Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μου με τον ίδιο τίτλο είχα ασχοληθεί με τις διαδικασίες που έχουμε υιοθετήσει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών για την αξιολόγηση της διδακτικής ικανότητας του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Σήμερα, προκειμένου να γίνουν γνωστές οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται τα μέλη του ΔΕΠ στο τμήμα μας για κερδίσουν μονιμότητα και να προαχθούν στις ανώτερες βαθμίδες, θα αναφερθώ στις διαδικασίες της αξιολογήσεως του ερευνητικού τους έργου.


Από τις αξιολογήσεις που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς στη διεθνή βιβλιογραφία γνωρίζουμε τις σχετικές θέσεις που έχουν επιτύχει τα διάφορα περιοδικά στον κλάδο μας. Πιο συγκεκριμένα, μετρώντας την επίδραση που ασκούν με βάση τις αναφορές (citations) που λαμβάνουν οι εργασίες τις οποίες δημοσιεύουν, γνωρίζουμε ποια είναι τα δέκα κορυφαία περιοδικά, ποια είναι τα επόμενα 20 κ.ο.κ. Επειδή λοιπόν η θέση των περιοδικών σε αυτή την κατάταξη σηματοδοτεί την ποιότητα των ερευνών που δημοσιεύουν, έχουμε διαμορφώσει κάποια αντικειμενικά κριτήρια για εκλογή στις διάφορες βαθμίδες. Αν κάποιος βρίσκεται στα πρώτα χρόνια της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, οπότε το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχει αναφορές στο ερευνητικό του έργο, τότε βασιζόμαστε στην ποιότητα των περιοδικών που έχει δημοσιεύσει. Ετσι, για παράδειγμα, αν κάποιος έχει δημοσιεύσει ένα άρθρο στα δέκα πρώτα περιοδικά, μπορεί να εκλεγεί αμέσως επίκουρος καθηγητής, ενώ κάποιος άλλος με πέντε άρθρα σε περιοδικά χωρίς κριτές ενδέχεται να μην μπορεί να εκλεγεί ούτε λέκτορας. Και φυσικά ανάλογα κριτήρια ισχύουν για τις ανώτερες βαθμίδες, αλλά γι’ αυτές απαιτούνται επίσης οι κρινόμενοι να έχουν και αξιομνημόνευτες αναφορές.


Εκτός από τις δημοσιεύσεις σε διακεκριμένα περιοδικά, στις κρίσεις για πρώτο διορισμό ή προαγωγή μετρούν επίσης οι προοπτικές για πιθανές δημοσιεύσεις τα προσεχή χρόνια. Αυτές οι προοπτικές αξιολογούνται με βάση τον αριθμό και την ποιότητα των ερευνητικών δοκιμίων που αναφέρονται στα βιογραφικά σημειώματα των κρινόμενων. Ο λόγος είναι ότι μεσολαβεί συνήθως μεγάλη χρονική υστέρηση από την υποβολή για δημοσίευση ως την τελική αποδοχή, ώστε για να ελπίζει κανείς σε κάποιες δημοσιεύσεις μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια θα πρέπει να έχει σημαντικό απόθεμα ερευνητικών δοκιμίων.


Οι πιο σημαντικές διχογνωμίες για την αξία των δημοσιεύσεων αναφύονται συνήθως αναφορικά με τις δημοσιεύσεις σε περιοδικά χωρίς κριτές, σε βιβλία, σε επίσημες εκθέσεις κτλ. Στο τμήμα μας αυτές λαμβάνουν ελάχιστη στάθμιση και προσωπικά θα έλεγα ότι λειτουργούν αρνητικά για τους υποψηφίους. Και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί δεν περνούν από την αυστηρή διαδικασία της «τυφλής αξιολογήσεως από ανώνυμους κριτές». Δεύτερον, γιατί κατά κανόνα δεν μελετώνται ευρύτερα και δεν λαμβάνουν αναφορές. Και τέλος, τρίτον, γιατί σηματοδοτούν διάθλαση του ενδιαφέροντος του ερευνητού από τη δημιουργία βασικής επιστημονικής γνώσεως η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της ακαδημαϊκής έρευνας.


Χάρη στα κριτήρια που εφαρμόζουμε κατά τις κρίσεις των μελών ΔΕΠ, το τμήμα μας αξιολογείται ως το κορυφαίο μεταξύ όλων των Τμημάτων Οικονομικής Επιστήμης στη χώρα και ως ένα από τα καλά τμήματα διεθνώς. Γι’ αυτό, λαμβανομένων υπόψη των αφιλόξενων συνθηκών μέσα στις οποίες διεξάγεται το ερευνητικό μας έργο, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε υπερήφανοι.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.