Πριν από λίγους μήνες συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια από τον θάνατο του Δημήτρη Γληνού. Αν εξαιρέσουμε την εκδήλωση που οργάνωσαν η ΔΟΕ και η ΟΛΜΕ για την «επικαιρότητα της σκέψης και του έργου του», συνεχίζεται μια παρατεταμένη αποσιώπηση της προσφοράς του, ιδίως σε καιρούς που με αμεριμνησία προκρίνονται από επίδοξους μελετητές του Μεσοπολέμου πανοραμικές και αφυδατωμένες κατοπτεύσεις του ιστορικού πεδίου και συναφώς διαχέονται φορμαλισμοί χωρίς χρέωση. Ας δούμε από κοντά για ποιον πρόκειται.


* Ενδοξος και αγνοημένος


Μέσα από την προσεχτική ανασυγκρότηση των σταδίων της φιλοσοφικής σκέψης του Δημήτρη Γληνού γίνεται φανερό ότι ο παιδαγωγός του πρώτου μισού του αιώνα που πέρασε θα μπορούσε να ονομασθεί και «φιλόσοφος του πολιτισμού», όπως άλλωστε το υπαινίσσεται νεκρολογώντας τον ο Θεοδωρίδης. Ενας νεώτερος Σκληρός που πλούτισε τον μαρξισμό και προσχώρησε στο KKE, μολονότι ο σχετικά πρόωρος θάνατός του δεν του επέτρεψε να επεξεργασθεί τις σημειώσεις του για τη «διαλεχτική φιλοσοφία». Ορισμένα αποσπάσματα ή διαγράμματα που δημοσιεύθηκαν μαρτυρούν την προσωπική του σφραγίδα στη διεκπεραίωση αυτού του εγχειρήματος. Ακόμη οι επιμέρους παρατηρήσεις του, από την αρχική του στροφή ως την οριστική του ένταξη στο κομμουνιστικό κίνημα, σε θέματα αισθητικής, φιλοσοφίας της παιδείας, ιστορίας της φιλοσοφίας και των ιδεών, εκπορεύονται από τη γενικότερη ιστορική ματιά με την οποία μελετούσε το «πνευματικό εποικοδόμημα» της κοινωνίας. Ο Γληνός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του KKE από τον Δεκέμβριο του 1942 καθώς και μέλος της γραμματείας του Πολιτικού του Γραφείου, έγραψε το μαχητικό φυλλάδιο Τι είναι και τι θέλει το EAM, χωρίς να προλάβει ν’ ανεβεί στην ελεύθερη Ελλάδα των βουνών. Ο θάνατος τον βρήκε την επαύριο των Χριστουγέννων του 1943, χωρίς να έχει συμπήξει έναν κύκλο μαθητών που θα προωθούσαν άμεσα το έργο του. Παρέμεινε γι’ αυτό «ένδοξος και αγνοημένος».


* Ο τίτλος του «συνοδοιπόρου»


H βραχύβια Κεντρική Κομματική Σχολή που πήρε τ’ όνομά του κατηγορήθηκε ότι θέλει «ν’ αναστήσει καθυστερημένα τον ουμανισμό» στον τόπο μας, όπου ενηλικιωνόταν ο «μαρξισμός-λενινισμός», και θα ήταν έγκλημα να σταθεί «δίπλα» στον Στάλιν ο Γληνός, ο «συνοδοιπόρος του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος», που δε είχε απαλλαγεί από τον «ιδεαλισμό και τον αστικό ουμανισμό» και είχε περιπέσει σε «μια σειρά από λάθη αρχής». Μόνο μετά την απομάκρυνση της ζαχαριαδικής ηγεσίας παρατηρήθηκε κάποια ισορροπία ανάμεσα στις αρκετά διθυραμβικές – ευεξήγητες ωστόσο – εκτιμήσεις και στις περισσότερο προσεκτικές προσεγγίσεις της προσφοράς του, όπως ήταν το αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης και η αναθεωρημένη επανέκδοση του βιβλίου: Στη μνήμη Δ. Γληνού. Ομως παρά τις αποσπασματικές αυτές απόπειρες, που ενθάρρυνε ήδη η αξιολόγηση πρωτοβουλία των «Νέων βιβλίων» το 1946, το νήμα είχε τελεσίδικα κοπεί, αφήνοντας απλώς περιθώρια για ψυχραιμότερες αποτιμήσεις της πνευματικής του ιδιοσυστασίας.


Ο Γληνός υπήρξε ένας από τους λίγους κομμουνιστές του Μεσοπολέμου που χρησιμοποίησαν τον μαρξισμό για την επαρκή διερεύνηση των δομών της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς βέβαια να αποσιωπά τις «ιδιοτυπίες» των λειτουργιών τους. Ανατόμος του καιρού και του τόπου του, επέμενε στην αποσαφήνιση της προέλευσης και της σκόπευσης του ιδεολογήματος «Ανατολή – Δύση», πολύ περισσότερο επειδή στη «μαρξιστική-λενινιστική» του εκδοχή υπέθαλπε τις απλουστεύσεις και τις παραμορφώσεις των ιδιογενών «εθνικών» γνωρισμάτων. Τον ενδιέφερε η θεωρητική ανάλυση του «πολιτισμού» (με εμφανή τη μετεξέλιξή του από τη νεοκαντιανή σύλληψη της «Kulturphilosophie» στις βεβαιότητες του «ιστορικού ματεριαλισμού»), και μάλιστα η πλήρης καταγραφή της παρουσίας του και η κριτική των εκδηλώσεων στις οποίες απολήγουν τα στοιχεία του.


