Στο προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα της Κυριακής», 8.2.2004) εξέτασα την έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας σε σχέση με αυτήν του πλουραλισμού. Ανέπτυξα το επιχείρημα ότι η εμβάθυνση της δημοκρατίας σήμερα προϋποθέτει όχι μόνο μεγαλύτερη συμμετοχή του πολίτη στα κοινά αλλά και ένα πιο πλουραλιστικό πλαίσιο που θα άμβλυνε τις έντονες ανισορροπίες που η κομματικοκρατία από τη μία μεριά και η αγοροκρατία από την άλλη έχουν δημιουργήσει στη χώρα μας.


Στο σημερινό άρθρο θα συνεχίσω τον προβληματισμό γύρω από την ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας προσπαθώντας να δω με ποιον τρόπο αυτή η ιδέα συνδέεται με τη διάκριση Αριστερά / Δεξιά και, πιο συγκεκριμένα, με την προφανή σύγκλιση Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς που βλέπουμε στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες σήμερα.


* H σύγκλιση και η παγκοσμιοποίηση


H σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, που βλέπουμε και στη χώρα μας, συνδέεται άμεσα με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που αναπτύσσεται ραγδαία από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα. Το απότομο άνοιγμα των αγορών που η παγκοσμιοποίηση επέφερε οδήγησε σε μια θεαματική αύξηση του παραγομένου πλούτου από τη μία μεριά και από την άλλη σε μια εξίσου θεαματική αύξηση των ανισοτήτων και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα στο νέο αυτό πλαίσιο οι συμβατικές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές έπαψαν να είναι βιώσιμες. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα μετά την παταγώδη αποτυχία της κρατικιστικής/κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής που η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Μιτεράν προσπάθησε να ακολουθήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (κρατικοποιήσεις, αύξηση των κρατικών επενδύσεων κτλ.). Οπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση Μιτεράν αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών και από τότε όλες οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν πως μέσα στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο οι αναπτυξιακές στρατηγικές που βασίζονται στον κεϊνσιανού τύπου κρατικό παρεμβατισμό έπαψαν να λειτουργούν αποτελεσματικά. Αντιλήφθηκαν, με άλλα λόγια, πως υπάρχει μια βασική αντινομία μεταξύ μιας νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας οικονομίας και μιας κρατικιστικής, οικονομικής στρατηγικής στο επίπεδο ενός συγκεκριμένου κράτους-έθνους. Αυτή η διαπίστωση ανάγκασε τη σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά να αντιμετωπίσει πιο θετικά τις αξίες του ανταγωνισμού και της παραγωγικότητας που το άνοιγμα της αγοράς τείνει να δημιουργεί.


Από την άλλη μεριά, όμως, η σύγκλιση δεν ήταν μονόπλευρη αλλά αμφίπλευρη. Δεν ήταν μόνο η Κεντροαριστερά που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σταδιακά την κρατικιστική οικονομική πολιτική. H Κεντροδεξιά αναγκάστηκε επίσης να εγκαταλείψει την ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η οποία ισχυρίζεται ότι οι μηχανισμοί της αγοράς λύνουν όχι μόνο τα προβλήματα της παραγωγής πλούτου αλλά και αυτά της αναδιανομής του (μέσω του περίφημου trickle down effect: δηλαδή, της αυτόματης, χωρίς κρατική παρέμβαση, διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω). Ετσι κεντροδεξιές κυβερνήσεις, στην Ευρώπη τουλάχιστον, αποδέχθηκαν ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις της «χρυσής περιόδου της σοσιαλδημοκρατίας» (1950-1975) δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν πλήρως. Αντιλήφθηκαν ότι μια αντιλαϊκή στρατηγική αποδόμησης του κράτους προνοίας θα ήταν, από εκλογική άποψη, καταστρεπτική. Ετσι, αν η ανάγκη επιβίωσης σε ένα νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα υποχρέωσε την Κεντροαριστερά να πάρει περισσότερο στα σοβαρά τη λογική της αγοράς, η ανάγκη εκλογικής υποστήριξης υποχρέωσε την Κεντροδεξιά να σεβαστεί σε έναν σημαντικό βαθμό τη λογική της κοινωνικής συνοχής που το κράτος προνοίας εκπροσωπεί. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που, παρ’ όλο που το δυτικοευρωπαϊκό κράτος προνοίας δέχεται σοβαρές πιέσεις/επιθέσεις, κατόρθωσε να επιβιώσει – ακόμη και στη θατσερική/μπλερική Αγγλία. (Οι εμπειρικές έρευνες που έχουν γίνει πάνω σε αυτό το θέμα απορρίπτουν κατηγορηματικά τον μύθο της ραγδαίας έκλειψης του κράτους προνοίας στη Δυτική Ευρώπη.)


