Κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε μια αμφίδρομη – και αμφιλεγόμενη βεβαίως – επιστροφή των Βαλκανίων στην Ευρώπη. Με την αλλαγή του 1989, τα ως τότε αντιδυτικά, σλαβικά Βαλκάνια αναζήτησαν εκ νέου τη θέση τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια αλλά και η Δυτική Ευρώπη επέστρεψε στη βαλκανική χερσόνησο. Μέσα στην καινούργια πολιτική συγκυρία που προήλθε από την κατάρρευση του μετώπου Ανατολής και Δύσης στο εσωτερικό της Ευρώπης δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να ξαναγραφούν τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η βαλκανική ιστορία. Αλλωστε το μέτωπο αυτό που χώριζε την Ανατολική από τη Δυτική Ευρώπη δεν ήταν μόνο ιστορικό αλλά και ιστοριογραφικό.


Στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών και των ιδεολογικών ανακατατάξεων, η έννοια της ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία ως τότε ήταν σαφώς δυτικοκεντρική, άρχισε να διευρύνεται για να συμπεριλάβει και το ανατολικό και το νοτιοανατολικό τμήμα της ηπείρου. H φαντασιακή αυτή επιστροφή της Ευρώπης στα Βαλκάνια ήταν δύσκολη και απαιτούσε νέες κατασκευές ώστε τα πολιτισμικά σύνορα να συναντήσουν τα φυσικά σύνορα της Ευρώπης, η ιστορία να συμπέσει με τη γεωγραφία. Οσα είχαν παγιωθεί, μέσα από ποικίλες αφαιρέσεις και γενικεύσεις, ως συστατικά στοιχεία της ευρωπαϊκότητας – χριστιανισμός, ορθολογισμός, φιλελευθερισμός – έπρεπε να σχετικοποιηθούν ώστε να συνυπάρξουν με όσα όριζαν την πολιτισμική τους ετερότητα – την ανατολική εκδοχή του χριστιανισμού και το Ισλάμ, το βυζαντινό και το οθωμανικό πολιτικοοικονομικό σύστημα. Στην ουσία επρόκειτο για συνύπαρξη των δύο ζευγών αντιθέτων: της Δύσης με την Ανατολή, της Ευρώπης με την Ασία. Γιατί απλώνοντας την ευρωπαϊκότητα στα γεωγραφικά σύνορα της Ευρώπης σήμαινε ότι συμπεριλαμβανόταν πλέον μια Ρωσία με ισχυρό και σαφώς πιο εκτεταμένο ασιατικό τμήμα και μια Τουρκία που θεωρούσε κοιτίδα της την Κεντρική Ασία και βασικό της κορμό την Ανατολία.


Οι δυσκολίες αυτές οριοθέτησαν και την επιστροφή των Βαλκανίων ως μέρους του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πράγματι το 1989 σήμανε ενδεχομένως το τέλος της ιστορικής αλλά όχι και της ιστοριογραφικής διαίρεσης της Ευρώπης. Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, κάποτε ιεραποστολικού τύπου, για να ξαναγραφεί η βαλκανική ιστορία, φάνηκαν τα όρια μιας απόπειρας που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τα στοιχεία της «κατασκευής». Τα όρια αυτά εξάλλου αποκαλύφθηκαν αρκετά σύντομα και από την προηγούμενη εμπειρία της συγγραφής μιας κοινής ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία προσέκρουσε στον ίδιο τον ορισμό της ευρωπαϊκότητας και στην αδυναμία να συμπεριλάβει – για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας – στοιχεία πασιφανώς ξένα.


Στα ίδια τα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια, η επιστροφή στην Ευρώπη γινόταν σε βάρος του δικού τους ιδιαίτερου κοινού ιστορικού παρελθόντος. Αναπτύσσονταν εθνοκεντρικές ή ανοιχτά εθνικιστικές ιστορίες, κατακερματίζοντας και υπονομεύοντας την περιφερειακή ιστορία, ως υποσύνολα του ανώτερου ευρωπαϊκού υπερσυνόλου. Κάθε βαλκανική εθνική ιστορία συνδεόταν έτσι απευθείας με την ευρωπαϊκή ιστορία χωρίς ενδιάμεσους περιφερειακούς αναβαθμούς.


