ΤΟΝ τελευταίο καιρό, αρκετοί (ακόμα και Αμερικανοί) επικριτές του ουασινγκτόνιου κοσμοκρατορισμού, των μεθόδων του, αλλά και της εσωτερικής κατάστασης της χώρας, συγκρίνουν τις ΗΠΑ του Μπους με την αρχαία Ρώμη: την αυτοκρατορική Ρώμη των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, που όδευε προς την παρακμή και την πτώση της, «επειδή είχε σαπίσει από μέσα» (Ορισμένοι μάλιστα – όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζωρτζ Ουάσινγκτον, Amitai Etzioni, την βλέπουν κιόλα να «καταρρέει»1).


Ισως αξίζει, λοιπόν, να θυμηθούμε το ρωμαϊκό imperium, για να καταλάβουμε τη σύγκριση και τους μελανούς οιωνούς – τηρουμένων, φυσικά, όλων των αναλογιών. Και οι καλύτεροι «οδηγοί» που διαθέτουμε, είναι ο μεγαλύτερος ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (55;-117/120 μ.X.) και ο κορυφαίος σατιρικός τους Ιουβενάλης (60/67;-128-130; μ.X.).


«ΚΡΑΤΗΣΤΕ την αυτοκρατορία στα σύνορά της», ήταν η «διαθήκη» του πρώτου αυτοκράτορα Αυγούστου, που πέθανε το 14 μ.X. Αλλά τη συνετή αυτή συμβουλή δεν την ακολούθησαν ούτε οι δικοί του διάδοχοι, ούτε – ασύγκριτα λιγότερο – οι αμερικανοί μακρινοί απόγονοί τους. Αγνόησαν τον κοινότατο τόπο πως η υπέρμετρη επέκταση ενός μεγάλου, πολυδύναμου κράτους, ξεφεύγει τελικά απ’ τον έλεγχο του «κέντρου», αποδυναμώνει τις πολεμικές ικανότητές του, προκαλεί βίαιες αντιδράσεις, ροκανίζει όχι μόνο τις «κατακτήσεις» αλλά και τα ίδια τα θεμέλια του κατακτητή.


Οι περισσότεροι imperatores, όμως, είχαν «παραφρονήσει από την τρομερή και απεριόριστη δύναμή τους – όπως λέει ο Τάκιτος -, από την «μανία» να είναι απόλυτοι κυρίαρχοι όλου του κόσμου, χωρίς να συναντάνε κανένα εμπόδιο στην απληστία τους, κανένα χαλινάρι στις ορέξεις τους. Πίστευαν πως είναι θεοί, ή έστω ισόθεοι, πως ο Ολυμπος είχε μετατεθεί στην Επτάλοφο πάνω απ’ τον Τίβερη – όπως ο Μπους πιστεύει πως ο δικός του Ολυμπος εδρεύει στην Ουάσινγκτον, στην αγκαλιά του Ποτόμακ, και πως ο ίδιος έχει θεϊκή αποστολή να κατατροπώσει τους όπου Γης εκπροσώπους του «Σατανά».


ΤΗΣ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μοναδικοί αφέντες ήταν πια ο ηγεμόνας της και ο στρατός «του».


Για τον αυτοκράτορα, δεν υπήρχε παρά ένας νόμος – ο δικός του. «Ετσι θέλω, αυτό διατάζω, η θέλησή μου είναι ο μοναδικός λόγος» («Hoc volo, sic jubeo, sit pro ratione voluntas», όπως το διατυπώνει συμβολικά ο Ιουβενάλης2) (Σήμερα, ο Μπους το λέει κομψότερα: «Πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών»).


Ο στρατός, απ’ την άλλη, ήταν το όργανο που οι αρχολίπαροι χρησιμοποιούσαν για ν’ αρπάζουν την εξουσία και να τη διατηρούν – ώσπου κάποιος άλλος να τους εκτοπίσει και να τους εξοντώσει. Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος, στη δική του «διαθήκη» στους γιους του Καρακάλλα και Γέτα, εντελλόταν: «Να είστε μονιασμένοι, να πλουτίζετε τους στρατιώτες, όλους τους άλλους να τους περιφρονείτε»3. (Ο Μπους, σοφότερος, δεν παύει να πλουτίζει τις πολεμικές βιομηχανίες – και μερικούς άλλους πολύφερνους – για να υλοποιήσει τα πλανηταρχικά οράματά του με το αζημίωτο).


