Πρόεδρος πολιτικού κόμματος, που νιώθει άνετα και ως σχολιαστής ποδοσφαιρικού θεάματος, μπορεί να υπόσχεται ότι ως πρωθυπουργός θα αξιοποιεί «όλες τις δυνατότητες που μας παρέχει η Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας». Ο ίδιος πρόεδρος προτείνει να καταργηθεί το «οφσάιντ» για να επιτυγχάνονται περισσότερα γκολ, δηλαδή να γίνει το ποδόσφαιρο «πιο θεαματικό» (από εφημερίδες τής 26.2.2004). Πώς συνάδει το θεώρημα της «Κοινωνίας της Γνώσης» με τη διόγκωση των «μεγάλων αφηγήσεων» της «κοινωνίας του θεάματος» αλλά και με τη διαπίστωση ότι χωρίς κανόνες δεν υπάρχει παιχνίδι;


Θα μπορούσε κανείς, κατά το παράδειγμα του Jean-Francois Lyotard, να διηγηθεί «une fable postmoderne» σε όσους/όσες παρεμβάλλουν σε αυτές τις συζητήσεις τις επισημάνσεις του συγγραφέα της Μεταμοντέρνας κατάστασης, με αποδέκτη βέβαια το «Συμβούλιο των Πανεπιστημίων» του Κεμπέκ. H «Εκθεση» αυτή δεν φείδεται αναφορών ως προς την τεκμηρίωση των «ηθικοπολιτικών νομιμοποιητικών λόγων» που την πλαισιώνουν. Δηλαδή, έχει συντεθεί σε αντίθεση με ό,τι συνηθίζεται στη «Νέα Σκωτία» και γενικότερα στον «νέο κόσμο», όπου φαίνεται να παίρνουν τοις μετρητοίς τη «μετανεωτερική» απόρριψη της γενεαλογίας των ιδεών στο όνομα της όποιας παρθενογένεσής τους.


* Επιστήμη και παραγωγή


Μόνο που για ορισμένους από τους Ευρωπαίους, κατά την υπόδειξη του Nietzsche, η ιστορία αποτελεί την «έκτη» τους αίσθηση. Δηλαδή, συνεπάγεται τη διαρκή ετοιμότητά τους να αντιλαμβάνονται επίσης γιατί μια άπνοη ιστορία των ιδεών «παράγει» ακόμη και τη βεβαιότητα όλες οι ιδέες απλώς είναι μιας χρήσης, εφόσον εμφανίζονται για «πρώτη φορά» και χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο. Για παράδειγμα, η πατρότητα του όρου «Knowledge Society» δεν ανήκει στον Lyotard, που άλλωστε προτιμά την έκφραση «αναπτυγμένες κοινωνίες». Μια τέτοια πατρότητα θα μπορούσε να αποδοθεί στον Robert Ε. Lane, όταν δηλαδή το 1966 συνοψίζει τις επιδόσεις της αμερικανικής κοινωνιολογίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και αποφαίνεται για την έλευση του «τέλους της πολιτικής και της ιδεολογίας» σε μια «Knowledgeable Society». Ο ήδη προπορευόμενος Daniel Bell τον ακολούθησε με την κοινωνιολογίζουσα θεώρηση της «μεταβιομηχανικής εποχής».


Για τους εκλαϊκευτές αυτής της «νέας εποχής» δεν είχε καμία αξία να αναφέρονται στον τρόπο ανάδυσης της δέσμης εκείνης των ιδεών για το «Post-Industrial State». Ισα ίσα έπρεπε να απωθήσουν τις αντιλήψεις του Arthur J. Penty (1917), ενός συνεχιστή του W. Morris και του J. Ruskin που προωθούσε την πρακτική των «Guild Socialists». Ούτε είχαν τον ζήλο να διευκρινίσουν τι σήμαινε ότι η γνώση μετατρεπόταν σε «κυρία παραγωγική δύναμη». Ο ίδιος άλλωστε ο Lyotard, που (ψευδωνύμως) πέρασε από την ομάδα τού Socialisme ou barbarie, διστάζει να φορτώσει στον Marx τη διαπίστωση αυτή, εφόσον στα Grundrisse επιμένει αποκλειστικά στον τρόπο «εφαρμογής» της επιστήμης στην παραγωγή. Πρόκειται, δηλαδή, για τη «vergegenstandlichte Wissenskraft» και όχι για την αναγωγή τάχα της γνώσης σε «ουσία» που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη «κοινωνική πράξη».


