Ο υπερταξικός χαρακτήρας των εθνικών ιδεολογιών επισημαίνεται πολύ συχνά. H σύνθεση των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούνται στις εθνικές κοινότητες είναι εξαιρετικά πολύμορφη για να αναχθεί ευθέως σε μια πολύ στενή ταξική ανάλυση ενώ η πλαστικότητα των εθνικών λόγων καθιστά εφικτή τη δυνατότητα ανάγνωσης ή και διαμόρφωσής τους από διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα. Οι εθνικές ιδεολογίες έχουν λάβει στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου διαφορετικό χαρακτήρα και έχουν εμπλακεί με μια ευρύτατη ποικιλία πολιτικών και ιδεολογικών προγραμμάτων. Αυτή η επισήμανση όμως δεν υπαινίσσεται ότι οι κατηγορίες έθνος, τάξη, ομάδες συμφερόντων και κοινωνικές ελίτ είναι απολύτως στεγανές. Τα εθνικά προγράμματα έχουν ομογενοποιήσει πληθυσμούς σε πολλές περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά όμως, ταξικά και κοινωνικά συμφέροντα επενδύονται συχνά με τη ρητορική της εθνικιστικής κυρίως ιδεολογίας. Πώς συναρθρώνονται κοινωνικοί ανταγωνισμοί και εθνικές ή εθνοτικές αντιθέσεις; Γιατί προσλαμβάνουν πολιτισμικό πρόσημο; H «κουλτούρα της μνησικακίας» είναι ένας χρήσιμος όρος που αποτυπώνει τον συνδυασμό κοινωνικών και ταξικών συμφερόντων με την έντονη προβολή εθνοπολιτισμικών χαρακτηριστικών και αναδεικνύει το ρευστό πεδίο των πολλαπλών ερμηνευτικών θέσεων που κινούνται με ελαστικότητα μεταξύ του κοινωνικού και του εθνικού.


Μπορούμε αναμφίβολα να σκεφθούμε το κυπριακό ζήτημα από πολλές πλευρές στον τοπικό και παγκόσμιο άξονα. Αν όμως συνυπολογίσουμε τις κοινωνικές παραμέτρους, η δυνατότητα ύπαρξης μιας ενιαίας Κύπρου αποκτά μια επιπλέον διάσταση με σημαντικά πολιτικά διακυβεύματα. Αυτή η παρατήρηση ισχύει κυρίως για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επί μακρόν υποστήριξαν την προοπτική συνύπαρξης της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας στο πλαίσιο μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας. Γι’ αυτές τις δυνάμεις, οι κοινωνικές διαστάσεις του κυπριακού ζητήματος αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς το ενδεχόμενο απόρριψης του Σχεδίου Αναν ενδέχεται να αναδείξει νέα προβλήματα στο εθνικό και κοινωνικό τοπίο.


Δεν πρόκειται για ένα επιχείρημα θεωρητικού χαρακτήρα αλλά ούτε και για μια θέση γενικών αρχών που δεν κατανοεί τις παραμέτρους της realpolitik. Αντιθέτως, πρόκειται για μια προβληματική που αξιοποιεί πάγιες θέσεις περί της ενιαίας Κύπρου, διατυπωμένες από πολιτικές δυνάμεις προσανατολισμένες τόσο προς τη διασφάλιση των εθνικών δικαίων όσο και προς την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων. Οσοι και όσες υποστήριξαν αυτή την προοπτική καλούνται να συνυπολογίσουν μεταξύ των άλλων και τις εξής δύο παραμέτρους: α. η επιχειρηματολογία για τα εθνικά δίκαια διολισθαίνει στις περιπτώσεις της εθνικιστικής ρητορικής προς έναν κοινωνικό και ταξικό ρατσισμό απέναντι στους κατά τεκμήριο κοινωνικοοικονομικά ασθενέστερους Τουρκοκύπριους. Αυτές οι θέσεις δεν αναδεικνύουν απλώς την εμμονή στη διατήρηση ενός συστήματος μικροεξουσίας που στεγανοποιεί τις ανισότητες. Αποτυπώνουν τη συνάρθρωση εθνικών και κοινωνικοοικονομικών προγραμμάτων, τα οποία όμως δεν διαβλέπουν τις δυσκολίες διατήρησης της οικονομικής ευημερίας και ασφάλειας όταν κοινωνικές ομάδες αποκλείονται από την αναπτυξιακή διαδικασία και β. η αντίληψη ότι τα οικονομικά και εθνικά συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων διασφαλίζονται εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης παραμένει προβληματική.


Αν οι Ελληνοκύπριοι ψηφίσουν «όχι» και οι Τουρκοκύπριοι «ναι» στο Σχέδιο Αναν, οι τουρκοκυπριακές και τουρκικές εθνικιστικές θέσεις ενδέχεται να ενισχυθούν διαμορφώνοντας όχι μόνο μονιμότερες συνθήκες έντασης και ανασφάλειας αλλά και κοινωνικής αντιπαράθεσης επενδυμένης με τον μανδύα των εθνοπολιτισμικών διαφορών. Ποιος εγγυάται ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν θα εσωτερικεύσουν ένα ενδεχόμενο ελληνοκυπριακό «όχι» ως φραγμό στις προοπτικές της άμεσης ευρωπαϊκής τους ένταξης και της οικονομικοκοινωνικής τους αναβάθμισης; Και ποιος μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν διακυβεύεται σε αυτή την περίπτωση, έστω βραχυπρόθεσμα, η σταθερότητα, η ασφάλεια και η ευημερία του ελληνοκυπριακού τμήματος;


Τα διλήμματα ανάμεσα σε αρχές, συμφέροντα και δίκαια τα οποία διατρέχουν στην παρούσα συγκυρία τόσο την ελληνική όσο και την ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι αναμφίβολα επώδυνα. Κανένας δεν δικαιούται να χλευάζει τραυματικές μνήμες, ανασφάλειες ή ακόμη και τη δυσφορία που προκαλεί η αίσθηση των εξωτερικών πιέσεων στο πλαίσιο μιας σύνθετης γεωπολιτικής μεταβολής. Αυτά τα διλήμματα όμως δεν είναι σκόπιμο να τροφοδοτούνται και να ενισχύονται από τον κοινωνικό ρατσισμό και την κουλτούρα της μνησικακίας. Οι υποστηρικτές μιας ενιαίας Κύπρου δεν μπορεί παρά να συνυπολογίσουν τις διαπλοκές μεταξύ εθνικών και κοινωνικών παραμέτρων. Παραμένει δε άξιο απορίας γιατί ένας πολιτικός λόγος που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστικός αποδίδει στα έθνη τον ρόλο του θυλάκου αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και στη νεοαποικιοκρατία αποσιωπώντας τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς αλλά και την επιρροή αυτών των ανταγωνισμών στις κυρίαρχες οπτικές που αναπτύσσει η μία εθνική κοινότητα για την άλλη. Πόσο μάλλον όταν, σε τελευταία ανάλυση, επιτυχημένη εθνική πολιτική είναι εκείνη που επενδύει σταθερά στις προοπτικές της διεθνικής συνεργασίας και της ισόρροπης αναπτυξιακής διαδικασίας.


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.