Ωστόσο η επιστροφή της Ιστορίας στα Βαλκάνια κατά την τελευταία δεκαετία αφορά πρωτίστως τις ίδιες τις εθνικές ιστορίες και μόνο δευτερευόντως τη σύνδεση με την ευρωπαϊκή ιστορία. Στις κομμουνιστικές χώρες, πριν από το 1989, κυριαρχούσε ένας αντιφατικός συνδυασμός μαρξίζουσας ανάλυσης της συνολικής ιστορικής εξέλιξης, γεγονοτολογικής αφήγησης με έμφαση στην πολιτική και στη στρατιωτική ιστορία και εθνικής θεματικής. H κατάρρευση του κομμουνισμού στις βόρειες βαλκανικές χώρες συμπαρέσυρε και τη μαρξιστική ιστοριογραφία που επί δεκαετίες καθόριζε τον τρόπο αφήγησης και ερμηνείας του παρελθόντος. H επίσημη αυτή ιστοριογραφία που παραγόταν από τους κρατικούς θεσμούς (πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα) και διδασκόταν στα σχολεία ως κυρίαρχος επιστημονικός λόγος δεν ευθυγραμμιζόταν εν τούτοις με την κοινωνική μνήμη ούτε με την αντίληψη του παρελθόντος που μεταδίδονταν μέσα στην οικογένεια. Γραπτή ιστορία και προφορική ιστορία αναμετρώνταν και συχνά αλληλοαναιρούνταν. Παράλληλες αφηγήσεις συνυπήρχαν έτσι ώστε η αλλαγή του κυρίαρχου ιστορικού αφηγήματος να μη γίνει εν κενώ ούτε να συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις. Εύκολα λοιπόν η επίσημη «παλαιά» ιστορία παραχώρησε τη θέση της σε μια «νέα» ιστορία.


Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας ιστορίας; Κατά πόσο αποτελεί τομή και κατά πόσο συνέχεια με την προηγούμενη «παλαιά» ιστορία; Σε ποιον βαθμό είναι δυνατό γενιές ιστορικών και δασκάλων που έχουν εκπαιδευτεί μέσα σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης να γράψουν και να διδάξουν μια πραγματικά «νέα» ιστορία;


Για τις πρώην κομμουνιστικές χώρες ιδιαίτερα, το ξαναγράψιμο της ιστορίας μετά το 1989 ακολουθεί πολλαπλούς και αντιφατικούς δρόμους, από τον ιστορικό σχετικισμό ως την ανατομία του εθνικού στίγματος. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία αποσιωπώνται όσα ένωναν πριν τους λαούς της για να προβληθούν οι διαφορές και οι συγκρούσεις μέσα σε μια λογική αποσύνθεσης. Οι σύγχρονες συγκρούσεις, μέσω της προβολής τους στο παρελθόν, εμφανίζονται ως συνεχείς και αναλλοίωτες μέσα στον ιστορικό χρόνο. Γίνονται έτσι αντιληπτές ως αναπόφευκτες, «εγγενείς» και επομένως ως νομοτελειακά προορισμένες να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές.


Η κομμουνιστική περίοδος μπήκε σε μια παρένθεση λήθης ή απόρριψης και η νέα πορεία βαφτίστηκε «απο-ιδεολογικοποίηση» της ιστορίας. Μνημεία και σύμβολα αποκαθηλώθηκαν και καταστράφηκαν με τη βιαιότητα της κάθαρσης και με τη θεατρικότητα της τελετουργίας και νέοι τόποι μνήμης (επαν)ανακαλύφθηκαν. Σε κάποιες χώρες – όπως η Ρουμανία – άλλαξαν όλα τα εθνικά σύμβολα: η σημαία, ο εθνικός ύμνος, ο εθνικός θυρεός, η εθνική επέτειος.


Συνεπώς, οι τρόποι με τους οποίους μια «νέα» ιστορία των Βαλκανίων εντάσσεται στην ευρωπαϊκή ιστορία, τα χαρακτηριστικά μιας περιφερειακής βαλκανικής ιστορίας, οι δυνατότητες και οι δυσκολίες συγγραφής μιας τέτοιας ιστορίας αποτελούν ζητήματα ανοιχτά στα οποία θα επανέλθουμε σε επόμενη επιφυλλίδα.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.