Το αυτονόητο στερεότυπο για το σημερινό άνθρωπο του δυτικού πολιτισμού, στον τίτλο αυτού του κειμένου, δεν ήταν ούτε αυτονόητο ούτε στερεότυπο στις αρχές του 14ου αιώνα. Ηταν η φιλοσοφική αρχή πάνω στην οποία ένα πολυσήμαντο σύστημα πολιτισμικής σκέψης, η Αναγέννηση, βάσισε και ανέπτυξε τις παραγωγικές του σχέσεις. H αρχή αυτή επιλέχθηκε και αξιοποιήθηκε για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος υπήρξε το ότι ήταν η πιο πρόσφορη για την αποσύνδεση της ανθρώπινης δραστηριότητας από το θεολογικό δογματικό πλαίσιο που επικρατούσε και από τις ποικίλες αγκυλώσεις που συνεπαγόταν η ευρύτατη κοινωνική του επιρροή.


Επειδή ο παράγων αυτός επηρέαζε αποφασιστικά τις κοινωνικές σχέσεις ως πλαίσιο ιδεολογίας, η στροφή και η ιλιγγιώδης πορεία της αναγεννησιακής σκέψης προς την εκλογίκευση των πάντων είχε, πάνω από όλα, ως κίνητρο τη συστηματική αποστασιοποίηση του πολίτη από τη σχέση του με τον κόσμο όπως την υπαγόρευε η θρησκευτική δογματική. Βάθρο για την ανάπτυξη του νέου κοσμοειδώλου ήταν η ανθρωποκεντρική αντίληψη της κλασικής αρχαιότητας.


Στην τέχνη, Αναγέννηση είναι η αναβίωση της ποίησης, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής υπό την επίδραση των αρχαίων προτύπων. H αναβίωση αυτή ξεκίνησε από τον 14ο αιώνα στη Φλωρεντία και ολοκλήρωσε τη μορφή της στις πρώτες δεκαετίες του 16ου στη Ρώμη. Για το πότε ξεκίνησε δεν υπάρχει συμφωνία, όλοι όμως δέχονται ως περίοδο διαμόρφωσης της Πρώιμης φάσης της τον 15ο αιώνα και ως τόπο τη Φλωρεντία. Μετατοπισμένη χρονικά η οπτική της εξαπλώθηκε σταδιακά σε ολόκληρη την Ευρώπη. H επίδρασή της ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε δεν είναι περίεργο ότι τον 19ο αιώνα, όταν συγκροτήθηκε η ιστορία της τέχνης ως επιστήμη, η Αναγέννηση υπήρξε η περίοδος που αποτέλεσε τον παραδειγματικό άξονα όλων των θεμελιακών συγγραμμάτων του νέου επιστημονικού κλάδου. Την προνομιακή αυτή θέση στην έρευνα, την ερμηνεία και τη σπουδή των τεχνών διατήρησε για πάνω από έναν αιώνα. Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει περίοδος για την οποία να έχουν γραφεί περισσότερα κείμενα από αυτήν.


H έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης σε συνεργασία με το Ιδρυμα Λόνγκι και με γενναιόδωρη οικονομική υποστήριξη της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας συγκεντρώνει τον εντυπωσιακό αριθμό 500 εκθεμάτων, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα. H δαιμονική επιμονή της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα είχε για άλλη μια φορά εξαιρετικά αποτελέσματα. Είναι εξάλλου μια ιστορικός της τέχνης με ιδιαίτερη σχέση με το θέμα αφού είναι συγγραφέας τριών βιβλίων για την Αναγέννηση (το τελευταίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη) που όλα έχουν τη σφραγίδα του άρτιου επιστημονικού της λόγου. Ανάλογη ειδίκευση στην περίοδο έχει και η ιταλίδα επιμελήτρια της έκθεσης καθηγήτρια Mina Gregori, πρόεδρος του Ιδρύματος Logi.


