Για λόγους που δεν χρειάζεται να αναφερθούν προς στο παρόν, οι υποστηρικτές του κλασικού φιλελευθερισμού στη χώρα μας είμαστε ανέκαθεν μια περιορισμένη μειοψηφία. Ετσι, προκειμένου να επηρεάσουμε τις κοινωνικές επιλογές προς την κατεύθυνση των προτάσεών μας, κατά τη δεκαετία του 1980, προσπαθήσαμε να περάσουμε τη δύναμη του λόγου και των επιχειρημάτων μας μέσα από τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ). Σε ποιον βαθμό το επιτύχαμε επαφίεται στον καθέναν να το κρίνει. Προσωπικά πιστεύω, για παράδειγμα, ότι πολλές φιλελεύθερες επιλογές δεν θα είχαν υιοθετηθεί ποτέ από την κυβέρνηση του κ. K. Μητσοτάκη, αν δεν συμμετείχαν ως υπουργοί γνωστοί φιλελεύθεροι πολιτικοί οι οποίοι δημιούργησαν το κλίμα για την αποδοχή τους και σήκωσαν το βάρος για να υλοποιηθούν.


Εν συνεχεία ήλθαν η ήττα της ΝΔ στις εκλογές του 1993 και η τραυματική εμπειρία στο συνέδριο του κόμματος στη Χαλκιδική το 1994. Στο τελευταίο, όπως αρκετοί θα ενθυμούνται, διαπιστώθηκε το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των υποστηρικτών της κυρίαρχης άποψης του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» και της τάσης των «κλασικών φιλελευθέρων», με αποτέλεσμα τη διαγραφή των τελευταίων από το κόμμα. Καθώς λοιπόν η ΝΔ άρχισε τη μετακίνησή της προς το κέντρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη δεξιόστροφη στροφή του ΠαΣοΚ, αρκετοί από την πλευρά μας θεώρησαν σκόπιμο να στρέψουν όλη την αυστηρότητα της κριτικής τους στις «σοσιαλιστικές», «εθνικιστικές» και «λαϊκίστικες» επιλογές της ΝΔ και να αγνοήσουν επιδεικτικά τις επιζήμιες και ανελεύθερες επιλογές των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ, και ιδιαίτερα αυτών του κ. K. Σημίτη.


Μέχρις ενός σημείου η ανισομέρεια της κριτικής μας θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αντανάκλαση μιας υπολανθάνουσας σχέσης αγάπης – μίσους που είχε αναπτυχθεί από παλαιότερα μεταξύ των δύο τάσεων του φιλελευθερισμού στη ΝΔ. Αλλά η εμμονή στην απαίτηση η ΝΔ να υιοθετεί τις προτάσεις μας στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής έβλαψε την υπόθεση του φιλελευθερισμού στη χώρα μας για τρεις κυρίως λόγους.


Πρώτον, γιατί συνέβαλε στην εμπέδωση της άποψης ότι και τα δύο κόμματα είναι τα ίδια. Δεύτερον, γιατί βοήθησε το ΠαΣοΚ να παραμείνει στην εξουσία περισσότερο απ’ ό,τι επέβαλε η αρχή της εναλλαγής των κομμάτων στη Δημοκρατία. Και, τρίτον, γιατί εξαφάνισε την επιρροή μας από έναν πολιτικό χώρο ο οποίος έχει κατά τεκμήριο την προδιάθεση να ακούσει τις ιδέες και τις προτάσεις μας. Συνεπώς, καθώς οδεύουμε και πάλι προς τις κάλπες, επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας.


Ειδικότερα, μετά την πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στο ΠαΣοΚ, αυτό στο οποίο καλούμαστε να τοποθετηθούμε είναι αν θα στέρξουμε με τις επιλογές μας στη διαιώνιση της διακυβέρνησης της χώρας μόνον από ένα κόμμα ή αν θα συμβάλουμε στην εναλλαγή τους. Και τούτο γιατί το δίλημμα στο οποίο μπήκαμε ότι ο κ. Γεώργιος A. Παπανδρέου μπορεί να είναι πολύ πιο φιλελεύθερος ως πρωθυπουργός από τον κ. K. Καραμανλή είναι κατά την άποψή μου ψευτοδίλημμα, αφού ο πρώτος, αν εκλεγεί, θα κληθεί να κυβερνήσει βασιζόμενος σε ένα κόμμα το οποίο έχει διαβρωθεί από τη μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας και δεν έχει τον χρόνο για να επιβάλει την αναγκαία κάθαρση.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.