Στην «Ελευθεροτυπία» της 26.1.2004 ο διακεκριμένος δημοσιογράφος κ. T. Μίχας με επιτίμησε με το κλασικό «δάσκαλε που δίδασκες…» γιατί, κατά την άποψή του, η οικονομική θεωρία του ολιγοπωλίου που υποστηρίζω αντιφάσκει με τη λογική της άποψης που διατύπωσα για την τοποθέτηση των φιλελευθέρων στις προσεχείς εκλογές. Πιο συγκεκριμένα, υποθέτοντας ότι η πολιτική αγορά είναι ανοιχτή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι ανεπίτρεπτο για έναν φιλελεύθερο οικονομολόγο να ισχυρίζεται ότι πρέπει να καταψηφιστεί το ΠαΣοΚ μόνο και μόνο γιατί «μονοπωλεί» την εξουσία. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν έκανα λάθος, οπότε πρέπει να πάρω πίσω όσα υποστήριξα, ή αν το λάθος είναι δικό του, οπότε οφείλει να δηλώσει ότι το ΠαΣοΚ πρέπει να καταψηφιστεί.


Σε μένα είναι προφανές ότι η κρίσιμη διαφορά μας βρίσκεται στην υπόθεση που έκανε ότι η πολιτική αγορά είναι ανοιχτή. Γι’ αυτό, προκειμένου να αποδείξω ότι η εν λόγω αγορά είναι «στημένη», θα επικαλεστώ τρία παραδείγματα τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.


Εστω πρώτα ο περιορισμός ότι για να εισέλθει ένα κόμμα στη Βουλή πρέπει να λάβει πάνω από το 3% των ψήφων. Εξαιτίας του περιορισμού αυτού, θα θυμάται ο κ. Μίχας, έμειναν εκτός Βουλής κατά τις εκλογές του 2000, όχι μόνο το κόμμα των φιλελευθέρων, αλλά και άλλα μικρά κόμματα. Κατά συνέπεια υπάρχει ένας σοβαρός νομικός φραγμός ο οποίος λειτουργεί προνομιακά υπέρ των μεγάλων κομμάτων και ιδιαίτερα υπέρ του πρώτου το οποίο σχηματίζει την κυβέρνηση.


Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με τους θεσμικούς φραγμούς. Αφού ο κ. Μίχας είναι δημοσιογράφος, γνωρίζει ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (MME) κυριαρχούνται από ιδιοκτήτες οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και εργολήπτες δημοσίων έργων. Στους τελευταίους είναι φυσιολογικό να μη συμφέρει η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία γιατί διαταράσσονται οι διασυνδέσεις τους με τα κέντρα κατανομής των κονδυλίων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους. Τι πιο εύλογο λοιπόν να χρησιμοποιούν τα MME που ελέγχουν προκειμένου να επηρεάζουν την κοινή γνώμη υπέρ του κυβερνώντος κόμματος. Αν χρειαζόταν μια επιβεβαίωση για τον ισχυρισμό αυτόν, μας προσφέρθηκε πρόσφατα από την ξεδιάντροπη επικοινωνιακή καταιγίδα υπέρ του ΠαΣοΚ. Συνεπώς η σχέση μεταξύ εργοληπτικών επιχειρήσεων και MME αποτελεί σημαντικότατο εμπόδιο στη διεκδίκηση της εξουσίας.


Τέλος, ένα παράδειγμα από τη χρησιμοποίηση των δημοσίων οικονομικών για την εξαγορά ψήφων. Επί τρία χρόνια η κυβέρνηση ακολούθησε μια δημοσιονομική πολιτική για τον περιορισμό των ελλειμμάτων. Ξαφνικά όμως, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακάλυψαν ότι υπήρχαν αναπτυξιακά πλεονάσματα τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικές παροχές. Οπότε άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε κοντά στο κρίσιμο όριο του 3%. Αν αυτή η πολιτική δεν στρέβλωσε την πολιτική αγορά υπέρ του ΠαΣοΚ, τότε ο κ. Μίχας και όσοι υιοθετούν τους συλλογισμούς του είναι όπως ο άθεος του Ντοστογέφσκι στο έργο «Αδελφοί Καραμαζόφ», o οποίος επισκέφθηκε τον Θεό στον έβδομο ουρανό και όταν επέστρεψε στη γη είπε ότι δεν τον είδε.


Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπόθεση στην οποία στηρίχθηκαν οι συλλογισμοί του κ. T. Μίχα είναι εσφαλμένη και ότι οφείλει να επανορθώσει.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.