Το μουσείο αποτελεί τον καθεδρικό της σύγχρονης μητρόπολης. Στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, οι πόλεις που διαθέτουν μουσειακούς πόλους με κτίρια σχεδιασμένα από επώνυμους αρχιτέκτονες θεωρείται βέβαιο ότι προωθούν όχι μόνο το πολιτισμικό γόητρο αλλά και τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνουν τη μετατροπή της τέχνης σε όχημα μαζικής επικοινωνίας. H αναζήτηση σήμερα από μέρους του μουσείου μιας αποτελεσματικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης υιοθετεί πλέον χωρίς ενδοιασμούς τους επικοινωνιακούς κώδικες του σύγχρονου πολιτισμού, και ταυτόχρονα υπαγορεύει έναν νέο «κοσμοπολιτισμό της μουσειακής περιήγησης» μεταξύ των μεγαλύτερων ή μικρότερων διεθνών κέντρων. Ο θεσμός του μουσείου – σε σχέση για παράδειγμα με εκείνον του θεάτρου – και η λειτουργική και επικοινωνιακή του ευελιξία προσφέρεται για μια ιδιαίτερα παραγωγική ανταλλαγή μεταξύ των πολιτιστικών αγαθών και των σημερινών διαδικασιών μαζικής κατανάλωσης.


Ενα πολύ καλό παράδειγμα της παραπάνω στρατηγικής αποτελεί η ολοκλήρωση, στο Μόναχο, της νέας νησίδας μουσείων. Μετά την «Παλαιά Πινακοθήκη» και τη «Νέα Πινακοθήκη», τον Σεπτέμβριο του 2002 εγκαινιάστηκε στην ίδια περιοχή η «Πινακοθήκη του Μοντέρνου», η οποία με τη σειρά της συγκεντρώνει εκθεσιακό υλικό από τέσσερα άλλα μουσεία διασπασμένα στην πόλη. H Πινακοθήκη του Μοντέρνου είναι ένα κατεξοχήν μουσείο του 20ού αιώνα, με συλλογές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη ζωγραφική των ιστορικών πρωτοποριών ως τη μεταπολεμική σύγχρονη τέχνη, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι το τμήμα αρχιτεκτονικών σχεδίων καθώς και η εντυπωσιακή υπόγεια έκθεση εφαρμοσμένων τεχνών και βιομηχανικού σχεδίου, από τα έπιπλα του van der Velde ως τα τελευταία επιτεύγματα της σύγχρονης αυτοκινητοβιομηχανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πλούτος του εκθεσιακού αυτού υλικού παρέμενε εν μέρει άγνωστος, εξαιτίας της αδυναμίας έκθεσής του από τους προηγούμενους κατόχους. Αποκαλύπτεται έτσι εδώ η εξαιρετικά εύστοχη μεταπολεμική πολιτική αγορών των γερμανικών μουσείων, η οποία υποστηρίχτηκε γενναία από το πάλαι ποτέ ισχυρό μάρκο, με τη βοήθεια του οποίου δημιουργήθηκαν και πολλές ιδιωτικές συλλογές, μερικές από τις οποίες βρήκαν επίσης στέγη στους χώρους του μουσείου.


* Οι σχεδιαστικές χειρονομίες


Το ενδιαφέρον ωστόσο για την Pinakothek der Moderne δεν περιορίζεται μόνο στα εκθέματα αλλά και στο κέλυφος που τα φιλοξενεί. Πρόκειται για ένα κτίριο ελάχιστα εντυπωσιακό, με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τα σύγχρονα μουσεία, πράγμα για το οποίο είναι φυσικά «υπεύθυνο» το Μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο. Ο γερμανός αρχιτέκτονας Stephan Braunfels (γεν. 1950) επιδίωξε τη διαμόρφωση ενός απέριττου και μινιμαλιστικού κτιριακού οργανισμού καταφεύγοντας σε ελάχιστες αλλά ουσιαστικές σχεδιαστικές χειρονομίες, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι ένας διαγώνιος άξονας στο γεωμετρικό κέντρο του επιμήκους κελύφους που επιλύει με εξαιρετικό τρόπο μια σειρά από βασικά λειτουργικά ζητήματα. Το κέντρο αυτό διαμορφώνεται ως μια μεγάλη ροτόντα στην οποία συγκλίνουν οι δύο πλευρικές είσοδο του κτιρίου και από την οποία ξεκινά η εκθεσιακή επίσκεψη προς διαφορετικά επίπεδα και κατευθύνσεις, ενώ ο διευρυμένος αυτός αμφιθεατρικός χώρος προσφέρεται ταυτόχρονα για την έκθεση έργων μεγάλων διαστάσεων αλλά και για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιμέρους λευκοί και απέριττοι εκθεσιακοί χώροι που διατηρούν την οργάνωση κατά αίθουσες, αλλά εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στη μορφή και στο ύψος, ενώ υιοθετούν ένα σύστημα φυσικού φωτισμού το οποίο υποστηρίζεται, όταν είναι ανάγκη, από τεχνητό φως που είναι πάντως κρυμμένο πάνω από την υαλόφρακτη στέγη. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα έργα τέχνης και όχι η αρχιτεκτονική που τα φιλοξενεί. Πρόκειται για μια σαφή επιλογή που απέχει από οποιαδήποτε φορμαλιστική πρόθεση και δίνει τη δική της απάντηση στο βασικό ερώτημα των τελευταίων δεκαετιών για τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του σύγχρονου μουσείου. Ο Braunfels βέβαια υιοθετεί εδώ όχι μόνο την αρχετυπική τυπολογική επεξεργασία του νεοκλασικού «Altes Museum» στο Βερολίνο, έργου του Κ. F. Schinkel (1823), αλλά και την ανάλογη μορφολογική και λειτουργική οργάνωση του επίσης πρόσφατου Kunstmuseum στη Βόννη του Axel Schultes (1985). Οι σχεδιαστικοί χειρισμοί ωστόσο του μουσείου στο Μόναχο διατηρούν τη δική τους εσωτερική λογική, παράγουν ένα κτίριο διόλου απαιτητικό, όσον αφορά το κόστος ανέγερσης, και προτείνουν μιαν αντίληψη της σύγχρονης εκθεσιακής μηχανής που δεν αναπτύσσεται ως ένα αυτοαναφορικό γλυπτό κέλυφος αλλά ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες λειτουργικές και μουσειολογικές ανάγκες.


