Για να εξηγηθεί σε βάθος το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να περιοριστεί κανείς στα δραματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών ή σε μια απλή ψηφολογική ανάλυση. Είναι ανάγκη να συνδυαστεί η συγκυριακή βραχυπρόθεσμη με μια πιο δομική ανάλυση – μια ανάλυση που να παίρνει υπόψη της πιο μακρόχρονες διαδικασίες (οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές) οι οποίες, ιδίως όταν συνδέονται με το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα, δεν επηρεάζονται εύκολα από κυβερνητικές πολιτικές. Προτού ασχοληθώ με αυτές τις διαδικασίες, δύο λόγια για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησης Σημίτη. Εχει γίνει αποδεκτό, ακόμη και από παράγοντες της ΝΔ, ότι η προηγούμενη κυβέρνηση έχει μια σειρά από εντυπωσιακά επιτεύγματα στο ενεργητικό της (ΟΝΕ, Κύπρος, ευρωπαϊκή προεδρία, μεγάλα έργα, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης κ.ά.). Ωστόσο, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Ρ. Bourdieu, το αυξημένο συμβολικό κεφάλαιο του πρώην πρωθυπουργού δεν μεταφράστηκε σε πολιτικό κεφάλαιο της παράταξης. Αυτού του είδους η αναντιστοιχία δεν είναι βέβαια μοναδική. Τη βλέπουμε π.χ. στην εκλογική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι οποίοι οδήγησαν στη θεαματική διεύρυνση των ελληνικών συνόρων. Σε αυτή την περίπτωση είχαμε μεγάλα επιτεύγματα, αλλά όχι αποκλειστικά στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, όπου δεν αποσπάστηκε η υποστήριξη των ψηφοφόρων. Επιστρέφοντας ύστερα από αυτή τη μικρή παρένθεση στην ήττα του ΠαΣοΚ στις πρόσφατες εκλογές, τρεις είναι κατά τη γνώμη μου οι δομικές διαστάσεις που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας: η οικονομική διάσταση (υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης με ένταση ανισοτήτων και ανεργίας), η πολιτική (μαζικοποίηση των κομμάτων χωρίς εκδημοκρατισμό) και η διάσταση της πολιτικής κουλτούρας (ελληνοκεντρικός και συγχρόνως εξωπραγματικός λόγος των κομμάτων).


Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (όπως αυτοί που υπήρξαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια) δεν παράγουν μόνο περισσότερο πλούτο αλλά και εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες. H ένταση των ανισοτήτων, ακόμη και όταν συνδέεται, όπως στον τόπο μας, με την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του μέσου ανθρώπου, δημιουργεί δυσαρέσκειες που φυσικά έχουν επιπτώσεις στο εκλογικό πεδίο. Το ζητούμενο βέβαια, όπως το διακηρύσσουν οι κομματικές ηγεσίες, είναι η «κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη»: ο συνδυασμός υψηλών ρυθμών αύξησης του εθνικού εισοδήματος με άμβλυνση ή έστω σταθεροποίηση των ανισοτήτων (για λόγους απλούστευσης, αφήνω στην μπάντα το θέμα της «βιώσιμης» ανάπτυξης). Το ζητούμενο με άλλα λόγια είναι ένα μοντέλο ανάπτυξης όπου η πιο δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου να μην επηρεάζει τις επενδύσεις (εγχώριες και ξένες) και άρα τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.


Πόσο εφικτό όμως είναι αυτό το μοντέλο σήμερα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εδραιώθηκε πλήρως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης; Ας ρίξουμε μια ματιά σε χώρες που πέτυχαν «ανάπτυξη συν αναδιανομή». Αυτόν τον επιθυμητό συνδυασμό τον βλέπουμε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (δηλαδή πριν από τη ραγδαία απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών) στις λεγόμενες «ασιατικές τίγρεις» (N. Κορέα, Ταϊβάν κ.ά.). Σε αυτή την περίπτωση έχουμε ένα εξαιρετικά αυταρχικό, παρεμβατικό αλλά και τεχνοκρατικά αποτελεσματικό κράτος που κατόρθωσε, μέσω της ανάπτυξης των εξαγωγών, να επιτύχει και θεαματική αύξηση του εθνικού πλούτου και την εξίσου θεαματική αναδιανομή του προς τα λαϊκά στρώματα. Ενα παρόμοιο μοντέλο αυταρχικής καπιταλιστικής ανάπτυξης βλέπουμε σήμερα στην Κίνα – με τη διαφορά όμως ότι σε αυτή την απέραντη χώρα οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνοδεύονται από αναδιανομή αλλά από μια έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων. Και αυτή η έκρηξη δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στη «διαφθορά» της κινεζικής ηγεσίας. Οφείλεται μάλλον στο ότι η Κίνα, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι αναγκασμένη να βασίσει την ανάπτυξή της στην προσέλκυση του πολυεθνικού κεφαλαίου – δηλαδή στη δημιουργία ενός «ευνοϊκού κλίματος» όχι για την εργασία αλλά για το κεφάλαιο.


