Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο K.Π. Καβάφης ήταν ωραίος άντρας, τουλάχιστον στα χρόνια της βιολογικής και δημιουργικής ωριμότητάς του, ή ότι υπήρξε ένας εξαιρετικά καλοντυμένος κύριος. Ορισμένες μόνον από τις πρώιμες προσωπικές φωτογραφίες του που μας είναι γνωστές αποπνέουν μιαν αισθητική και ενδυματολογική ατμόσφαιρα τύπου Μαρσέλ Προυστ και μαρτυρούν τις διαδοχικές προσπάθειές του να καταλήξει ο ίδιος σ’ ένα «επίσημο» πορτρέτο του. Φειδωλός στην παραχώρηση φωτογραφιών του προς δημοσίευση, είναι γνωστό ότι δίνει το 1917 στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας (βρίσκεται ήδη στα 55 του χρόνια) μια νεανική του φωτογραφία με τη χαρακτηριστική λεζάντα «Ο Καβάφης προ χρόνων». Αυξημένη κοκεταρία; Ηθελημένη πρόκληση; Είναι η ίδια χρονιά κατά την οποίαν ο E.M. Φόρστερ τον περιγράφει να γυρνά στους δρόμους της Αλεξάνδρειας σαν ένας αξιοθέατος και αξιοπερίεργος τύπος που στέκεται γενικώς «σε ελαφρήν απόκλιση προς το σύμπαν». Σήμερα γνωρίζουμε πως όλα τα μέλη της οικογένειας Καβάφη συνήθιζαν κατά διαστήματα να φωτογραφίζονται. H διαδικασία όμως αυτή παρέμενε προσωπική υπόθεση του καθενός· είναι ενδεικτικό ότι δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία του ποιητή μαζί με άλλους – φίλους, ομότεχνους ή συγγενείς, εκτός από ορισμένες παιδικές φωτογραφίες με αδέρφια του.


* Οι ζωγράφοι και ο ποιητής


Στην πολλαπλώς κρίσιμη για την τύχη του καβαφικού έργου δεκαετία 1920-1930 ο ποιητής φρόντισε να αποκτήσει διαδοχικά φωτογραφικά πορτρέτα του, άλλοτε εμφανώς ρετουσαρισμένα (και κακεντρεχώς σχολιασμένα) και άλλοτε περισσότερο πιστά και φυσικά. Σ’ αυτές ακριβώς τις ύστερες φωτογραφίες του έχουν στηριχτεί κατά κύριο λόγο και έχουν αναπαραγάγει τη μορφή του οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους εικαστικούς καλλιτέχνες που δεν τον γνώρισαν προσωπικώς. Υπάρχουν όμως και αρκετοί ζωγράφοι και χαράκτες, κατά κανόνα Αλεξανδρινοί ή περαστικοί από την Αλεξάνδρεια, οι οποίοι φιλοτέχνησαν τη μορφή του Καβάφη. Τους αναφέρω κατά αλφαβητική σειρά: Χαρίκλεια Αλεξανδρίδου (αργότερα και Στεφανοπούλου), ο στενός φίλος του ποιητή και ερασιτέχνης ζωγράφος Περικλής Αναστασιάδης, Σοφοκλής Αντωνιάδης (γνωστός ως Σόφο, με τη συντετμημένη, παροξύτονη εκδοχή του μικρού του ονόματος), Νίκος Γώγος, Γιώργος Δήμου, Τάκης Καλμούχος, Γιάννης Κεφαλληνός, Κωνσταντίνος Μαλέας, A. Μακρής, Κίμων E. Μαραγκός (με τα λατινοπρεπή αρχικά Kem), Μίκης Ματσάκης, Ευθύμης Παπαδημητρίου (συχνά ως ΜιμΠαπ), ο αρμενικής καταγωγής Εδμόνδος Σούσα, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία. Στα ονόματα αυτά πρέπει να προστεθούν και δύο Ελλαδίτες: ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο οποίος συνάντησε τον Αλεξανδρινό το 1932 στην Αθήνα, και ο πολυτάλαντος αρχιτέκτονας και άνθρωπος του θεάτρου Κίμων Λάσκαρις, για τον οποίον δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι γνώρισε προσωπικώς τον Καβάφη.


