιάς του, της «γενιάς» του ’20, στο παλαμικό έργο: «H ιδική μας γενεά, εις τα χρόνια της αναπτύξεώς της, ανέπνευσε και εζυμώθη τόσον πολύ με το έργον του Παλαμά ώστε ουδεμία κατηγορία κατά της μορφής των ποιημάτων του να μας ευρίσκη ευμενείς: Εποτίσθημεν από την έμπνευσίν του, εζήσαμεν τον ρυθμόν των στίχων του, ενεκολπώθημεν τους φραστικούς του τρόπους» (περ. Πειθαρχία, 16.11.1930). Αλλά και 43 χρόνια αργότερα, το 1973, γράφοντας την εισαγωγή στην επανέκδοση του Ελεύθερου πνεύματος, στις τέσσερις φορές που αναφέρεται στη γενιά του ’30 ο Δημαράς μιλάει γι’ αυτήν αποστασιοποιημένα, σε τρίτο πρόσωπο, όπως κάποιος που αισθάνεται ότι δεν ανήκει σε αυτήν (γράφει: «H γενιά του Θεοτοκά…», «μέσα στη χορεία της γενιάς του ο Θεοτοκάς…»). Το 1982 σε μια συνέντευξή του στο Διαβάζω, παρά το γεγονός ότι ο ερωτών τον συμπεριλαμβάνει στα μέλη της γενιάς («Είναι καθιερωμένο πλέον να αναφέρεστε μέσα στα πρόσωπα που απαρτίζουν τη γενιά του ’30. Πώς βλέπετε τον εαυτό σας σε σχέση με τη γενιά αυτή;»), ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας απαντά εξίσου αποστασιοποιημένα δηλώνοντας την έλλειψη ενδιαφέροντός του γι’ αυτήν: «Αν με ρωτούσατε, μέσα στην ιστορία πια, τι θα βλέπαμε για τη γενιά του ’30, δεν με έχει απασχολήσει πολύ το θέμα». H συνέντευξη δείχνει ακόμη ότι η αμηχανία του απέναντι στη γενιά του ’30 συνεχίζεται, αφού ως μέλη της αναφέρει μόνο τον Θεοτοκά, τον Τερζάκη και τον Σεφέρη, ενώ σε μιαν άλλη συνέντευξή του (περ. Σύγχρονα Θέματα, 1989) θα προσθέσει ότι «ο Ελύτης και ο Ρίτσος» προφανώς και ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος «δεν ήταν η γενιά του ’30». Σε αυτή τη συνέντευξη, όταν επαναφύεται το θέμα των διασυνδέσεών του με τη γενιά, ο Δημαράς θα δεχθεί απρόθυμα ότι είχε κάποτε κάποια σχέση με αυτήν: «Εξακολουθούν να μου μιλάνε για τη γενιά του ’30. Και δυσφορώ. Σκέπτομαι ποιοι είναι η γενεά του ’30, δεν έχω καμία σχέση πλέον μαζί τους. Είχα».


* Στο λίμπο της Ιστορίας


Αλλά η εναργέστερη απόδειξη ότι ο Δημαράς δεν συμμετείχε στις επιδιώξεις της γενιάς του ’30 είναι το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν την περιέλαβε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έργο σπουδαίο κατά τα άλλα, περιορίζοντάς την στο λίμπο ενός ισχνότατου (και ελλιπώς ενημερούμενου) «Επίμετρου» και κρατώντας την εκεί επίμονα ως το τέλος της πλήρους ημερών ζωής του με το επιχείρημα ότι «οι εκδηλώσεις της δεν έχουν ακόμη πάρει στο σύνολο σταθερή υπόσταση μέσα στην ιστορία» και παραμένουν «ρευστό υλικό». Από τις 626 σελίδες της τελευταίας της (μεταθανάτιας) έκδοσης (2000), που είχε έτοιμη ο Δημαράς και η οποία 60 χρόνια μετά την εμφάνιση της γενιάς του ’30 τελειώνει (όπως άλλωστε και η πρώτη της έκδοση: 1948-49) με τον Καβάφη, μόνο 15 παραχωρούνται στη γενιά του ’30 (από αυτές μόνο επτά αναφέρονται στους ποιητές της, ενώ στον Παλαμά αφιερώνονται 20 σελίδες). Ολα αυτά μάλλον αδικούν τη γενιά του ’30 παρά αποσκοπούν «στην ολοκλήρωση της σημαντικότερης στρατηγικής της» και «στην εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας της».


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.