Λίγες ημέρες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου έγραψα στις στήλες αυτής της εφημερίδας πως οι ΗΠΑ είχαν τις εξής επιλογές: είτε να επικεντρώσουν όλη τους την προσοχή στην πιο εντατική αστυνόμευση της Αμερικής και του πλανήτη είτε να ακολουθήσουν μια διπλή στρατηγική που να συνδυάζει τα άμεσα μέτρα καταστολής, που είναι όντως αναγκαία, με μια πολιτική που θα στόχευε στην άμβλυνση των συνθηκών που έμμεσα ή άμεσα εντείνουν την τρομοκρατία σε παγκόσμιο επίπεδο. «H δεύτερη επιλογή συνεπάγεται τη ριζική αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής όχι μόνο έναντι των Παλαιστινίων αλλά και έναντι των περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων πληθυσμών του πλανήτη» («Το Βήμα», 16.11.2001).


* H μονομερής στρατηγική


Στα δύο επόμενα χρόνια ο αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο δεν ακολούθησε τη διπλή στρατηγική (δηλαδή, άμεση καταστολή συν απόπειρα άμβλυνσης των «τρομοκρατικογενών» παραγόντων) αλλά ξεκίνησε έναν παράνομο, ιμπεριαλιστικού τύπου πόλεμο στο Ιράκ που, όπως πολλοί παρατηρητές είχαν προβλέψει, αντί να αμβλύνει, ενέτεινε την τρομοκρατία. Ετσι όχι μόνο ένα σημαντικό κομμάτι του ιρακινού λαού αντιμετωπίζει τους υποτιθέμενους «απελευθερωτές» του ως κατακτητές αλλά επιπλέον η ιρακινή περιπέτεια είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της Αλ Κάιντα. H τελευταία, με τον βάρβαρο, απάνθρωπο τρόπο που είδαμε πρόσφατα στην Τουρκία, χτυπά όχι μόνο τα αμερικανικά συμφέροντα αλλά και αυτά των χωρών που συμμάχησαν με τις ΗΠΑ στην εκστρατεία τους εναντίον του Ιράκ. Από την Αυστραλία και την Ιταλία ως τη Σ. Αραβία, το Μαρόκο και την Τουρκία, τα χτυπήματα της Αλ Κάιντα στέλνουν το σαφές μήνυμα πως όσοι συμμετείχαν ενεργά στο πλευρό των Αμερικανών στον πόλεμο θα πληρώσουν πολύ ακριβό τίμημα.


Βεβαίως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η Αλ Κάιντα υπήρχε πριν από τον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ και πως η έστω μονομερής στρατηγική καταστολής των ΗΠΑ εξάρθρωσε σε έναν σημαντικό βαθμό την οργάνωση, αφού πολλοί από τους βασικούς συνεργάτες του Μπιν Λάντεν έχουν ήδη φυλακιστεί ή εκτελεστεί. Οπως όμως φαίνεται από πρόσφατες εκθέσεις αμερικανικών και ευρωπαϊκών μυστικών υπηρεσιών, η μερική εξάρθρωση του κεντρικού μηχανισμού της οργάνωσης δεν μειώνει αλλά, αντίθετα, εντείνει την αποτελεσματικότητά της: βλέπουμε μια οργανωτική «αποκέντρωση» που οδηγεί σε μια πιο ευέλικτη τρομοκρατική στρατηγική καθώς «η εκτέλεση και φυλάκιση των αρχηγικών στελεχών της Αλ Κάιντα δεν μπορεί να εμποδίσει την αύξηση του αριθμού νέων, θυμωμένων μουσουλμάνων που είναι έτοιμοι να πραγματοποιήσουν αυτοκτονικές επιθέσεις» («Herald Tribune», σελ. 6, 24.11.2003). Βλέπουμε, δηλαδή, εδώ το σύνδρομο της Λερναίας Υδρας: κόβοντας ένα κεφάλι ξεφυτρώνουν εκατόν ένα. Αυτή η εξέλιξη ήταν βεβαίως προβλεπόμενη. Οσο ο αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί την τωρινή «πολεμοχαρή», μονομερή στρατηγική του τόσο η τρομοκρατία θα θεριώνει. Αυτή η πολιτική, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, ρίχνει λάδι στη φωτιά πολλαπλασιάζοντας τους κινδύνους όχι μόνο για τους αμερικανούς πολίτες αλλά και για όλους τους κατοίκους του πλανήτη.


