H καθιέρωση μιας «ημέρας του παιδιού», σε αναλογία με την «ημέρα της γυναίκας» κ.ά., η οποία εορτάζεται την 11η Δεκεμβρίου, υπονοεί προφανώς ότι το παιδί αποτελεί μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή κατηγορία, η οποία χρειάζεται επίσης ιδιαίτερη μεταχείριση. Είναι όμως ο ορισμός της παιδικής ηλικίας σαφής, δεδομένος και αναλλοίωτος; Πότε παύουμε να είμαστε παιδιά; Πώς ορίζεται το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση; Με το δικαίωμα ψήφου, το τέλος της υποχρεωτικής φοίτησης, το τέλος της στρατιωτικής θητείας, την απόκτηση άδειας οδήγησης ή με κάποιο άλλο θεσμικό όριο; Υπάρχουν ιδιαίτερα ηθικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των παιδιών;


Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε κοινές ούτε αυτονόητες, παρ’ όλο που τείνουν να αποκτήσουν μια ενότητα στις δυτικές κοινωνίες. Ο γάλλος ιστορικός Φιλίπ Αριές, ήδη από τη δεκαετία του 1970, διατύπωσε την άποψη ότι ως τη βιομηχανική εποχή το παιδί δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι ξεχωριστό αλλά μάλλον ως ενήλικος σε μικρογραφία. Το παιδί παίρνει σταδιακά, από τον 17ο αιώνα, την κεντρική θέση μέσα στην οικογένεια που έχει και σήμερα, ενώ θεσμοθετείται η φροντίδα για τα παιδιά μέσω του σχολείου. Τότε λοιπόν, σύμφωνα με τον Αριές, οριοθετείται με σαφήνεια η διάκριση παιδιών και ενηλίκων και τα παιδιά γίνονται το αντικείμενο μιας ειδικής παιδαγωγικής φροντίδας. Παρ’ όλο που η θεωρία του Αριές έχει υποστεί κριτική από ιστορικούς του Μεσαίωνα, βασικές της παραδοχές εμβολιάζουν τον σύγχρονο προβληματισμό σχετικά με την παιδική ηλικία όχι ως φυσική και βιολογική αλλά ως κοινωνική κατηγορία.


Στην Ελλάδα, η «ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας» αποτέλεσε, από τη δεκαετία του 1980, το αντικείμενο μεγάλου ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας» που χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. Καρπός του προγράμματος αυτού υπήρξαν 39 εκδόσεις, οι οποίες αναφέρονται σε ποικίλες όψεις της ιστορίας των παιδιών και των νέων, όπως η εκπαίδευση, τα νεανικά έντυπα, ο αθλητισμός, οι νεανικές οργανώσεις, η παιδική εργασία κτλ. Εξάλλου ο θεωρητικός προβληματισμός από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας για τους ορισμούς και τις σημασιοδοτήσεις της παιδικής ηλικίας περιέχεται σε δύο εκδόσεις που έχει επιμεληθεί η Δήμητρα Μακρυνιώτη (Παιδική ηλικία, και Κόσμοι της παιδικής ηλικίας, εκδ. Νήσος, 1997 και 2003 αντίστοιχα). Στις δύο αυτές εκδόσεις, με περιεκτικές εισαγωγές της επιμελήτριας και επιλογή κειμένων γραμμένων από ξένους και έλληνες κοινωνικούς επιστήμονες, αφενός προσφέρεται μια ευρεία εποπτεία των θεωριών περί παιδικής ηλικίας και αφετέρου ασκείται κριτική σε παραδοσιακές εξελικτικές και δυτικοκεντρικές θεωρήσεις.


Οπως προκύπτει από την ανάγνωση των εκδόσεων αυτών, έχει διαμορφωθεί ένας «κανόνας» παιδικής ηλικίας βάσει του οποίου ορίζεται το «φυσιολογικό» ή το «μη φυσιολογικό» παιδί, προσδιορίζεται η παρέκκλιση και σχεδιάζονται μέσα εκπαίδευσης, χειραγώγησης και κολασμού. H αναγνώριση στο παιδί της διαφορετικότητας υπό όρους υστέρησης απέναντι στον ενήλικο σημαίνει ότι το παιδί θα πρέπει μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης να ενταχθεί στον κόσμο των ενηλίκων χειραγωγούμενο. Στην πραγματικότητα, η εικόνα του αθώου και ευάλωτου παιδιού συνεπάγεται όχι μόνο προστασία αλλά και χειραγώγηση. Το παιδί προβάλλεται ως εγγύτερο στη φύση και παραλληλίζεται με τον πρωτόγονο. Συνεπώς, όπως και ο πρωτόγονος, μπορεί και πρέπει να «εκπολιτιστεί». Ο «ευάλωτος», «άπειρος» και «ανώριμος» χαρακτήρας που αποδίδεται στο παιδί συνεπάγεται ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας όπου η κυριαρχία και η υποταγή διέπονται από μια «φυσική» διάσταση.


Το σχήμα αυτό διαταράσσεται και τίθεται υπό θεωρητικό έλεγχο από τις «διαφορετικές» μορφές παιδικής ηλικίας – τα παιδιά εργάτες, εγκληματίες, στρατιώτες και τα παιδιά του δρόμου ή «εκτός τόπου», σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία. Το γεγονός ότι τα παιδιά μπορούν να τελέσουν βίαιες πράξεις ανατρέπει το διαφωτιστικό μοντέλο του «καλού» και «αγνού» παιδιού, όπως παρουσιάστηκε από τον Ρουσό και τον Λοκ, και κάνει την παιδική ηλικία επικίνδυνη και απειλητική. Για την αντιμετώπιση του κινδύνου που ελλοχεύει σ’ αυτές τις «ανωμαλίες», θεσπίστηκαν από τα νεωτερικά κράτη τεχνικές επιτήρησης και ελέγχου. Παράλληλα, η αιτιολόγηση αυτών των κοινωνικών φαινομένων αναζητήθηκε σε ηθικά επιχειρήματα για τη «χαμένη αθωότητα της παιδικής ηλικίας», όπου το παιδί αντιμετωπίζεται ως παθητικό υποκείμενο και θύμα των ενηλίκων.


H ύπαρξη ωστόσο αυτών των «διαφορετικών» παιδιών υπενθυμίζει ότι η παιδική ηλικία δεν είναι μια ενιαία και ομοιογενής κατηγορία, ότι τα όρια που διαχωρίζουν τα παιδιά από τους ενηλίκους είναι ρευστά, ότι η παιδική ηλικία δεν έχει δεδομένα χαρακτηριστικά και ότι τα παιδιά είναι δρώντα υποκείμενα που μπορούν να οργανώσουν μόνα τους τη δράση τους. Οι θεωρητικές συνέπειες αυτών των διαπιστώσεων δεν είναι λιγότερο σημαντικές από τις πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές συνέπειες, εφόσον θέτουν υπό κριτική αμφισβήτηση τόσο τον «ευάλωτο» όσο και τον «απειλητικό» χαρακτήρα της παιδικής ηλικίας.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.