O κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην ομιλία του κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις της εξόδου του Μεσολογγίου, μας προέτρεψε να σκεφτούμε το Σχέδιο Αναν χωρίς συναισθηματισμούς. H παραίνεσή του ήταν δικαιολογημένη γιατί οι Ελληνες έχουμε την τάση να σκεπτόμαστε περισσότερο με την καρδιά και λιγότερο με το μυαλό. Ετσι, αν και μου είναι δύσκολο να ξεχάσω όσα έγραψα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο σε επιστολή η οποία δημοσιεύθηκε στους «New York Times» το 1974, θα τοποθετηθώ με αναφορά μόνο στην ψυχρή ανάλυση του προβλήματος.


Το Κυπριακό είναι ένα παίγνιο με τέσσερις παίκτες. Τους Ελληνοκυπρίους. Τους Τουρκοκυπρίους. Την Ελλάδα. Και την Τουρκία. Για όλους τους παίκτες ισχύουν κάποιες αρχικές συνθήκες. Ειδικότερα, για τους Ελληνοκυπρίους αυτές είναι ότι: α) διαθέτουν αποτελεσματική πολιτική και διοικητική οργάνωση, β) έχουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες υλικής ευημερίας στον κόσμο, γ) οσονούπω εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση με όλες τις προοπτικές να μετατραπούν σε Ιρλανδία της Ανατολικής Μεσογείου, και δ) εξαιτίας του τελευταίου παράγοντα, η απειλή των τουρκικών στρατευμάτων, αν δεν εξαφανίζεται, τουλάχιστον μειώνεται αισθητά. Για τους Τουρκοκυπρίους οι αρχικές συνθήκες είναι η φτώχεια και η απομόνωση. Για μας είναι ότι: α) βρισκόμαστε ήδη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, β) η ανάπτυξη της οικονομίας μας προϋποθέτει την εφαρμογή πολιτικών εξασφάλισης ζωτικού οικονομικού χώρου για να επεκταθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, και γ) πιεζόμαστε από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, με συνέπεια να διατηρούμε υψηλότατες στρατιωτικές δαπάνες. Τέλος, για την Τουρκία οι αρχικές συνθήκες είναι ότι: γ) η γεωστρατηγική της θέση εκτιμάται διεθνώς, β) πρόκειται για μια χώρα με τεράστιες αγορές, και γ) επιθυμεί διακαώς να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τα ανωτέρω οδηγούμαστε στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Πρώτον, τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν συμπίπτουν με εκείνα των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Για μας είναι προφανές ότι επιβάλλεται να υποστηρίξουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ώστε να συνεχιστεί η προσέγγιση των δύο χωρών και να μειωθούν εκατέρωθεν οι εξοπλισμοί. Αφού λοιπόν η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται να λέει ναι στο Σχέδιο Αναν το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς. Αλλά για να το κάνουμε αξιόπιστα τα ελληνικά κόμματα πρέπει να πιέσουν ανοικτά τους Ελληνοκυπρίους να πουν ναι.


Δεύτερον, για τους Ελληνοκυπρίους τα προσδοκώμενα οφέλη από την αποδοχή του Σχεδίου Αναν δεν ξεπερνούν το βέβαιο ισοδύναμο της παρούσης καταστάσεώς τους. Γι’ αυτό τους συμφέρει και μάλλον θα πουν όχι. Αλλά παράλληλα είναι σκόπιμο να διακηρύξουν την ετοιμότητά τους να αναγνωρίσουν την αυτοτέλεια της τουρκοκυπριακής κοινότητας και να βοηθήσουν ώστε να ξεκινήσει η οικονομική ανάπτυξη και στο βόρειο μέρος της Κύπρου. Αυτή η προσέγγιση θα διευκολύνει επίσης την Ευρωπαϊκή Ενωση να λύσει το πρόβλημα που θα προκύψει, αφού θα ανοίξει ο δρόμος να ενσωματώσει σε εύθετο χρόνο και το κράτος των Τουρκοκυπρίων.


Τρίτον, τέλος, επειδή οι προσδοκίες των Τουρκοκυπρίων θα απογοητευθούν, οι εξελίξεις από την απόρριψη του Σχεδίου Αναν είναι πιθανόν να δημιουργήσουν σύντομα συνθήκες νέας διαπραγμάτευσης κάτω από λιγότερο επαχθείς και αβέβαιους όρους για τους Ελληνοκυπρίους.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.