Το ζήτημα του δημόσιου χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο διάλογος αυτός έχει ως τώρα επικεντρωθεί στο ζήτημα της κρατικής ή μη κρατικής χρηματοδότησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Αυτή η επικέντρωση είναι εύλογη και σε μεγάλο βαθμό εύστοχη, αφού οι δημόσιοι πόροι που επενδύονται στην εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκονται σε εξευτελιστικά χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορούμε καν να ξεκινήσουμε τη συζήτηση περί δημόσιων ή μη κρατικών πανεπιστημίων, όταν το ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία βρίσκεται περίπου στο μισό του αντίστοιχου ποσοστού σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης έχει μια μακρά πλέον ιστορία. Καμία ουσιαστική συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να ξεκινήσει αν δεν προηγηθεί μια δέσμευση για γενναία αύξηση των συνολικών εθνικών πόρων για την Παιδεία.


Ενα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της συζήτησης είναι ότι έχει σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας και λίγο φαίνεται να απασχολεί άλλες κοινωνικές ομάδες και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ενδεικτικός αυτής της αποστασιοποίησης είναι ο τρόπος με τον οποίο η πρόθεση να επιτραπεί η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων εντάχθηκε ομαλά και σχεδόν αυτονόητα στις προεκλογικές εξαγγελίες και των δύο πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν σήμερα την εξουσία. Αυτό που στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας αποτελεί σχεδόν θέμα-ταμπού δεν φαίνεται να σοκάρει, να διχάζει ή να προβληματίζει την κοινή γνώμη, γεγονός που απελευθερώνει σε μεγάλο βαθμό τους σχεδιαστές των προεκλογικών εκστρατειών, αφού δεν διαφαίνεται κανένα πολιτικό κόστος από την εξαγγελία της δημιουργίας μη κρατικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στο άμεσο μέλλον.


Σε αυτή τη φαινομενικά απαθή στάση της κοινής γνώμης συμβάλλει και το γεγονός ότι η ελληνική οικογένεια έχει πλέον «εκπαιδευθεί» στον ρόλο της ως συγχρηματοδότη του πενιχρού κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία. H εκρηκτική ανάπτυξη των ιδιωτικών υπηρεσιών παραπαιδείας τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στην έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και έχει συμβάλει στην εξοικείωση της ελληνικής κοινωνίας με τους ιδιωτικούς μηχανισμούς χρηματοδότησης. Στο πλαίσιο αυτής της εξοικείωσης η Παιδεία δεν βιώνεται ούτε ως εμπόρευμα ούτε ως αγαθό, αλλά ως μία ακόμη μορφή παρεχομένης υπηρεσίας.


Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι κατά την τελευταία δεκαετία έχουν πολλαπλασιαστεί στην Ελλάδα οι λειτουργίες και οι διαδικασίες του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου μας τις οποίες θεωρούμε πια ως υπηρεσίες που «φυσιολογικά» πρέπει να παρέχονται από «επαγγελματίες» ημιιδιωτικών ή ημιδημόσιων οργανισμών παροχής υπηρεσιών: Υγεία, φροντίδα, οικιακή οικονομία, πολιτικός οραματισμός και σχεδιασμός, διαπροσωπικές σχέσεις, επικοινωνία, κοινωνικότητα, διασκέδαση, αναψυχή κτλ. H αίσθηση της ελληνικής κοινωνίας περί εκπαίδευσης εμπνέεται ολοένα περισσότερο από τα ιδεολογήματα και τους μηχανισμούς του εκρηκτικά αναπτυσσόμενου σε όλες τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες τομέα παροχής υπηρεσιών.


* Εκπαίδευση και έρευνα


H προάσπιση λοιπόν του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να αφορά και την ίδια την ουσία, το περιεχόμενο και τους στόχους της εκπαιδευτικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Και βέβαια αφού η ανώτατη εκπαίδευση δεν αφορά – ευτυχώς όχι ακόμη – αποκλειστικά την κατάρτιση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αλλά αφορά επίσης και την προαγωγή της επιστημονικής γνώσης, η συζήτηση για το δημόσιο πανεπιστήμιο αναγκαστικά αφορά και τα ζητήματα της ουσίας, του περιεχομένου και των στόχων της επιστημονικής έρευνας. Σε αυτό το σημείο η συζήτηση μπορεί να διασταυρωθεί, με έναν ενδιαφέροντα αλλά και ανοίκειο τρόπο, με καίριους προβληματισμούς που αναπτύσσονται σήμερα στο εσωτερικό των διαφόρων επιστημονικών κλάδων.