* Οι δύο τρομοκρατίες


Ενας άλλος τρόπος για να εκφράσει κανείς τον φαύλο κύκλο που η στρατηγική Μπους έχει δημιουργήσει είναι η αναφορά στην έννοια της «διπλής τρομοκρατίας»: από τη μία μεριά έχουμε την τρομοκρατία τύπου Αλ Κάιντα ή Τζιχάντ και από την άλλη έχουμε την κρατική τρομοκρατία των ΗΠΑ και του Ισραήλ έναντι των Ιρακινών και των Παλαιστινίων αντιστοίχως. H μία τρομοκρατία τροφοδοτεί την άλλη σε έναν κύκλο βίας του οποίου τα αθώα θύματα πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά. Και οι δύο τρομοκρατίες στον ιδεολογικό τους λόγο εκφράζουν την «απέραντη λύπη τους» για τα αθώα θύματα που οι ενέργειές τους προκαλούν, θεωρούν όμως ότι αυτές οι ενέργειες νομιμοποιούνται στο όνομα του «Αλλάχ» από τη μία μεριά και της «δημοκρατίας» και «ασφάλειας» από την άλλη. Από αυτή την προοπτική το να λυπούμαστε μόνο για τα θύματα της Αλ Κάιντα και της Τζιχάντ και όχι για τα εξίσου αθώα θύματα, τα συνδεόμενα με τις «παράπλευρες επιπτώσεις» των αμερικανικών ή των ισραηλινών βομβαρδισμών, δεν είναι μόνο υποκριτικό αλλά οδηγεί και σε μια λανθασμένη στρατηγική καταπολέμησης του τρομοκρατικού φαινομένου. Για να το επαναλάβω, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα αν δεν αντιληφθούμε τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει μεταξύ της μη κρατικής και της κρατικής τρομοκρατίας στο Ιράκ και στην Παλαιστίνη που οδηγεί σε μια χαοτική κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο.


* Ο ρόλος της Ευρώπης


Αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, τότε οι χώρες που εναντιώθηκαν στον πόλεμο του Ιράκ (κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία) είναι οι μόνες σε αυτή τη συγκυρία που μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στην άμβλυνση της σημερινής κρίσης. Είναι αυτές οι χώρες που και λόγω της στάσης που κράτησαν στον πόλεμο του Ιράκ και λόγω των μετέπειτα εξελίξεων (προσπάθεια ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και αυτονόμησης από την αμερικανική κηδεμονία) έχουν τη δυνατότητα να παίξουν γεφυρωτικό ρόλο μεταξύ των δύο αντιμαχομένων στρατοπέδων. Σε αυτές τις χώρες πέφτει η τεράστια ευθύνη για την άμβλυνση του φαύλου κύκλου της τρομοκρατίας.


Από αυτή τη σκοπιά θα ήταν τραγικό λάθος αν η Ευρώπη ή μάλλον οι ευρωπαϊκές χώρες που εναντιώθηκαν στον πόλεμο του Ιράκ δώσουν την υποστήριξή τους (οικονομική ή άλλη) στον Μπους εκ των υστέρων νομιμοποιώντας έτσι μια εκστρατεία που όχι μόνο ήταν παράνομη αλλά και εξαιρετικά βλακώδης. Βεβαίως υπάρχει το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους όντως έκαναν λάθος εισβάλλοντας στο Ιράκ αλλά τώρα που το κακό έγινε, προς χάριν του ιρακινού λαού, πρέπει όλοι να βοηθήσουμε τους Αμερικανούς να βγουν από το αδιέξοδο που οι ίδιοι δημιούργησαν. Πρέπει να τους βοηθήσουμε να επιβάλουν κάποιο είδος νόμιμης τάξης στην τραγική αυτή χώρα. Υπάρχει επίσης το εξίσου σοβαρό επιχείρημα ότι, αν οι ΗΠΑ και η M. Βρετανία αποσύρουν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους απότομα, το χάος που θα ακολουθήσει θα βλάψει τον ιρακινό λαό περισσότερο από την αμερικανοβρετανική κατοχή.


Τα παραπάνω επιχειρήματα θα ήταν πειστικά και η υποστήριξη της Ευρώπης θα ήταν επιθυμητή και αποτελεσματική μόνο υπό την προϋπόθεση (που δεν υπάρχει σήμερα) της ριζικής αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής στο θέμα της ιρακινής ανασυγκρότησης. Αυτή η ριζική αλλαγή θα σήμαινε ότι ο πραγματικός έλεγχος της χώρας κατά τη μεταβατική περίοδο θα περνούσε από τις ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Θα σήμαινε όχι μόνο την τυπική, διακοσμητική μεταβίβαση εξουσιών (πράγμα που θα επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να ελέγχει την κατάσταση εξ αποστάσεως) αλλά την ουσιαστική αλλαγή στο καθεστώς ελέγχου. Στη δεύτερη περίπτωση οι δυνάμεις κατοχής θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν την ιδέα ότι θα μπορέσουν να εξαργυρώσουν τις «θυσίες υπέρ της δημοκρατίας» που κάνουν στο Ιράκ με την εξασφάλιση γεωπολιτικών και οικονομικών προνομίων. Με άλλα λόγια, η ενεργή υποστήριξη των Αμερικανών από τον γαλλογερμανικό άξονα δεν πρέπει να δοθεί όσο ακόμη και την ώρα που τα θύματα του πολέμου και από την αμερικανική και από την ιρακινή πλευρά πολλαπλασιάζονται και οι αμερικανικές εταιρείες έχουν αρχίσει μια άγρια κούρσα δρόμου για το μοίρασμα της πίτας.