Αξονας λοιπόν της έκθεσης είναι το καταγωγικό νήμα που συνδέει την αναγεννησιακή οπτική με την κλασική αρχαιότητα. Και δεν μπορεί κανείς παρά να χαιρετίσει το εγχείρημα ως μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τους Ελληνες να γνωρίσουν από κοντά μια τόσο εκτεταμένη και πολυσύνθετη πρόσληψη του κλασικού κανόνα από τη δυτική τέχνη. Την έκθεση πρέπει να επισκεφθούν όσο γίνεται περισσότεροι, ιδιαίτερα οι νέοι. Θα γνωρίσουν έναν κόσμο που η εκπαίδευσή μας δεν περιλαμβάνει παρά ελάχιστα στο πρόγραμμά της και, επειδή θα τον γνωρίσουν με τις αισθήσεις τους και όχι από λόγια της καθέδρας, θα τον οικειοποιηθούν όσο λίγα πράγματα στην εκπαίδευσή τους. Θα δουν ότι ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης έκοψε τους δεσμούς με το μεσαιωνικό παρελθόν της ζωγραφικής που ως τότε ασκούνταν με βάση συνταγολόγια για τη σύνθεση, τις μορφές και τα χρώματα. Με άλλα λόγια ότι η ζωγραφική αυτή είναι η πρώτη των νεότερων χρόνων που δεν παράγεται δογματικά. Θα δουν ότι ο καλλιτέχνης μεταβλήθηκε από χειρώνακτα σε δημιουργό μια και προϋπόθεση για να ζωγραφίσει αυτά τα έργα ήταν να ανοίξουν γι’ αυτόν οι ορίζοντες της αισθητικής, της φιλοσοφίας και της μυθικής σκέψης. Να έχει δηλαδή μυηθεί στους προβληματισμούς της ανθρωπιστικής παιδείας, απαραίτητης για τέτοιες συνθέσεις. Θα δουν ακόμη ότι η αισθητική της κλασικής αρχαιότητας έγινε δεκτή όχι δουλικά, αλλά ως αρχέτυπο προς το οποίο ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης αναμετρήθηκε και το οποίο εμπλούτισε με την ποιητική και την τεχνογνωσία του. Αναπτύσσοντας τις αρχές π.χ. της προοπτικής απεικόνισης με πολυσύνθετους τρόπους έφθασε σε πρωτοφανή τελειότητα την ψευδαισθησιακή εικόνα που για αιώνες μετά θεωρούνταν το απόγειο της παραστατικής έκφρασης του δυτικού πολιτισμού. Θα δουν ακόμη τη διαρκή διαλεκτική σχέση της εκκλησίας με την πολιτική και θα κρίνουν αν ισχύει η κρατούσα άποψη ότι θεμέλιο του αναγεννησιακού πολιτισμού αποτέλεσε η ανάδυση της ατομικότητας και του προσωπικού επιτεύγματος ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.


Τέλος, κι αν ακόμη δεν γνωρίζει κανείς την ύπαρξη της ιστορικής περιόδου, όλοι ξέρουν πως η αναγέννηση, ο ξαναγεννημός, η εκ νέου γέννηση, είναι μια θετική έννοια, σχεδόν ευφρόσυνη και συνώνυμη της προόδου. Ενα λιγότερο θετικό βλέμμα θα μπορούσε να την δει και ως μια σισσύφεια διαδικασία: ξανά και ξανά γέννηση σαν όλες οι προηγούμενες να έχουν αποδειχτεί μάταιες και να χρειάζεται αναγκαστικά μια ακόμη. Αυτό το επιτείνουν και οι ιστορικοί του πολιτισμού όταν αναφέρονται σε πολλές και διαδοχικές αναγεννήσεις της τέχνης πριν αλλά και μετά από τη μεγάλη, αυτήν που επίλεκτα έργα της μπορούμε να δούμε ως τις 25 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.