Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (18.4.04) περιέγραψα την ως το 1980 πορεία της πρόσληψης του Καρυωτάκη από τη λογοτεχνική κριτική της Αριστεράς: τον σταδιακό μεταχαρακτηρισμό της καρυωτακικής ποίησης από ποίηση της ατομικής και οντολογικής αγωνίας και της αστικής παρακμής σε ποίηση πολιτική «που πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς». Και κατέληγα με την παρατήρηση ότι η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη θα ολοκληρωθεί όταν η πορεία αυτής της πρόσληψης διασταυρωθεί με την εμφάνιση, τη δεκαετία του 1980, της αμφισβήτησης του έργου του Σεφέρη.


H κριτική τύχη του Καρυωτάκη θα λάβει τότε μια νέα τροπή, όταν τα αναδυόμενα εκείνη την εποχή προτάγματα της πολυπολιτισμικότητας φάνηκαν πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ανακουφίσουν από τη βαρειά σκιά του Σεφέρη πολλούς από εκείνους που προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Μεταμοντέρνοι και μεταμοντερνίζοντες νεόφυτοι της πολιτικής ορθότητας, αλλά και νεοτερικοί, αριστεροί και μη, θα συνασπιστούν στην αποκάλυψη ενός ελληνοκεντρικού, δηλαδή συντηρητικού, Σεφέρη, προς τον οποίο θα αντιτάξουν ως αντίπαλο ποιητικό δέος (χρονικά μακρινό από αυτούς και ως εκ τούτου βολικό) τον «»θαμμένο» από τη γενιά του ’30» «προοδευτικό» Καρυωτάκη. Επειδή όμως η πολιτική προοδευτικότητα δεν είναι αρκετή για να καταστήσει ένα αντίπαλο ποιητικό δέος επαρκώς ισχυρό, έπρεπε το καρυωτακικό δέος να εμπλουτιστεί και με την κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίσταση καλλιτεχνική προοδευτικότητα. Ετσι ανακαλύφθηκε και η ποιητική πρωτοποριακότητα του Καρυωτάκη.


Τη μορφή ενός προοδευτικού-πρωτοποριακού Καρυωτάκη εικονογράφησε πρώτος ο Δημήτρης Τζιόβας (1986). Σύμφωνα με την εικονογράφηση αυτή ο Καρυωτάκης ανήκει στην κατηγορία των ποιητών της avant-garde («Rimbaud, Apollinaire, φουτουριστές, ντανταϊστές, Brecht και μεταμοντερνιστές»), οι οποίοι, αντίθετα από τους «συντηρητικούς μοντερνιστές» του τύπου του Σεφέρη, «αρνούνται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης, […] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική τους ελευθερία» και χαρακτηρίζονται από «κριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές και αισθητικές αξίες». «Ο Καρυωτάκης», καταλήγει ο Τζιόβας, «είναι ένας από τους πιο πολιτικούς ποιητές μας, αν όχι ο πιο πολιτικός».


Με τον τρόπο αυτό, εκτός από την πλήρη προοδευτικοποίησή του – αφού ανήκει πλέον στις τάξεις των από κάθε άποψη (πολιτική και αισθητική) πρωτοποριακών (αριστερών στην πλειονότητά τους και διαφορετικών από τους πειθαρχούντες κοινωνικά και άτολμους αισθητικά συντηρητικούς μοντερνιστές) – ο Καρυωτάκης θα προαχθεί και σε ποιητή τεχνοτροπικά καινοτόμο, και μάλιστα ριζοσπαστικότερο από τον Σεφέρη και τον Ελύτη: οι κάθε άλλο παρά αποφασιστικές – σε σύγκριση με τις στιχουργικές αναζητήσεις της εποχής του – τάσεις του για χαλάρωση των έμμετρων μορφών θα χαρακτηριστούν «στιχουργική ανταρσία», ενέργεια δραστικότερη από την ανατροπή του προσωδιακού καθεστώτος, που πραγματοποίησαν με τον ελεύθερο στίχο τους οι δύο παραπάνω ποιητές.


Οι απόψεις του Τζιόβα θα επαναλαμβάνονται έκτοτε άκριτα με παρόμοια ή παρεμφερή διατύπωση και θα γίνουν η κυρίαρχη ως τις μέρες μας κριτική βεβαιότητα για τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη (οι μόνοι που έχουν αμφισβητήσει γραπτώς αυτή τη βεβαιότητα είναι η Τίνα Λεντάρη, 1997· ο Κώστας Κουτσουρέλης, 2002· και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, 2003). Το αποκορύφωμα αυτής της διπλής παρανάγνωσης (τεχνοτροπικής και θεματικής) του Καρυωτάκη, της συναρτώμενης πλέον με την αντίστοιχη διπλή παρανάγνωση του Σεφέρη, θα εμφανιστεί, όπως είπαμε (18.4.04) με τον Κώστα Βούλγαρη (1996), για τον οποίο όχι μόνο «η ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς», αλλά και είναι ο Καρυωτάκης – και όχι η γενιά του ’30 – «αυτός που πραγματώνει (θεματικά, γλωσσικά και «μορφικά») την περιλάλητη «στροφή» της ποίησής μας» (τα όσα έχουν γραφεί για τον ρόλο της γενιάς του ’30 σε αυτή τη στροφή αποτελούν «εμμονές και «φετίχ» κάποιων κριτικών»). Για τον Βούλγαρη όχι μόνο «η πιστολιά της Πρέβεζας (ο ήχος της) έρχεται από αριστερά», αλλά «και η Αριστερά είναι η μόνη δυνατή (ιστορικά δυνατή…) «οργάνωση» της αλήθειας της ποίησης του Καρυωτάκη». Το οποίο, αν διαβάζω σωστά, σημαίνει ότι δεν μπορείς να συγκροτήσεις την αλήθεια της ποίησης του Καρυωτάκη, αν δεν είσαι αριστερός – για την ακρίβεια, ο σωστός αριστερός, αφού τόσοι και τόσοι αριστεροί κριτικοί προηγουμένως αδυνατούσαν να «οργανώσουν» την αλήθεια αυτής της ποίησης, με αποτέλεσμα ως το 1996 η Αριστερά να μη διαθέτει κριτική συνείδηση.


Θα αποτελούσε υποτίμηση της νοημοσύνης όσων διαθέτουν επαρκή γνώση της ποίησης και της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης να προσπαθούσε να εξηγήσει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητής πρωτοποριακός ή μοντερνιστής. Πιο ενδιαφέρον θα ήταν να επιχειρούσε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως ποίηση της Αριστεράς – καλύτερα: για τους οποίους δεν είναι ποίηση πολιτική, αν με τον όρο πολιτική ποίηση εννοούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα ανοικονόμητο ιδεολογικό νεφέλωμα. Θα ήταν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί η ιδέα ενός αριστερού ποιητή Καρυωτάκη έχει, γενικότερα, μεγάλη απήχηση στις μέρες μας, αλλά και γιατί η κίνηση προς μια πολιτική ποίηση που βλέπουμε να οργανώνεται σήμερα φαίνεται να έχει ως σηματοδότη της τον Καρυωτάκη.


Μια προσεκτικότερη πολιτική ανάγνωση του Καρυωτάκη θα επιχειρήσω, στην επόμενη επιφυλλίδα μου.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.