Το κατά τεκμήριο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουν όλοι οι πιο πάνω καλλιτέχνες (πλην του Λάσκαρι, ίσως) απέναντι στους μεταγενέστερους ή στους συγχρόνους μας είναι ότι αποδίδουν το πρόσωπο του Καβάφη «εκ του φυσικού», δεν στηρίζονται δηλαδή στις γνωστές φωτογραφίες του οι οποίες αποτέλεσαν το «μοντέλο» για τους μεταγενέστερους ζωγράφους, χαράκτες και, σπανιότερα, γλύπτες. Για τον λόγο αυτόν το εικαστικό αποτέλεσμα παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ευρύτερη ποικιλία στην τελική του απόδοση απ’ ό,τι τα έργα που «αντιγράφουν» τις γνωστές φωτογραφίες του ποιητή. Για παράδειγμα, το σκίτσο του Γιώργου Δήμου (είναι ο μόνος επιζών σήμερα) στην πρώτη του δημοσίευση του 1931 δεν αποτελούσε ένα ακόμη πορτρέτο του Καβάφη, αλλά συνοδευόταν από τη λεζάντα: «Ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής K.Π. Καβάφης αναλύοντας ποιήματά του σ’ επισκέπτη του». Ο πλέον παραγωγικός και εμμανής προσωπογράφος του Καβάφη είναι ασφαλώς ο Νίκος Γώγος· τα γνωστά σκίτσα του για τον ποιητή, κάποτε ελαφρώς γελοιογραφικού χαρακτήρα, πλησιάζουν τα δέκα. Είναι φανερό, όσο κι αν επεμβαίνει το χέρι του φωτογράφου, πως η μορφή του ποιητή με τον καιρό στεγνώνει, γίνεται πρόσφορη για καρικατούρα και για διακωμώδηση, ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί, τονισμένες σε υπερθετικό βαθμό από τα παροικιακά κουσέλια, οι παραξενιές και οι ιδιορρυθμίες του ανθρώπου Καβάφη. Ηδη πολύ νωρίς, στα 1916, ο Φίλιππος Δραγούμης τον σκιαγραφεί σαν έναν τύπο «με πρασινοκίτρινο χρώμα, ξουρισμένον, με εβραίικο πρόσωπο και έντονα μαύρα μάτια». Αυτά τα έντονα μαύρα μάτια που είχαν εντυπωσιάσει όλους όσοι τον γνώρισαν, δεν έχουν διασωθεί σχεδόν σε κανένα από τα εικαστικά του πορτρέτα.


* Μούσα, το έργο του


Υπάρχουν, εν τούτοις, και ορισμένοι αιγυπτιώτες καλλιτέχνες, περίπου σύγχρονοι του Καβάφη, οι οποίοι δεν φαίνεται, σύμφωνα τουλάχιστον με τα δημοσιευμένα έργα τους, να απέδωσαν εικαστικά τη μορφή του ποιητή. H περίπτωση του Κώστα Παρθένη μάλλον πρέπει να εξαιρεθεί· έφυγε πολύ νωρίς από την Αλεξάνδρεια, σε εποχή δηλαδή που το όνομα του Καβάφη δεν είχε σχεδόν ακουστεί. Απεναντίας, για την περίπτωση του μείζονος αιγυπτιώτη ζωγράφου Δημήτρη Λίτσα δεν υφίστανται αξιόπιστες μαρτυρίες τυχόν σχέσεών του με τον ποιητή. Τα ονόματά τους ουδέποτε συνάπτονται στις ποικίλες πνευματικές εκδηλώσεις της παροικίας. Ενα ανθολογικού χαρακτήρα λεύκωμα με έργα του Λίτσα, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1995, δεν μνημονεύει καμία συνάφεια των δύο ανδρών. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν καβαφικά σκίτσα και άλλων αιγυπτιωτών ζωγράφων, όπως ο Περικλής Τσιριγώτης, ο Αντώνης Νίνος ή ο πολύπλευρος Νίκος Νικολαΐδης.


Τα δύο προηγούμενα «έτη Καβάφη» (1963, 1983), σε συνάρτηση με την τεράστια διεθνή απήχηση του έργου του, έφεραν στο φως άπειρα καινούργια σκίτσα του ποιητή, όχι μόνο από Ελληνες (ο σχετικός κατάλογος είναι μακροσκελέστατος) αλλά και από ξένους καλλιτέχνες διεθνούς φήμης, όπως ο D. Levine ή ο David Hockney. Πού οφείλεται άραγε αυτή η διαρκώς ανανεούμενη επιθυμία που επιδεικνύουν ζωγράφοι και χαράκτες να αποτυπώσουν τη μορφή ενός προσώπου το οποίο ουδέποτε γνώρισαν από κοντά και το οποίο οικειώνονται μόνο μέσα από την ποίησή του; H απάντηση θα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθεί στην ίδια την ποίηση του Αλεξανδρινού, μια ποίηση που έχει ενταχθεί οριστικά στη μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά του δυτικού (και όχι μόνον) κόσμου, μια ποίηση που είναι πλέον κοινό κτήμα της ευρύτερης παιδείας όλων των λαών, ασχέτως γλώσσας ή εθνικότητας.


Δεν είναι μόνον η απόδοση της μορφής του Αλεξανδρινού που απασχολεί τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν εικαστικά δημιουργήματα εμπνευσμένα από ποιήματα του Καβάφη, όπως και κάθε είδους μουσικές συνθέσεις ή θεατρικές παραστάσεις βασισμένες στο έργο του. Πρόκειται, ίσως, για έμμεση ένδειξη αλληλεγγύης των νεότερων απέναντι σ’ ένα ποιητικό έργο που αναφέρεται συχνότατα σε ποιητές, σε ρήτορες, σε γλύπτες και ζωγράφους, σε σοφιστές και γραμματικούς, σε μουσικούς και ηθοποιούς του θεάτρου. H εμμονή, πάντως, στην καινούργια κάθε φορά αποτύπωση του καβαφικού προσώπου αποδεικνύει την αυταξία, τον σεβασμό και τη σοβαρότητα που εμπεριέχονται στον κλασικό στίχο του ποιητή «το πιο τίμιο – την μορφή του».