Και τι έστιν «post-industrial society»; Ο Ζ. Brzezinski, αναλύοντας πριν από τρεισήμισι δεκαετίες τα χαρακτηριστικά της «τεχνοτρονικής κοινωνίας» (Between Two Ages: Americas Role in the Technetronic Era, New York, 1970, 9), είχε επισημάνει τις λειτουργικές αλλαγές που συντελούνταν στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο με βάση τη γενίκευση της αυτοματοποίησης. Το ερώτημα όμως είναι το ίδιο: Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά που θα ξεχωρίσει την ερχόμενη κοινωνία από την τωρινή; Ο Bell επιχείρησε να εντοπίσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της. Το «μοντέλο» του (η γνωστή κατασκευή των μελλοντολόγων) απαρτίζεται από τα ακόλουθα σημεία:


α) Στην οικονομική σφαίρα θα συντελεσθεί η μετάβαση από την παραγωγή των αγαθών στην παροχή υπηρεσιών·


β) στην επαγγελματική σφαίρα θα επικρατήσουν οι ειδικοί και οι τεχνικοί, τα «άσπρα κολάρα» («white-collar») θα ξεπεράσουν τα εργατικά χέρια·


γ) η θεωρητική γνώση θα αποτελέσει την αφετηρία για τις αλλαγές και τις μορφοποιήσεις του κοινωνικού χώρου·


δ) ο προσανατολισμός προς το μέλλον θα βασίζεται στον έλεγχο της τεχνικής και των πρακτικών της επιπτώσεων·


ε) στο πεδίο των αποφάσεων θα δημιουργηθεί μια νέα πνευματική τεχνολογία («intellectual technology»· The Coming of Post-Industrial Society, New York, 1973, 14).


Ο Zbignew πάντως μίλησε από τους πρώτους (Between, 59) για την ανάγκη δόμησης του νέου «globalism»…


* Ο ρόλος των στελεχών


Είχε αρχίσει ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος όταν ο James Burnham θα υπογραμμίσει την άνοδο των «managers» στον έλεγχο της βιομηχανίας: «Οι διευθυντές θα ασκούν τον έλεγχό τους πάνω στα όργανα παραγωγής και θα προτιμηθούν στην κατανομή των προϊόντων… Το κράτος θα είναι η ιδιοκτησία των διευθυντών. Και τούτο θα είναι επαρκέστατο για να τους τοποθετήσει στη θέση της άρχουσας τάξης» (H επανάσταση των διευθυντών, μτφρ. T. Κονδύλη, Αθήνα, 1970, 106). Ο αμερικανός δημοσιολόγος τους ταύτιζε με τη «γραφειοκρατική elite» του σοβιετικού κράτους. Είναι γνωστή άλλωστε η σχέση του (θα αναφερθεί σε άλλο του έργο στους «μακιαβελικούς» του συγχρόνου ολοκληρωτισμού) με τον πολέμιο του σταλινισμού, τον Τρότσκι (μολονότι ο τελευταίος δεν θα συμφωνούσε με αυτή την ανάλυση).


H διάκριση σε ιδιοκτήτες (που παραμένουν ανώνυμοι και απροσπέλαστοι) και σε διοικητικά στελέχη των γιγάντιων μετοχικών εταιρειών (π.χ., της General Motors ή της Lockheed) είναι πλασματική. Γιατί έχουν μια ομότροπη κοινωνική συμπεριφορά που δεν επιτρέπει τη σύγκρουση ή την αυτονόμηση των διοικητικών παραγόντων από τους κατόχους των παραγωγικών μέσων. Το 1956 ο C. Wright Mills (ταυτόχρονα με την εξονυχιστική παρουσίαση του αμερικανικού «military industrial complex») θα τονίσει εμφατικά: «Οι ανώτατοι διευθυντές και οι βαθύπλουτοι δεν αποτελούν δύο ευδιάκριτες και καθαρά ξεχωριστές ομάδες. Συγχέονται μεταξύ τους μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο των περιουσιών και των προνομίων» (The Power Elite, New York, 1956, 29).


Επίσης – σήμερα και για το άμεσο μέλλον – δεν έχει αρθεί η διαφορά ανάμεσα στη χειρωνακτική και στην πνευματική εργασία. Βέβαια οι παραδοσιακές της συνθήκες (στη χώρα μας η «δουλειά» σχετίζεται με τη δουλεία και στη Γαλλία το «travail» με το μεσαιωνικό «tripalium», που σημαίνει μέσο βασανισμού) ξεπερνιούνται μέσα στην τεχνολογική κοινωνία, χωρίς αυτό να υπονοεί και την κατάργηση της αποξένωσης και της εκμετάλλευσης που συνεπάγεται η μισθωτή εργασία. Τελικά στο συνολικό δυναμικό της παραγωγής δεν ξεχωρίζουν οι «διανοούμενοι» ως ο καθοριστικός παράγοντας που θα πραγματώσει την επικείμενη αλλαγή. H γνωστή θέση για τη «meritocracy» (που υποτίθεται πως ανανεώνεται χάρη στην κοινωνική κινητικότητα και στην εκπαίδευση) που εκφράζει την «ποιότητα της ζωής» (Bell, The Coming, 454) έχει διπλή αναφορά: από τη μια πλευρά εκθειάζει την αυτονομία των λειτουργών του πνεύματος στις διαρθρωτικές μεταβολές που θα επιζητούσαν και από την άλλη ξεπέφτουν έτσι στα μάτια της «κοινής γνώμης» (ή της σιωπηλής πλειοψηφίας) όταν επαναστατούν και η δύναμή τους αποδεικνύεται ανύπαρκτη ή περιορισμένη. Ο τεράστιος πραγματικά αριθμός των μηχανικών, των τεχνικών, των ερευνητών και των εκπαιδευτικών, των ιδιωτικών και των δημόσιων υπαλλήλων (ο Bell για το 1980 τους υπολόγιζε στο 70% του ενεργού πληθυσμού στις Ενωμένες Πολιτείες!) δεν σημαίνει και ποιοτική μεταβολή στην παραγωγική και στην κοινωνική διαδικασία αλλά ξαναθέτει με βάση τα καινούργια δεδομένα το είδος και την ένταση των ταξικών αντιθέσεων.