Για παράδειγμα, η προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών – οι οποίες φαίνεται να απειλούνται περισσότερο από τη σύνδεση μεταξύ της ανώτατης εκπαίδευσης και των μηχανισμών παροχής υπηρεσιών – προϋποθέτει μια επεξεργασία του ίδιου του περιεχομένου και του προσανατολισμού της κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα. Απαραίτητη προϋπόθεση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε αυτούς του τομείς είναι η διασφάλιση της οργανικής σύνδεσης της ερευνητικής και εκπαιδευτικής ατζέντας μας με τις σύγχρονες προκλήσεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας. Πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημιακών τμημάτων που θεραπεύουν τις κοινωνικές επιστήμες αν δεν επανακαθορίσουμε τις ερευνητικές μας προτεραιότητες με βάση τα ζητήματα αιχμής που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες; Μια τέτοια στρατηγική απαιτεί βέβαια έναν διαρκή επαναπροσανατολισμό των προτεραιοτήτων της επιστημονικής έρευνας, που σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως ευκαιριακή μετατόπιση προς τα θέματα που κάθε φορά είναι «της μόδας». H ερευνητική πρόταξη των κοινωνικών ζητημάτων αιχμής αναδεικνύει τη δέσμευση του δημόσιου πανεπιστημίου να καλλιεργεί ένα διανοητικό περιβάλλον θετικό για την ανάπτυξη της οργανικής σύνδεσης μεταξύ γνώσης, κριτικής σκέψης και πολιτικής παρέμβασης. H καλλιέργεια ενός τέτοιου διανοητικού περιβάλλοντος προϋποθέτει βέβαια την εγκατάλειψη της φιλάρεσκης άρνησης πολλών κοινωνικών επιστημόνων να ασχοληθούν με τα θέματα που τελικά απασχολούν τον «πολύ κόσμο».


* Υπέρβαση των συμβάσεων


H προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης προϋποθέτει εξάλλου την ανάπτυξη της μελέτης του ίδιου του δημόσιου χώρου και της ιστορίας του, ιδιαίτερα όταν τεράστιοι τομείς της ιστορικής εμπειρίας της σύγχρονης Ελλάδας παραμένουν εκτός των ερευνητικών προτεραιοτήτων και των αντικειμένων που θεραπεύουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα της πολύ περιορισμένης στη χώρα μας ανάπτυξης της ιστορικής έρευνας σε θέματα που αφορούν τις σύγχρονες μορφές λαϊκής και μαζικής κουλτούρας (έντυπης, οπτικοακουστικής, ψηφιακής κτλ.). Ο επαναπροσανατολισμός των ερευνητικών και εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων προς κοινωνικά θέματα αιχμής αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση της σχέσης μεταξύ πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και δημόσιου χώρου που φαίνεται σήμερα να απειλείται.


Είναι σαφές ότι η συζήτηση δεν μπορεί να περιοριστεί σε οικονομιστικά επιχειρήματα για το δικαίωμα στη «δωρεάν» κατάρτιση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού ή περί εξορθολογισμού της διαχείρισης των πόρων της παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. H πανεπιστημιακή κοινότητα καλείται σήμερα να ανασύρει από το επιστημολογικό της οπλοστάσιο και από τις ποικίλες διανοητικές της παραδόσεις στρατηγικές προάσπισης του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας. Βασικός στόχος μας παραμένει εξάλλου η καλλιέργεια δεξιοτήτων κριτικής σκέψης, απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση καινοτόμων μορφών ανάπτυξης. H επιδίωξη αυτού του βασικού στόχου απαιτεί ίσως να επαναπροσδιορίσουμε έννοιες που συχνά θεωρούμε «κλειστές» και τετελεσμένες, δηλαδή να μιλήσουμε ξανά για τις συμβάσεις μέσα από τις οποίες κατανοούμε τα πράγματα.


H κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι λέκτωρ της Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.