Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διοικητής του IKA ήταν ο καθηγητής κ. Γεώργιος Χιώτης, τέως συνάδελφός μου στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Λόγω της οικτρής κατάστασης που επικρατούσε στα οικονομικά και στην οργάνωση του ιδρύματος, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν πολλά και δισεπίλυτα. Ενα σημαντικότατο μεταξύ αυτών ήταν η περιστολή της εισφοροδιαφυγής και της διαπλοκής στον τομέα της οικοδομής. Αν και δεν θυμάμαι τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συζητήσαμε το πρόβλημα, η συμβουλή μου ήταν να προσπαθήσει να αντικειμενοποιήσει το σύστημα ώστε να εκμηδενιστούν η αβεβαιότητα περί τα ένσημα που όφειλαν να πληρώσουν οι κατασκευαστές κάθε ανεγειρόμενης οικοδομής και οι συναλλαγές μεταξύ των κατασκευαστών και των αρμόδιων υπαλλήλων του ιδρύματος. Πιο συγκεκριμένα, οι σκέψεις που είχα κάνει ήταν οι ακόλουθες.


Σε κάθε φάση της οικοδομής, από τα μπετά ως τα βαψίματα και τη διαρρύθμιση του περιβάλλοντος χώρου, μπορούσε να υπολογιστεί με σχετική ασφάλεια ποια ήταν η προστιθέμενη αξία της εργασίας. Αν λοιπόν έβαζε τους μηχανικούς του ιδρύματος να την υπολογίσουν, με πολύ απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς θα προέκυπτε πόσα ένσημα όφειλαν να πληρώσουν στο ίδρυμα οι κατασκευαστές ως την αποπεράτωση της οικοδομής. Προφανώς, επρόκειτο για ένα λειτουργικό, απόλυτα εφικτό, εγχείρημα το οποίο, όπως λέμε στη γλώσσα των οικονομολόγων, ήταν άριστο κατά Pareto γιατί είχε για όλους πλεονεκτήματα, εκτός βέβαια από τους υπαλλήλους του IKA οι οποίοι είχαν συνηθίσει διαφορετικά και θα έπρεπε να ξεβολευτούν.


Προς τιμήν του ο τότε διοικητής του IKA προχώρησε στην πιο πάνω μεταρρύθμιση και σε μένα είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι έκτοτε ο προσδιορισμός των οφειλόμενων ενσήμων για κάθε οικοδομή γινόταν με αντικειμενικό τρόπο. Αλλά μια πρόσφατη εμπειρία μου με προσγείωσε στην πραγματικότητα και στην αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει πολλές από τις συμπεριφορές των αρμοδίων υπαλλήλων του ιδρύματος. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται περί του ακόλουθου περιστατικού.


Σε άδεια οικοδομής έχουν υπολογιστεί από τον μηχανικό, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια της πολεοδομίας, τα οφειλόμενα ένσημα για κάθε φάση της οικοδομής. Τόσα για τα μπετά. Τόσα για τα τούβλα, τόσα για τα επιχρίσματα και πάει λέγοντας. Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλημα, αν δεν έγιναν επιπρόσθετες εργασίες πέρα από τα εγκεκριμένα σχέδια. Αλλά αυτό το λογικό συμπέρασμα δεν ισχύει για το IKA. Και τούτο γιατί οι υπηρεσίες του προσπαθούν και βρίσκουν οικοδομικές εργασίες οι οποίες ισχυρίζονται ότι δεν περιλαμβάνονται στον εγκεκριμένο κατάλογο ενσήμων. Για παράδειγμα, αν η οικοδομή είναι κεραμοσκεπής ή αν έχουν κατασκευαστεί περιβάλλοντες τοίχοι κτλ. απαιτούν να γίνει τροποποίηση του καταλόγου των ενσήμων και ο ιδιοκτήτης υποχρεώνεται να πληρώσει επιπλέον ένσημα, αν και γνωρίζουν ότι αυτό που κάνουν είναι καταχρηστικό.


Με βάση τα ανωτέρω το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού των ενσήμων έχει διαβρωθεί ώστε απαιτείται νέα παρέμβαση από τη διοίκηση του ιδρύματος. Και τούτο για δύο λόγους: πρώτον, γιατί οι κατασκευαστές δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται κάτω από την ομηρία των ερμηνευτικών διαθέσεων των υπαλλήλων του IKA, και, δεύτερον, γιατί οι περισσότεροι πολίτες αδυνατούν να καταφύγουν στα δικαστήρια για να δικαιωθούν. Αυτά προς το παρόν, γιατί μπορεί να χρειαστεί να επανέλθω.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.