H ευρωπαϊκή υποστήριξη των Αμερικανών χωρίς μια πραγματικά ριζική αλλαγή στον τρόπο ελέγχου της μεταβατικής περιόδου θα οδηγούσε απλώς τη μη «δορυφοροποιημένη» Ευρώπη στο να γίνει όχι ρυθμιστής/γεφυροποιός αλλά μέρος της σημερινής κρίσης. Θα οδηγούσε επίσης σε μια κατάσταση όπου οι αραβικοί πληθυσμοί θα ταυτίσουν όχι μόνο την Αμερική αλλά όλον τον δυτικό κόσμο με τον παρωχημένο, παρανοϊκό και βλακώδη ιμπεριαλισμό που μια μικρή ομάδα ακροδεξιών Ρεπουμπλικανών κατόρθωσε να επιβάλει ως την επίσημη εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης. Θα οδηγούσε, τέλος, σε μια κατάσταση όπου οι θεωρίες ή μάλλον οι προφητείες του Χάντινγκτον θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Πρέπει επιτέλους οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη να καταλάβουν, έστω και στο παρά πέντε, ότι η Ευρώπη δεν έχει μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά συμφέροντα, που είναι διαφορετικά από αυτά των ΗΠΑ. Π.χ., η EE έχει προφανές συμφέρον να αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας και φιλίας με τους αραβικούς πληθυσμούς που ζουν εντός και εκτός των συνόρων της. Παρ’ όλο που και η συντριπτική πλειονότητα του αμερικανικού λαού έχει τα ίδια συμφέροντα, η τυφλή υποστήριξη της κυβέρνησης Μπους προς τον Σαρόν και η γενικότερη στρατηγική της να μεταφράσει την αμερικανική τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή σε παγκόσμια πολιτική κυριαρχία καθιστούν τις ΗΠΑ εγγενώς ανίκανες να αντιμετωπίσουν το θέμα της τρομοκρατίας στις ρίζες του καθώς και την πόλωση μεταξύ αραβικού και δυτικού κόσμου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η πιθανή γαλλική ή/και γερμανική υποστήριξη των Αμερικανών χωρίς τη ριζική αλλαγή πλεύσης των τελευταίων θα σήμαινε τη θυσία όχι μόνο ευρωπαϊκών αλλά και οικουμενικών/πλανητικών συμφερόντων στον βωμό ενός παρωχημένου ατλαντισμού.


* Οι Ολυμπιακοί Αγώνες


Κλείνω με μια σύντομη παρατήρηση που σχετίζεται με το πρόβλημα της ασφαλείας στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι η οργάνωση του ΝΑΤΟ θα χρησιμοποιηθεί για την επίλυση μιας σειράς προβλημάτων επιτήρησης και ελέγχου κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Ευτυχώς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διευκρίνισε ότι «η Ελλάδα είναι μεν μέλος του ΝΑΤΟ και συνεργάζεται με τις άλλες χώρες, αλλά τον έλεγχο για την ασφάλεια των Αγώνων θα τον έχουν οι ελληνικές αρχές» («Το Βήμα», 16.11.2003). Επιπλέον ο υπουργός Αμυνας τόνισε ότι δεν υπάρχει περίπτωση εμπλοκής του ΝΑΤΟ παρά μόνο συνεργασίας με μυστικές υπηρεσίες, τις οποίες πολύ σωστά αρνήθηκε να κατονομάσει.


Από την άλλη μεριά, βρίσκω ατυχή τη δήλωση του υπουργού Δημόσιας Τάξης κ. Φλωρίδη (στο 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο του Προξενικού Σώματος) ότι η ελληνική κυβέρνηση στον τομέα της ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων θα έχει «στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ισραήλ, τη Βρετανία, την Αυστραλία, τον Καναδά, βαλκανικές και αραβικές χώρες» («Το Βήμα», 16.11.2003, σελ. A12).


Βεβαίως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Αλ Κάιντα, με τον φανατισμό που τη χαρακτηρίζει, θα σεβόταν τα φιλοαραβικά αισθήματα του ελληνικού λαού ή την οικουμενικότητα των Αγώνων και της ιδέας της Ολυμπιακής Εκεχειρίας που ο υπουργός Εξωτερικών με τόση επιτυχία προωθεί. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να αυξάνουμε τις πιθανότητες μιας τρομοκρατικής ενέργειας την περίοδο των Αγώνων μιλώντας για «στενή συνεργασία» μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής / Βρετανίας / Ισραήλ.


Αν δεν μπορούμε για τεχνικούς λόγους να την αποφύγουμε εντελώς, δεν χρειάζεται και να διαφημίζουμε τη συνεργασία της χώρας μας με κυβερνήσεις που έχουν συμβάλει άμεσα στον φαύλο κύκλο της βίας που αυτή τη στιγμή μαστίζει την ανθρωπότητα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.