ΤΟΥΣ άλλους, τους «περιφρονητέους», φρόντιζαν οι εστεμμένοι κυρίαρχοι να τους κρατάνε σε απόλυτη υποταγή. Αρχίζοντας απ’ την ίδια τη Σύγκλητο, που δεν είχε απομείνει παρά το οικτρό φάντασμα του παλαιού σεβάσμιου νομοθετικού εαυτού της. Ο Τάκιτος βάζει στο στόμα των συγκλητικών την αξιοδάκρυτη ομολογία: «Σ’ εμάς δεν απόμεινε πια παρά η δόξα να υποκλινόμαστε» [στις διαταγές του αυτοκράτορα Τιβέριου].


Οσο για τους απλούς πολίτες, αυτοί «συμμορφώνονταν» χάρη στους αμέτρητους κατασκόπους, χαφιέδες, σμπίρους, που παρακολουθούσαν άγρυπνοι τους πάντες και τα πάντα, εκβίαζαν και συκοφαντούσαν, «κάρφωναν» όποιον τολμούσε έστω και να συνοφρυωθεί για κάποια άνωθεν διαταγή. «Ο ευγενικός ψίθυρός τους [των χαφιέδων], λέει σαρκαστικά ο Ιουβενάλης, κόβει λαιμούς ανθρώπων». «Ετσι – συμπληρώνει ο Τάκιτος – κανένας δεν εμπιστευόταν κανένα, ούτε συγγενείς ούτε φίλους, ακόμα και οι τοίχοι του σπιτιού τους ήταν ύποπτοι»… «Ηταν εποχή απόλυτης σιωπής, όπου οι μόνοι που ακούγονταν ήταν οι κόλακες των δυνατών… Αυτό το φίμωτρο των λόγων και της ακοής, θα μας έκανε να χάσουμε ακόμα και τη μνήμη μας, αν δεν ήμαστε αναγκασμένοι να θυμόμαστε πως έπρεπε να μένουμε μουγγοί» (Την σήμερον αμερικανικήν ημέραν, αυτόν τον ρόλο τον έχουν αναλάβει – πολύ πιο πονηρά – τα MME με τις αδίστακτες παραπληροφορήσεις και την καταιγιστική πλύση εγκεφάλου, ενώ η αστυνόμευση λόγων και έργων στέλνει στο ανάθεμα ή και στη φυλακή τους επικριτές της ουασινγκτόνιας πολιτικής, σαν «αντεθνικούς» και «αντιπατριώτες»).


ΑΛΛΑ οι αναλογίες προχωρούν και στην δημοσιονομική πολιτική – που αδιαφορούσε για τους γεωργούς και ωφελούσε τους αστούς, που αγνοούσε τα κατώτερα στρώματα και ευνοούσε την ανώτερη πλούσια άρχουσα τάξη – αυτήν που την απληστία της, την ασέλγειά της, τα όργιά της, τους σαρδαναπαλισμούς της σατιρίζει ατελείωτα ο Ιουβενάλης. Τους άλλους, τον όχλο, τον διαβουκολούσαν με «άρτον και θεάματα»4 [περισσότερα θεάματα παρά ξεροκόμματα]. Οπως ακριβώς κάνει κατά κόρον η μπουσική πολιτική, υπερπλουτίζοντας τους ζάπλουτους και υπερφτωχαίνοντας τους άπλουτους.


Φυσικά, όλα αυτά προκαλούσαν συνεχείς κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις ενώ οι «εξωτερικοί κίνδυνοι» δεν έλειπαν από την περιβόητη «pax romana». Οχι μόνο οι βαρβαρικές επιδρομές απειλούσαν τις βόρειες επαρχίες του imperium, αλλά και εξεγέρσεις, ακόμα κι επαναστάσεις, ξεσπούσαν στην Αφρική, στη Γαλατία, στην Ασία και, μάλιστα, στην Περσία, όπου οι Σασσανίδες γαλβανίζονταν από εθνικό και θρησκευτικό φανατισμό (καλή ώρα).


Την πολιτική των ρωμαίων κατακτητών απέναντι σ’ αυτές τις «αταξίες», περιγράφει επιγραμματικά ο αρχηγός των βορειοβρετανικών φυλών Calgacus, μιλώντας στους στρατιώτες του, πριν από μια μάχη με τους εισβολείς:


«Τη λεηλασία, τη σφαγή, την κλοπή, τις βαφτίζουν αυτοκρατορία. Ερημώνουν τα πάντα, και αυτό το ονομάζουν ειρήνη»5.


Αλλά ποια αυτοκρατορία δεν έχει όλα τούτα τα χαρίσματα και τα ψευδώνυμα;


……………………………..


1. «Το Βήμα», 15.11.03. – 2. Σάτιρες, VI, 223 – 3. Δίων Κάσσιος. – 4. Ιουβενάλης, Σάτιρες, X, 81. – 5. Τάκιτος, Agricola, 30.