Οτι ο σπουδαίος αμερικανός ποιητής Τζέημς Μέρριλ θα έγραφε ένα καυστικό ποίημα για τα πολιτικοοικονομικά ήθη των ΗΠΑ αναπαράγοντας τη μορφή και το πνεύμα τού «Περιμένοντας τους βαρβάρους» είναι κάτι που δεν θα πρέπει να μας εκπλήττει. Οτι όμως στη νεκρώσιμη ακολουθία της Τζάκυ Κένεντυ θα διαβαζόταν ως τελευταίος αποχαιρετισμός η «Ιθάκη» είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνον από το γεγονός ότι η χήρα του Τζων Κένεντυ διετέλεσε και σύζυγος του Αριστοτέλη Ωνάση. Οπως παράξενη φαίνεται η συνεμφάνιση αυτών των δύο γεγονότων: ότι ένας ποιητής εκλεκτός των ποιητών είναι συγχρόνως και αγαπώμενος του αναγνωστικού πλήθους. Το φαινόμενο παρουσιάζεται ακόμη πιο παράξενο, όταν σκεφτούμε ότι εμφανίζεται όχι μόνο μέσα στην περιοχή της γλώσσας του συγκεκριμένου ποιητή, η οποία είναι το μόνο αυθεντικό πεδίο της τέχνης του, αλλά και στο πεδίο μιας ξένης γλώσσας.


Υπάρχει κάτι το ιδιάζον στον Καβάφη, το οποίο επιτρέπει στην ποιητική του φωνή να γίνει αισθητή και έξω από τη δική του γλώσσα· μια μοναδικότητα η οποία, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά της, διαμορφώθηκε με τη συγχώνευση ποικίλων στοιχείων, επιγεννημάτων ενός ιδιάζοντος περιβάλλοντος. Το περιβάλλον αυτό, αλλά και τον ιδιωτικό χώρο του ποιητή, παρουσιάζει η έκθεση «K.Π. Καβάφης: Ο κόσμος του και οι εικαστικές μορφές της εποχής του», που εγκαινιάζεται αύριο στο Μέγαρο Μουσικής (θα διαρκέσει ως το τέλος του Ιανουαρίου). H έκθεση, που τη συνδιοργανώνουν ο Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, και που εντάσσεται στις εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας για την επέτειο των 140 χρόνων από τη γέννηση και των 70 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή, είναι η τρίτη σημαντική Εκθεση Καβάφη που διοργανώνεται στην Ελλάδα. Εχουν προηγηθεί εκείνες του 1963 (του Μουσείου Μπενάκη) και του 1983 (του Συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων, στο Γαλλικό Ινστιτούτο), και οι δύο επετειακές εκθέσεις που το περιεχόμενό τους συνοψίζει αλλά και διευρύνει η σημερινή.


* Ο χώρος του ποιητή


H παρούσα Εκθεση συντίθεται από δύο παράλληλες και αλληλοφωτιζόμενες ενότητες εκθεμάτων. H πρώτη, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Ο προσωπικός χώρος του Καβάφη», παρουσιάζει, σε ιδεατή αναπαράσταση, το δωμάτιο του ποιητή, ενώ η δεύτερη, μια ζωγραφική έκθεση, προσφέρει ένα πανόραμα του εξωτερικού περιβάλλοντος, ιδωμένου μέσα από τα μάτια 17 ελλήνων ζωγράφων.


