Πριν από αρκετούς μήνες σε σειρά άρθρων μου στο «Βήμα» είχα αναφερθεί σε κάποιους επιλεγμένους δείκτες με βάση τους οποίους κατέληγα στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε ανταγωνιστικότητα σε σύγκριση με τις μικρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν και είχα λάβει πολλά ευνοϊκά σχόλια, εν τούτοις τα άρθρα μου εκείνα έτυχαν της προσοχής περισσότερο των ειδημόνων παρά του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Ετσι περίμενα την επόμενη καλύτερη ευκαιρία προκειμένου να επανέλθω επί του θέματος λόγω της καθοριστικής σημασίας που έχει για το μέλλον του τόπου μας.


Αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα υπό τη μορφή ανακοίνωσης από το Παγκόσμιο Οικονομικό Συνέδριο (World Economic Forum) σχετικά με την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη των «15», στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στις νέες χώρες που εισήλθαν από 1ης Μαΐου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σήμερα λοιπόν θα σχολιάσω αυτές τις συγκρίσεις με την ελπίδα ότι, συμμεριζόμενος την ανησυχία μου με τους αναγνώστες της στήλης, ίσως βρούμε τρόπους να αντιδράσουμε στην αδράνεια του status quo.


Τα κριτήρια της σύγκλισης ονομάζονται κριτήρια της Λισαβόνας και μετρούν την πρόοδο των προσπαθειών των επί μέρους χωρών στα ακόλουθα μέτωπα:


Πρώτον, στη δημιουργία μιας κοινωνίας της πληροφορίας για όλους.


Δεύτερον, στην καινοτομικότητα και στην έρευνα και ανάπτυξη.


Τρίτον, στη φιλελευθεροποίηση με στόχο την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, τον περιορισμό των κρατικών επιδοτήσεων και την πολιτική ανταγωνισμού.


Τέταρτον, στην ανάπτυξη δικτυακών βιομηχανιών.


Πέμπτον, στην παροχή αποτελεσματικών και ολοκληρωμένων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.


Εκτον, στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.


Εβδομον, στην κοινωνική συνοχή.


Ογδοον, στην ενδυνάμωση της αειφόρου ανάπτυξης.


Από τις τιμές που υπολογίστηκαν για καθέναν από αυτούς τους δείκτες προκύπτουν για τη χώρα μας δύο μελαγχολικές διαπιστώσεις. Αυτές είναι: πρώτον, ότι με βάση όλους τους δείκτες η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην Ευρώπη των «15», υπολειπόμενη ακόμη και της Πορτογαλίας· και, δεύτερον, ότι αν στην Ευρώπη των «15» προστεθούν και οι 10 νέες χώρες, τότε η Ελλάδα με βάση τους περισσότερους δείκτες κατατάσσεται στην 21η θέση. Συνεπώς τα συμπεράσματα στα οποία είχα καταλήξει με άλλους πιο τεχνικούς δείκτες αναφορικά με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει τη χώρα μας επιβεβαιώνονται. Οπότε φυσιολογικά το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί χάνουμε συνεχώς ανταγωνιστικότητα;


Επί του ερωτήματος αυτού έχω εκφράσει επανειλημμένως τις απόψεις μου και δεν θα ήθελα να γίνω κουραστικός. Γι’ αυτό θα περιοριστώ να τονίσω ότι, κατά την άποψή μου, η παρατηρούμενη υστέρηση οφείλεται κυρίως στην έκταση και στη δομή του κράτους μας. Εχουμε υπερβολικά μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα οι αμοιβές τους να είναι χαμηλές και να μην έχουν κανένα κίνητρο βελτίωσης της απόδοσής τους. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Δημοσίου είναι διεφθαρμένοι και φρενάρουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Λόγω του μεγέθους του Δημοσίου μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα είναι κρατικοδίαιτο. Οι πολίτες δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις συνέπειες των αποφάσεών τους και ζητούν συνεχώς προστασία από το κράτος, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι περιορισμοί στην ατομική δραστηριότητα κτλ.


Εν κατακλείδι, εξαιτίας όλων αυτών των στρεβλώσεων και της έλλειψης δυναμικής εκ μέρους του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει στις απαραίτητες ρήξεις, φοβούμαι ότι η ανταγωνιστικότητά μας θα συνεχίσει να φθίνει. Γι’ αυτό πρέπει να αντιδράσουμε άμεσα και ενόσω συνεχίζεται ακόμη η ροή της οικονομικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.