* H εμβάθυνση της δημοκρατίας


Αν δεχθούμε τη σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, υπάρχουν ακόμη τομείς όπου η Κεντροαριστερά μπορεί να διαφοροποιηθεί από την Κεντροδεξιά; Σε αυτή την ερώτηση ένας σημαντικός αριθμός προοδευτικών διανοουμένων απαντά σήμερα με ένα καταφατικό ναι προβάλλοντας την ιδέα της εμβάθυνσης της δημοκρατίας σαν μια στρατηγική της Κεντροαριστεράς που είναι βιώσιμη – ακόμη και στην περίπτωση μακροχρόνιας επιβίωσης του παγκοσμίου νεοφιλελεύθερου status quo.


Οπως υποστήριξα στο προηγούμενο άρθρο μου, η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας και πιο γενικά της ανάγκης ριζικής εμβάθυνσης της δημοκρατικής διαδικασίας, παρ’ όλο που έχει μια μακρά ιστορία, αναπτύχθηκε κατά συστηματικό τρόπο πρόσφατα από πολλούς διανοουμένους που μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το άνοιγμα των παγκοσμίων αγορών και την επακόλουθη σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς είδαν στον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό μέσω της ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών ένα νέο πεδίο πολιτικοποίησης και αμφισβήτησης των πολιτικοκοινωνικών κατεστημένων (βλ. τα έργα των Hirst, Laclau, Castells, Mouffe, Cohen, Arato, Kean, Held κ.ά.).


Από την «κεντροαριστερή» αυτή προοπτική, αν η αμφισβήτηση του status quo στις «νεωτερικές» δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ξεκίνησε με αγώνες για τη διάχυση πολιτικών δικαιωμάτων στις λαϊκές μάζες (π.χ., αγώνες για τη θεσμοποίηση της καθολικής ψηφοφορίας στον 19ο αιώνα), συνεχίστηκε με την απαίτηση διάχυσης κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων προνοίας στον 20ό αιώνα. Στο κατώφλι του 21ου αιώνα η αμφισβήτηση πρέπει να περάσει από τον πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό χώρο σε αυτόν της κοινωνίας των πολιτών. Περνάμε, με άλλα λόγια, από αγώνες για τη διάχυση/εξάπλωση πολιτικών και κοινωνικοοικομικών δικαιωμάτων σε αγώνες για τη διάχυση πολιτισμικών δικαιωμάτων (δικαίωμα στην ετερότητα) καθώς και «δικαιωμάτων του πολίτη». Τα τελευταία συνδέονται με την ανάγκη ενεργοποίησης του πολίτη σε έναν τρίτο χώρο που δεν λειτουργεί ούτε στη βάση της κομματικοκρατικής λογικής ούτε σε αυτήν της αγοράς.


Είναι ακριβώς σε αυτόν τον χώρο που μπορεί να έχουμε, αντί για σύγκλιση, σαφή διαφοροποίηση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Τουλάχιστον στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας η συντηρητική ιδεολογία βασίζεται στη λογική «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά», λιγότερο «αναποτελεσματικούς» γραφειοκράτες και περισσότερους «δημιουργικούς» επιχειρηματίες. Από την άλλη μεριά, η κεντροαριστερή στρατηγική της συμμετοχικής δημοκρατίας βασίζεται στη φόρμουλα: λιγότερο κράτος (αποκέντρωση, άμβλυνση της γραφειοκρατίας αλλά και της κομματικοκρατίας), λιγότερη αγορά (ρύθμιση, δηλαδή, της αγοράς με βάση όχι μόνο την παραγωγικότητα αλλά και την κοινωνική συνοχή και οικολογία) και περισσότερη κοινωνία των πολιτών (θεσμοποιημένη συνεργασία κομμάτων – ΜΚΟ, ανεξάρτητες αρχές ως αντίβαρο στην κομματικοκρατία και αγοροκρατία κτλ.).


Με άλλα λόγια, η θεωρητική παράδοση στην οποία η έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας ανήκει τονίζει την ανάγκη αντιμετώπισης με έναν νέο, ριζοσπαστικό/δημοκρατικό τρόπο μιας σειράς δυσλειτουργιών που χαρακτηρίζουν και το σύγχρονο κράτος (αγκύλωση της δημόσιας διοίκησης, αυταρχισμός, διαφθορά, αδιαφάνεια) και την αγορά (μονοπωλιακές / ολιγοπωλιακές καταστάσεις, ανισότητες, έλεγχος πολιτικών και MME από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα κτλ.). Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των παραπάνω δυσλειτουργιών είναι «νέος» γιατί δεν βασίζεται μόνο στα κόμματα, που από τη σκοπιά της συμμετοχικής δημοκρατίας δεν μπορούν να είναι διαιτητές γιατί είναι μέρος του προβλήματος. Βασίζεται στη συσπείρωση πολιτών εκτός του κομματικού χώρου καθώς και στη δημιουργία νέων ανεξάρτητων αρχών που, όταν έχουν ουσιαστική αυτονομία και δύναμη, λειτουργούν ως αντίβαρα και στις κομματικοκρατικές και στις αγοροκρατικές τάσεις της κοινωνίας. Βασίζεται, με άλλα λόγια, σε μια νέα ισορροπία μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας πολιτών.