Οσο για παραδείγματα επίτευξης «κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης» στον δυτικό κόσμο, αυτά τα βλέπουμε κυρίως, αλλά όχι μόνο, στις σκανδιναβικές χώρες, στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975). Σε αυτή την περίοδο βλέπουμε εντυπωσιακή ανάπτυξη με αναδιανομή πλούτου και χαμηλή ανεργία χωρίς πολιτικό αυταρχισμό! Αυτό το εξαιρετικά επιθυμητό μοντέλο όμως, μετά τη ραγδαία απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών, έπαψε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Στις σκανδιναβικού τύπου σοσιαλδημοκρατίες σήμερα η ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής δεν εξαφανίστηκε (αντίθετα με την κυρίαρχη αριστερίστικη ιδεολογία, το κράτος πρόνοιας δεν αποδομήθηκε). Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι οι ανισότητες εντείνονται, ενώ η αυξανόμενη ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας οδηγεί σε πιέσεις για τη μείωση των κοινωνικών δαπανών.


* H ένταση των ανισοτήτων


Με βάση τα παραπάνω προβλήματα (που αγνοήθηκαν τελείως από τα δύο μεγάλα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο), δεν είναι περίεργο ότι στις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουμε αυξανόμενη παραγωγή πλούτου και αυξανόμενες ανισότητες. Παρ’ όλες τις αναδιανεμητικές προσπάθειες που έγιναν μέσα στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο γίγνεσθαι, οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες εντάθηκαν και στη χώρα μας και στην Ευρώπη πιο γενικά. Δεν είναι επίσης περίεργο ότι οι αυξανόμενες ανισότητες και η επακόλουθη περιθωριοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας (κοινωνία 1/3 – 2/3) δεν μπορούσε παρά να έχει αρνητικά αποτελέσματα για ένα κεντροαριστερό κόμμα που, με μια σύντομη διακοπή, κυβερνά τη χώρα για είκοσι χρόνια.


Οσο, τέλος, για τις υποσχέσεις του ΠαΣοΚ και της ΝΔ, ότι στην επόμενη δεκαετία θα πετύχουν και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ουσιαστική αναδιανομή, αυτό ακούγεται εξωπραγματικό αν λάβουμε υπόψη μας (α) την πιθανή συνέχιση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, (β) την έλλειψη σκανδιναβικού – σοσιαλδημοκρατικού τύπου υποδομές κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και συναινετικών – αναδιανεμητικών μηχανισμών στη χώρα μας.


Και αν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνδυάζονται πια εύκολα με την άμβλυνση των ανισοτήτων, το ίδιο ισχύει δυστυχώς και με την ανεργία. H θέση που αναπτύχθηκε από όλα τα κόμματα στην προεκλογική περίοδο, ότι η λύση της ανεργίας έγκειται σε ακόμη πιο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (η νέα κυβέρνηση μιλάει για 5,5%), δεν λαμβάνει υπόψη της: (α) την τάση, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, να έχουμε την αποκαλούμενη jobless growth (ανάπτυξη χωρίς σημαντική μείωση της ανεργίας), (β) ότι, αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη δοξασία, οι νέες τεχνολογίες δεν δημιουργούν τόσες νέες θέσεις εργασίας, αντίστοιχες με αυτές που καταστρέφουν, (γ) ότι ο μόνος τρόπος σημαντικής μείωσης της ανεργίας, στις νέες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι η δημιουργία ενός καθεστώτος «ευέλικτης εργασίας», δηλαδή η δημιουργία, όπως στις ΗΠΑ, κακοπληρωμένων θέσεων μερικής απασχόλησης.


* H Ολυμπιάδα και οι πόροι


Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι τα παραπάνω προβλήματα είναι κοινά σε όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά – σοσιαλιστικά κόμματα, πράγμα που εξηγεί τη σοβαρή κρίση που αυτά περνούν σήμερα. Με άλλα λόγια το παρόν νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο είναι πιο ευνοϊκό για την Κεντροδεξιά, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την παραγωγή πλούτου, και λιγότερο για την Κεντροαριστερά, που επικεντρώνει την προσοχή της στις ανισότητες και στην ανεργία. (H πρόσφατη νίκη των ισπανών σοσιαλιστών οφείλεται, όχι στο ξεπέρασμα της κεντροαριστερής κρίσης, αλλά στη βλακώδη εξωτερική πολιτική του Αθνάρ στο θέμα του Ιράκ.) Υπάρχει όμως ένα επιπλέον πρόβλημα που αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας και που εντείνει την κρίση της ελληνικής Κεντροαριστεράς: οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ο πανεθνικός ενθουσιασμός μας για τους Αγώνες που «κερδίσαμε» μάς κάνει να ξεχνάμε ότι τεράστιοι πόροι (για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα) πήγαν για τα ολυμπιακά έργα, πόροι που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην υγεία και στην παιδεία. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορεί να ικανοποίησαν την εθνική μας υπερηφάνεια, δεν βοήθησαν όμως στο να λυθούν τα λεγόμενα προβλήματα της καθημερινότητας. Επιπλέον, επειδή τα έργα άργησαν να ξεκινήσουν (αποτυχία της προεδρίας Μπακούρη), οι εργολάβοι είχαν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση. H τελευταία είχε το εξής δίλημμα: ολοκλήρωση των έργων με ταχείες και άρα αδιαφανείς διαδικασίες ή πιο χρονοβόρες και διαφανείς διαδικασίες με τον κίνδυνο της μη ολοκλήρωσης των έργων.


Ανακεφαλαιώνοντας, η διακυβέρνηση Σημίτη χρεώθηκε όχι μόνο τα προβλήματα που μπορούσε να λύσει αλλά και τα προβλήματα που, λόγω μιας σειράς δομικών περιορισμών, δεν ήταν δυνατόν να λύσει.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.