Μερικές φορές τονίζεται πως έγινε πραγματικότητα η απαίτηση του Francis Bacon να ταυτισθεί η γνώση με τη δύναμη. Μόνο που η πρώτη δεν ξεπέρασε τη δεύτερη αλλά μεταβλήθηκε σε βασικό όργανο για την εμπέδωση και τη συνέχιση της πολιτικής εξουσίας. Ηταν πρόσφατη η εξέγερση του Πανεπιστημίου του Berkeley, όταν ο Η. J. Morgenthau έκανε σύγχυση ανάμεσα στο «δέον» των διανοουμένων και στην πρακτική τους δραστηριότητα: «H αλήθεια φοβάται τη δύναμη και η δύναμη φοβάται την αλήθεια. (…) H αλήθεια αποκαλύπτει τους σκοπούς της δύναμης, ξεκαθαρίζει τις υπάρχουσες δυνάμεις· γιατί απαιτεί την πνευματική και ηθική νομιμοποίηση της δύναμης. Και ακόμη αμφισβητεί τους σκοπούς και τις διαδικασίες της δύναμης και έτσι απειλεί το σύστημα μέσα στο οποίο ενεργεί η δύναμη» («New Republic», αρ. 155, 16.11.1966, 8).


* Το «τέλος των ιδεολογιών»


Αυτή όμως η απειλή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, μια και η «πνευματική τεχνολογία» τις περισσότερες φορές διαμορφώνει τις επιλογές που συντηρούν τα καθιερωμένα κοινωνικοπολιτιστικά πλαίσια. Ο μαθηματικός υπολογισμός και όχι ο κοινωνικός οραματισμός, η τεχνική λύση και όχι το πολιτικό πρόβλημα, η ρεαλιστική τοποθέτηση (ο «θετικισμός είναι η φιλοσοφική τεχνοκρατία», M. Horkheimer, The Eclipse of Reason, New York, 1947, 59) και όχι η ιδεολογική ανίχνευση μιας κατάστασης (ο Burnham δήλωνε κιόλας πως η τεχνοκρατία είναι η ιδεολογία της «διευθυντικής κοινωνίας») οδήγησαν στο συμπέρασμα για την «αποϊδεολογικοποίηση» της συμπεριφοράς των πολιτών γενικώς ενός τεχνολογικού κράτους. Επρόκειτο για τη συνόψιση της ιδεολογικής λειτουργίας των «νέων μανδαρίνων» της αμερικανικής εξουσίας, κατά τον χαρακτηρισμό του Chomsky.


Ο απολογητής της «μετα-βιομηχανικής κοινωνίας» ήταν ο ίδιος που επιχείρησε να καταξιώσει θεωρητικά και το «τέλος των ιδεολογιών». Με στόχο φυσικά ξεκάθαρο: «Υπήρξαμε μάρτυρες της εξάντλησης των ιδεολογιών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του μαρξισμού» (The End of Ideology, Glencoe, ΙΙΙ, 1960, 16). Βέβαια ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου η εξαντλητική αντιμετώπιση αυτής της νέας «ιδεολογίας» (σε συνδυασμό και με την έκταση της κρίσης που γνώρισε ο ιδεολογικός οπλισμός της Αριστεράς, σε παγκόσμια κλίμακα και στον τόπο μας).Εδώ θα αναφέρουμε μόνο πως αυτός ο προβληματισμός πέρασε στη χώρα μας από τον Ανδρέα Πανανδρέου (χωρίς αυτό να σημαίνει πως υιοθετήθηκε ολοκληρωτικά και από το κίνημα που ο πολιτικός ηγέτης εκπροσωπούσε): «Ούτε ο καπιταλισμός ούτε ο σοσιαλισμός, όπως τους ζήσαμε, αποτελούν τα ελκυστικά οράματα για τη νέα γενιά. Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες τον θάνατο των μεγάλων ιδεολογιών που δέσποζαν στη φαντασία και στη δράση των ανθρώπων ως πριν από λίγα χρόνια» (H ελευθερία του ανθρώπου [1970], μτφρ. N. Ανδρικόπουλου, Αθήνα, 1974, 119). Οσο για τα υπόλοιπα, δηλαδή για τις κατοπινές ανασυνθέσεις ή αναπλαισιώσεις αυτών των ιδεών, προφανώς θα επανέλθω.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.