Το άρθρο μου με τον ίδιο τίτλο στο «Βήμα» της 25/4/2004 έγινε αφορμή να διαπιστωθεί ότι τα ερευνητικά κέντρα των πανεπιστημίων αντιμετωπίζουν ένα πολύ γενικότερο και πολύ σοβαρότερο πρόβλημα με το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το πρόβλημα αυτό είναι το εξής. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, εδάφιο ιγ’, της Κοινής Υπουργικής Απόφασης 879/96, τα μέλη της Επιτροπής Ερευνών ασκούν εποπτεία στο έργο της Γραμματείας και με τη συμμετοχή τους στις αποφάσεις ενεργούν ως διατάκτες. Εν τούτοις, αγνοώντας τη σαφήνεια με την οποία έχει διατυπωθεί η ανωτέρω διάταξη, το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί τα μέλη των Επιτροπών Ερευνών ως υπολόγους, με αποτέλεσμα να τους καταλογίζει ευθύνες τις οποίες ουδείς καθηγητής θα δεχόταν εν γνώσει του, πολύ δε περισσότερο αφού η θητεία στην Επιτροπή Ερευνών θεωρείται ως άμισθη παροχή υπηρεσιών. Κατόπιν τούτου, αν δεν διευθετηθεί το ζήτημα, πολύ σύντομα τα ερευνητικά κέντρα των πανεπιστημίων θα μείνουν ακέφαλα γιατί κανένας καθηγητής δεν θα είναι διατεθειμένος να αναλάβει τις μεγάλες ηθικές και οικονομικές συνέπειες που συνεπάγονται οι αναίτιοι και αδικαιολόγητοι καταλογισμοί.


Ετσι το ερώτημα που προβάλλει είναι τι μπορεί να γίνει ώστε να μην αδρανοποιηθούν οι Επιτροπές Ερευνών. Σε μένα είναι προφανές ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αγνοεί την κοινή υπουργική απόφαση γιατί στο συγκεκριμένο θέμα απαιτεί να γίνει μια ρύθμιση μεγαλύτερης νομοθετικής ισχύος. Αν και δεν είμαι νομικός για να μπορώ να διακρίνω μέχρι πού φθάνουν τα όρια εφαρμογής των υπουργικών αποφάσεων, η άποψή μου είναι ότι, επειδή οι Ερευνητικές Επιτροπές των πανεπιστημίων διαχειρίζονται προϋπολογισμούς πολλών εκατομμυρίων ευρώ, μια ρύθμιση θα ήταν η ανωτέρω διάταξη της κοινής υπουργικής απόφασης, σύμφωνα με την οποία τα μέλη των Ερευνητικών Επιτροπών θεωρούνται διατάκτες, να λάβει τη μορφή νόμου. Τότε οι ελεγκτές του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν θα είχαν κανένα λόγο να μη συμμορφωθούν.


Μια δεύτερη προσέγγιση θα ήταν η ακόλουθη. Σύμφωνα με άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, η οικονομική διαχείριση στα κέντρα ερευνών των πανεπιστημίων βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο ορκωτών λογιστών. Οι τελευταίοι κάνουν ετήσιους ελέγχους και συντάσσουν εκθέσεις με παρατηρήσεις και υποδείξεις για όλες τις πράξεις και τις παραλείψεις των διοικήσεων των ερευνητικών κέντρων. Εν συνεχεία οι εκθέσεις αυτές αποστέλλονται στις συγκλήτους των πανεπιστημίων, στα επί μέρους τμήματα, στο υπουργείο Παιδείας κ.α. προκειμένου, από τη μια μεριά, να εξασφαλίζεται διαφάνεια στη διαχείριση των ερευνητικών πόρων και, από την άλλη, να λαμβάνονται τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα. Σε αυτή τη φάση θα μπορούσε να παρεμβαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο ώστε τα κέντρα ερευνών να συμμορφώνονται τελικά προς τις παρατηρήσεις των ορκωτών λογιστών. Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στις παρατηρήσεις των ορκωτών λογιστών.


Φυσικά δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις μέσω των οποίων να εξασφαλίζεται αποτελεσματικός έλεγχος των πανεπιστημιακών κέντρων ερευνών. Αλλά αν κάτι είναι βέβαιον, αυτό είναι ότι το παρόν καθεστώς δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς σοβαρότατες παρενέργειες στη λειτουργία τους. Γι’ αυτό οι πρυτάνεις διά της συνόδου τους οφείλουν να θέσουν στην κυβέρνηση το ζήτημα που έχει προκύψει και να πιέσουν ώστε να αντιμετωπιστεί το συντομότερο δυνατόν.