* Ο «φασιστικός ιδεαλισμός»


Με δεδομένη την όραση του ταξικού διαφορισμού της κοινωνίας αναζητά τα αίτια της αποτυχίας των προσπαθειών για γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση (ένα πεδίο όπου και ο ίδιος πρωταγωνίστησε) και κατακεραυνώνει τις «πνευματικές μορφές της αντίδρασης» που κραταιώθηκαν στους κόλπους της επίσημης ιδεολογίας του αντικομμουνισμού. Μολονότι δεν αμφισβητεί το ιδεολόγημα του «παν-φασισμού» προειδοποιεί έγκαιρα για τη διείσδυση των φασιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών στους μυχούς της ελληνικής διανόησης, κάποτε μάλιστα με εριστικό και σχηματικό τρόπο, όπως συμβαίνει στην αντιδικία του με τους «αρχειοφιλοσόφους».


Κατανοώντας την ακτινοβολία των νεοκαντιανών διανοουμένων ως απόρροια της εικονοκλαστικής διάθεσης των φασιστικών κινημάτων και όχι ως εναλλαγή ή αναζωογόνηση των κατεστημένων ιδεολογικών σχημάτων μίλησε για «φασιστικό ιδεαλισμό» που επικράτησε κιόλας στην ακαδημαϊκή σκέψη των Αθηνών. Στη συνέχεια ωστόσο, εκτός από την επισήμανση των ευρωπαϊκών κοινωνικών ερεισμάτων της «φασιστικής ιδεολογίας», προτίθεται να ερευνήσει το σύνθημα για τη δημιουργία ενός «τρίτου ελληνικού πολιτισμού» ως προϊόν «προσωπικής διχτατορίας με φασιστική προοπτική», και προσδοκά να διαδεχθεί την «καπιταλιστική διχτατορία» η «λαϊκοδημοκρατική επανάσταση», για την οποία αγωνίστηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του.


Ακόμη και στις ώρες όπου διατυπώνει επιφυλαχτικά τα νοήματά του επικαλείται την «αιτιακή αλληλουχία» των αντικειμενικών όρων του ιστορικού γίγνεσθαι, την «κοινωνική αιτιοκρατία», για να προσδιορίσει το είδος και την εμβέλεια της πολιτισμικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα της ανθρωπιστικής παράδοσης, εξακολουθώντας – παρά τους μύδρους εναντίον της «προγονοπληξίας» – να ελπίζει στη δημιουργική της αποκάθαρση και επομένως στην «απολυτρωτική» της σημασία για το παρόν του νέου Ελληνισμού. H βαριά σκιά των Αρχαίων, ακόμη κι όταν φωτίζεται από τον «δυναμικό ρεαλισμό», κατορθώνει να διατηρήσει σχεδόν αλώβητη και ακλόνητη την πίστη στις «ακατάλυτες» αξίες του πολιτισμού τους.


* Απολυτρωτικός αγώνας


Εδώ, ίσως, βρίσκεται η «πρωτοτυπία» του στοχασμού του Γληνού, ιδιαίτερα όταν πραγματεύεται το πρόβλημα του πολιτισμού, που αναλίσκεται στη μελέτη της προσφοράς των «studia humanitatis», χωρίς ωστόσο να την υπερβεί, μολονότι οραματίζεται τον «παραδεισένιο απέραντο χώρο της λεφτεριάς». Πριν πραγματοποιηθεί αυτή η σύλληψη, του αρκεί το αξίωμα της σταλινικής περιόδου για την επίτευξη ενός «πολιτισμού εθνικού στη μορφή και σοσιαλιστικού στο περιεχόμενο». Τόσο στη γλώσσα όσο, κυρίως, στην πολιτισμική παράδοση η αγνόηση της πραγματικότητας ενδυναμώνει όσους καραδοκούν για ν’ αποτρέψουν τη μεταβολή της.


Ο Γληνός, ένας από τους λίγους του καιρού του που πρόσεξαν αυτή τη διαπίστωση, έστρεψε τον μαρξισμό (με όλες τις ελλείψεις του) στη διερεύνηση των στοιχείων που συνθέτουν το κυρίαρχο «πνευματικό εποικοδόμημα» του τόπου του. Στρατευμένος στον «απολυτρωτικό αγώνα» των ανθρώπων, είδε την υπόθεση του σοσιαλισμού ως ενότητα θεωρίας και πράξης που σφραγίζεται από την επίγνωση των συγκεκριμένων διεργασιών της κοινωνίας του. Αν δεν ολοκληρώθηκε η μεγάλη φιλοσοφική σύνθεση που σχεδίαζε, δεν του έλειψε ωστόσο η αγωνιστική δράση και οι αποσπασματικές θεωρητικές προσπελάσεις των «σημερινών προβλημάτων του Ελληνισμού».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.