* Μια κορυφαία εκδήλωση


Το γεγονός ότι το νέο μουσείο του Μονάχου επιδιώκει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και να αποδώσει στην αρχιτεκτονική ισότιμη θέση στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού, αποδεικνύεται από το ότι η πρώτη μεγάλη περιοδική έκθεση που εξασφάλισε ήταν αυτή για τον γερμανό αρχιτέκτονα G. Semper το καλοκαίρι του 2003. H έκθεση, παραγωγή των Πολυτεχνείων του Μονάχου και της Ζυρίχης, αποτελεί κορυφαία εκδήλωση μεταξύ αυτών που πραγματοποιούνται φέτος στην Ευρώπη για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγαλύτερου γερμανού αρχιτέκτονα και θεωρητικού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ο Gottfried Semper (Αμβούργο 1803 – Ρώμη 1879), μαθητής στο Μόναχο του F. von Gartner (του αρχιτέκτονα της ελληνικής Βουλής) και «δάσκαλος» με τη σειρά του κορυφαίων προδρόμων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής όπως ο Ολλανδός Η. Ρ. Berlage και ο Βιεννέζος Adolf Loos, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ευρωπαίου αρχιτέκτονα που σχεδιάζει εμβληματικά δημόσια κτίρια από το Παρίσι, το Μόναχο και το Λονδίνο ως τη Δρέσδη, τη Ζυρίχη και τη Βιέννη: στις τρεις τελευταίες αφήνει τη σφραγίδα του και ως καθηγητής αρχιτεκτονικής.


* Ενδιαφέρον για τον αρχαίο κόσμο


Ο Semper παρατηρεί ενεργά τα φαινόμενα του καιρού του, από το τέλος του φεουδαρχισμού ως την αλματώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας, και συμμετέχει με τον στενό φίλο του Ρίχαρντ Βάγκνερ στην εξέγερση της Δρέσδης του 1849, πράγμα που θα του στοιχίσει την εξορία. Υποστηρίζει ότι τα επαναστατικά κινήματα έπαιξαν στην Ιστορία αποφασιστικό ρόλο για την ανάπτυξη της τέχνης, ενώ αποδίδει την ακμή του πολιτισμού στην Αρχαία Ελλάδα ακριβώς στο κλίμα πολιτικής ελευθερίας της εποχής. Το ενδιαφέρον του για τον αρχαίο κόσμο τον οδηγεί ακριβώς το 1830 στη Ρώμη και στη συνέχεια στη Σικελία, από όπου τον Σεπτέμβριο του 1831 σαλπάρει για την Ελλάδα. Στο Ναύπλιο μάλιστα γίνεται από το παράθυρο του ξενοδοχείου του θεατής της δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια, στις 9 Οκτωβρίου του 1831. Στη συνέχεια φτάνει στην Αθήνα όπου μελετά συστηματικά τα κλασικά μνημεία, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την πολυχρωμία στην αρχιτεκτονική των αρχαίων Ελλήνων, που τότε ακριβώς πυροδοτούσε στην Ευρώπη μιαν έντονη διαμάχη.


Ο Semper δεν είναι απλώς ένας ύστερος ερμηνευτής της αρχιτεκτονικής της ιταλικής Αναγέννησης αλλά, στο πλαίσιο της δημοκρατικής αντίληψης για την κοινωνία των συγχρόνων του, σχεδιάζει κυρίως αστικούς τόπους στους οποίους το κτίριο του θεάτρου παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Καταδικάζει τον ξέφρενο εκλεκτικισμό της εποχής του και θεωρεί τη σχέση τέχνης και κοινωνίας πρωτεύον ζήτημα, πράγμα για το οποίο θα κατηγορηθεί ως «υλιστής», ενώ για τις θεωρητικές απόψεις του όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αισθητικής με τη βιομηχανική παραγωγή, την επιστήμη και την τεχνική, καθώς και για την ανάγκη προσαρμογής της μορφής στην ύλη, στην κατασκευή και στη λειτουργία, θεωρείται ένας πρωτοπόρος του μοντέρνου φονξιοναλισμού του 20ού αιώνα.


H έκθεση για τον Semper, που συνοδεύεται από ογκώδη κατάλογο Prestel 520 σελίδων, μεταφέρθηκε από 1.11.2003 και ως τις 25.1.2004 στο Museum für Gestaltung της Ζυρίχης.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «H αρχιτεκτονική και η κριτική».