Τα αποτελέσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών απέδειξαν πόσο εύθραυστη είναι η ευρωπαϊκή προοπτική χωρίς πολιτική ενοποίηση, κάτι που ήταν ο πρωταρχικός στόχος των εμπνευστών της ιδρυτικής Συνθήκης της Ρώμης. Στις Βρυξέλλες δεν εκπληρώθηκαν οι στρατηγικοί στόχοι της Ενωσης να υιοθετήσει το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, που θα επιτρέψει τη σωστή λειτουργία της νέας διευρυμένης Ευρώπης των «25», παρ’ όλο ότι προχώρησε το θέμα της δημιουργίας κοινού στρατηγείου της Ενωσης.


H αποτυχία των Βρυξελλών δεν είναι η πρώτη για την Ενωση τον χρόνο που κλείνει σε μερικές ημέρες. Ερχεται να συμπληρώσει, ως αναπόφευκτη συνέπεια, την αδυναμία μιας κοινής ευρωπαϊκής στάσης απέναντι στον πόλεμο του Ιράκ, την ανεπιτυχή προσπάθεια της Ενωσης, υπό ελληνική προεδρία, να συγκεράσει τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ της «παλαιάς» και της «νέας Ευρώπης» απέναντι σε θέματα στρατηγικής και ασφάλειας. Μια νέα μορφή «τείχους του Βερολίνου» στα σπλάχνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάτι που οφείλεται ουσιαστικά στην ελλιπή προετοιμασία της διεύρυνσης, χωρίς προηγούμενη εμβάθυνση, αλλά και στις διάφορες εσωστρεφείς γνωστές προσεγγίσεις ιδρυτικών αλλά και νέων χωρών της Ενωσης.


Κινήσεις που, καθεμιά από διαφορετική σκοπιά, έθρεψαν μια νέα ευρωπαϊκή κουλτούρα, η οποία απομακρύνει την Ευρώπη από την πεμπτουσία της ύπαρξής της, τον πυλώνα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: την αλληλεγγύη και τη συνοχή μεταξύ των χωρών-μελών της.


Κάτι που επιβεβαιώνεται με την απόφαση, μία ημέρα μετά, έξι χωρών που είναι οι σημαντικότεροι τροφοδότες του κοινοτικού προϋπολογισμού να μη συμφωνήσουν με την αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού πάνω από 1% του μέσου ΑΕΠ της Ενωσης, με άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία της νέας Ευρώπης μετά την 1η Μαΐου 2004.


Είναι προφανές ότι η κίνηση αυτή, πέραν του ότι συμφέρει τις οικονομίες των χωρών αυτών, που αντιμετωπίζουν σοβαρότατα δημοσιονομικά ελλείμματα, έξω από τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας, συνιστά μια μορφή «αντιποίνων» που αγγίζουν χώρες όπως η Πολωνία και η Ισπανία, που συνέβαλαν στην αποτυχία των Βρυξελλών, αλλά και χώρες της συνοχής, όπως η Ελλάδα, που δεν ευθύνονται για το ναυάγιο. Οι εξελίξεις αυτές μας κατευθύνουν προς μια άλλη Ευρώπη, μια Ευρώπη των διαφορετικών ταχυτήτων και της διακυβερνητικής προσέγγισης.


Κερδισμένες από αυτήν τη νέα πορεία είναι οι χώρες που καλλιέργησαν τον «ευρωσκεπτικισμό» και που, παραδόξως, βρήκαν «άσπονδους συμμάχους» χώρες του κύκλου των «ευρωπαϊστών», οι οποίες, για εσωτερικούς λόγους, τοποθετούν συχνά τα τελευταία χρόνια το εθνικό συμφέρον πάνω από το ευρωπαϊκό, κάτι στο οποίο δεν μας έχουν συνηθίσει, δυναμιτίζοντας την πορεία προς τα εμπρός της νέας διευρυμένης Ευρώπης. H Ευρωπαϊκή Ενωση θα συνεχίσει ωστόσο να λειτουργεί, τουλάχιστον τους επόμενους μήνες ή χρόνο, με το καθεστώς της Συνθήκης της Νίκαιας, χωρίς Σύνταγμα και προσαρμοσμένες διαδικασίες στη νέα μορφή της.


Ενώ η συγκυρία αυτή μας λυπεί ως Ελληνες και ως Ευρωπαίους, μας παρηγορεί η ένταξη της Κύπρου μας. Μια τεράστια πολιτική και διπλωματική επιτυχία του ελληνισμού, κάτι που το οφείλουμε στις προσπάθειες των λαών, των κυβερνήσεων, των πολιτικών κομμάτων και των ηγεσιών των δύο αδελφών χωρών μας, της Κύπρου και της Ελλάδας, τα τελευταία δέκα χρόνια.


H ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, επαναβεβαιώνει και επισφραγίζει τις μέχρι σήμερα επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας. Δεν είμαι βέβαιος αν η πτυχή αυτή του θέματος έχει γίνει αντιληπτή όσο πρέπει και αν έχει εκτιμηθεί στην πραγματική της διάσταση. Πως δηλαδή, αντίθετα με ό,τι πίστευαν, ήλπιζαν ή και επεδίωκαν πολλοί, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και τις δυνατότητες που διέθεταν, η κατάληξη της πορείας της Κύπρου προς την Ενωση δεν βασίστηκε σε παζάρια και συσχετισμούς δυνάμεων, ούτε στον νόμο του ισχυρότερου, αλλά στην ισχύ του νόμου και της ηθικής τάξης. Οι όροι αντιστράφηκαν. H Κύπρος παύει να είναι όμηρος της Τουρκίας, ενώ, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας εξαρτάται πλέον από την πολιτική επίλυση του Κυπριακού.


Ολοι προσβλέπουμε στο να ξεπεραστεί το εμπόδιο Ντενκτάς, διότι όπως απέδειξε και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της περασμένης Κυριακής, οι Τουρκοκύπριοι θέλουν την αλλαγή.


Εκτιμώ ότι ο Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο διατηρούμε από την εποχή που ήμαστε δήμαρχοι της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης φιλικές επαφές, επιθυμεί λύση, όσο και αν κατανοεί και εξηγεί κανείς τη στάση του και τις κατά καιρούς δηλώσεις του μπροστά στο όχι ιδιαίτερα φιλικό για αυτόν στρατιωτικό κατεστημένο.


Το Κυπριακό είναι το κλειδί στο οποίο δοκιμάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και ένα ζήτημα το οποίο αφορά την Ευρώπη και στο οποίο κρίνεται η αποτελεσματικότητά της.


H Ευρώπη βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Τη στιγμή αυτή δοκιμάζει τις αντοχές και τις δυνάμεις της. Κρίνεται η συνοχή της πολιτικής της, κλονίζονται οι δομές της, ενώ οι επιμέρους ήδη συντεταγμένες πολιτικές της κινδυνεύουν και αυτές να ανατραπούν.


Στόχος της νέας μεγάλης Ευρώπης είναι να αναδειχθεί σε μια ενιαία πολιτική και οικονομική οντότητα, ο πιο ανταγωνιστικός πόλος έλξης του πλανήτη. Διότι ανταγωνιστές της Ευρώπης δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, όπως πολλοί διατείνονται, αλλά και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, κερδισμένη της παγκοσμιοποίησης, που θα διαδραματίσει πρωτεύοντα οικονομικό και πολιτικό ρόλο στο μέλλον.


H πραγμάτωση ενός ενιαίου πολιτικού και οικονομικού ευρωπαϊκού συνόλου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο διακυβέρνησης αυτού του μείγματος λαών με διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, πολιτισμικά ήθη και αντιλήψεις. Θα εξαρτηθεί από τις σχέσεις ανάμεσα στις μικρές και στις μεγάλες χώρες και ανάμεσα στις περισσότερο και στις λιγότερο πλούσιες περιοχές της Ενωσης, που διαμορφώνουν το πλαίσιο της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης και της κοινοτικής αλληλεγγύης.


Αραγε η Ευρώπη βρίσκεται στο τέλος μιας εποχής ή στην αρχή μιας νέας, στην οποία καλούμεθα όλοι να συμβάλουμε με όλες τις δυνάμεις μας, ώστε μέχρι το 2010 να καταστεί η ζώνη με τον ισχυρότερο ρυθμό ανάπτυξης στον κόσμο, όπως είχε διακηρύξει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας το 2000; Να διαδραματίσει τον ρόλο που της αξίζει από την ιστορία και τον πολιτισμό της για την προώθηση των παγκόσμιων αρχών της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας, της ειρήνης και της ασφάλειας, της συνεννόησης και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς και στους πολίτες του κόσμου. Οι καιροί θα δείξουν και από αυτούς θα κριθούν οι σημερινοί ηγέτες της, τα οράματα και οι πράξεις τους.


Ο κ. Δημήτρης Λ. Αβραμόπουλος είναι πρώην δήμαρχος Αθηναίων.