* Μια νέα ευαίσθητη ισορροπία


Νομίζω ότι η στρατηγική της συμμετοχικής δημοκρατίας, στον βαθμό που οδηγεί στη μετάβαση πόρων και εξουσιών από την αγορά και το κομματικοκρατικό σύστημα στην κοινωνία των πολιτών, αποτελεί μια καινοτόμο πολιτική που μπορεί να οδηγήσει στην αναβίωση της κεντροαριστεράς παράδοσης και στη διαφοροποίησή της από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις. Και αυτό γιατί οι τελευταίες υποστηρίζουν πως οι δυσλειτουργίες και του κράτους και της αγοράς μπορούν να διορθωθούν με συμβατικά μέσα. Για παράδειγμα, στη χώρα μας η συντηρητική παράταξη πρεσβεύει ότι για όλα τα δεινά φταίει η έλλειψη εναλλαγής στην εξουσία που οδήγησε στην «καθεστωτική» νοοτροπία του κυβερνώντος κόμματος. Με βάση αυτή τη λογική η λύση θα έρθει μέσα από τα κόμματα. Θα έρθει όταν το «διεφθαρμένο και αλαζονικό» ΠαΣοΚ δώσει την εξουσία στη μη καθεστωτική, μη αλαζονική ΝΔ, της οποίας τα στελέχη δεν έχουν ευθύνη για τα κακώς κείμενα.


H θεωρία της συμμετοχικής δημοκρατίας δίνει λιγότερη έμφαση στη συχνή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και περισσότερο σε μια νέα ισορροπία μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας πολιτών. Σε μια κατάσταση όπου η κοινωνία πολιτών δεν θα συνθλίβεται, όπως στη χώρα μας, από τον αυταρχικό κρατικισμό από τη μία μεριά και την ασυδοσία της αγοράς από την άλλη. Μια κατάσταση όπου, τουλάχιστον μακροχρόνια, ο χώρος της κοινωνίας πολιτών θα παίζει επιτελικό ρόλο στη ρύθμιση των δυσλειτουργιών και της κρατικής μηχανής και της αγοράς. Πρόκειται βεβαίως για ένα όραμα. Ενα όραμα όμως που δεν είναι τελείως ουτοπικό σε μια περίοδο όπου βλέπουμε από τη μία μεριά την απαξίωση των κομμάτων και από την άλλη τη δίψα των σκεπτόμενων νέων για καινοτόμες, μη κομματικές μορφές συμμετοχής στον δημόσιο χώρο.


Βεβαίως, όπως σωστά τόνισε ο K. Τσουκαλάς σε ένα πρόσφατο άρθρο του («Το Βήμα της Κυριακής», 22.2.2004), η συμμετοχική δημοκρατία δεν μπορεί να λύσει τα κύρια δομικά προβλήματα που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει στο εσωτερικό των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών (π.χ., το πρόβλημα της ανισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, των αδυναμιών του εθνικού κράτους να ελέγξει το πολυεθνικό κεφάλαιο κτλ.). Θα κλείσω με δύο σύντομες παρατηρήσεις επάνω σε αυτό το θέμα. Πρώτον, υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς στο πρόβλημα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. H τελευταία δέχεται τον νεοφιλελεύθερο τρόπο ρύθμισης της παγκόσμιας αγοράς σαν κάτι και θετικό και μη ανατρέψιμο. H Κεντροαριστερά, από την άλλη μεριά, στοχεύει στη σταδιακή ρύθμιση των μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς προς το κοινωνικότερο και το οικολογικότερο. Γι’ αυτόν τον λόγο η Κεντροαριστερά στηρίζει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης καθώς και την αυτονόμησή της από τις ΗΠΑ. Στηρίζει επίσης, τουλάχιστον θεωρητικά, όχι μόνο τις παγκόσμιες ΜΚΟ (που αυξάνονται γεωμετρικά) αλλά και τα νέα κινήματα τύπου Σιάτλ/Γένοβας που μπορούν, αν ξεπεράσουν τις συχνά ουτοπικές/αναρχοσυνδικαλιστικές τους τάσεις, να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών, καθώς και στον μετασχηματισμό του παγκοσμίου status quo.


Δεύτερον, δεδομένου ότι η αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα (όταν και αν επιτευχθεί) είναι θέμα μακροχρόνιας στρατηγικής, σε μια πρώτη φάση υπάρχουν πολλά προβλήματα στη χώρα μας (όπως η πελατειακή δομή των κομμάτων, η κομματικοκρατία, η ανισορροπία κράτους – κοινωνίας πολιτών κτλ.) που μια προοδευτική κυβέρνηση μέσα στα πλαίσια της συμμετοχικής δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπίσει κατά δημιουργικό, χειραφετικό τρόπο.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.