Τα περισσότερα από τα εκθέματα της πρώτης ενότητας προέρχονται από το Αρχείο Καβάφη, δηλαδή από το σύνολο των διαφυλαχθέντων τεκμηρίων, αντικειμένων και χειρογράφων του ποιητή, που βρίσκονται σήμερα στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού (τα περισσότερα από τα υπόλοιπα εκθέματα της ενότητας προέρχονται από το ΕΛΙΑ). Ετσι ο χώρος εργασίας του Καβάφη ανασυντίθεται, ως επί το πλείστον, από τα προσωπικά του αντικείμενα: από το γραφείο του, την πολυθρόνα του, τα βιβλία του (μια επιλογή χαρακτηριστική των αναγνωστικών του ενδιαφερόντων), μια επιλογή χειρογράφων (με έμφαση στα σημειώματα ποιητικής), χειρόγραφα ποιημάτων και έντυπα μονόφυλλά τους (εκτίθενται, επίσης, οι κύριες μετά θάνατον εκδόσεις των ποιημάτων του «κανόνος»). Μια σειρά φωτογραφιών του ποιητή και συγγενών του δίνει μιαν όψη του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Οπως σημειώνει στον κατάλογο της Εκθεσης ο διευθυντής του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού Μανόλης Σαββίδης, που επιμελήθηκε αυτή την ενότητα, «ο σκοπός της δεν ήταν να εντυπωσιάσει με αντικείμενα που εκτίθενται για πρώτη φορά (αν και υπάρχουν πολλά), αλλά να αρμόσει και να φωτίσει νέα και παλαιότερα εκθέματα που έχουν ιδιαίτερη σημασία, και μεμονωμένα και ως μέρη ενός συνόλου, το οποίο είναι μια άποψη του κόσμου του Καβάφη, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα».


* Το εξωτερικό περιβάλλον


Την εξωτερική όψη αυτού του κόσμου παρουσιάζουν, όπως είπαμε, τα εκθέματα της δεύτερης ενότητας, που αποτελείται από 91 πίνακες (λάδια, ακουαρέλες, χαρακτικά και σχέδια), που απεικονίζουν τοπία και ανθρώπινες μορφές της Αιγύπτου της καβαφικής εποχής, αλλά και την ίδια τη μορφή του Καβάφη: έργα των Παρθένη, Ράλλη, Μαλέα, Σαββίδη, Γουναρόπουλου, Κεφαλληνού, Καλμούχου και άλλων, που ξεκινώντας από την αντίπερα όχθη της Μεσογείου «ακολούθησαν τον δρόμο της Ανατολής», με μια, μακρότερη ή βραχύτερη, «θητεία αλεξανδρινή». «H Αίγυπτος, και ειδικά η Αλεξάνδρεια» εξηγεί η ιστορικός και κριτικός της τέχνης Εφη Ανδρεάδη, που επιμελήθηκε αυτή την ενότητα, «δεν ήταν γι’ αυτούς ένας απλός προορισμός στην «αισθητική του ταξιδιού», αλλά ένας τόπος οικείος, του οποίου θα αποτελέσουν, κοινωνικά και πολιτιστικά, ένα αναπόσπαστο κομμάτι».


H επιλογή και η διάταξη των εκθεμάτων των δύο ενοτήτων υπηρετεί αποτελεσματικά τον σκοπό της Εκθεσης δίνοντας μιαν εναργή εικόνα των χώρων μέσα στους οποίους ο Καβάφης δημιούργησε το έργο του. Για τον λόγο αυτόν θα ήταν χρήσιμο, εκτός από το ευρύ και φιλοπερίεργο κοινό, να επισκεφθούν την Εκθεση και κριτικοί του Καβάφη, ιδιαίτερα όσοι προσπαθούν να εφαρμόσουν στο έργο του τα σχήματα μιας θεωρητικής θέασης των πραγμάτων. Αναφέρομαι στην απίστευτη παρανάγνωση της καβαφικής ποίησης, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.


* Ενα κριτικό πρόβλημα



H ποίηση του Καβάφη αποτελεί για τα δεδομένα μιας ισχυρής και σήμερα μερίδας της κριτικής ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το εξής: Ο Καβάφης είναι ποιητής ελληνοκεντρικός. H κυρίαρχη πολιτισμική θεωρία των τελευταίων δεκαετιών, που επέβαλε τις αρχές της και στη λογοτεχνική θεωρία, είναι αντίθετη προς το ενδιαφέρον για εθνικά ιδεώδη και θέματα, το οποίο χαρακτηρίζει, αδιακρίτως, εθνοκεντρικό (με αυτές τις αρχές επικρίνεται από όχι λίγους σήμερα η ποίηση του Σεφέρη). Ομως η – ολοένα αυξανόμενη – γοητεία της ποίησης του Καβάφη είναι τέτοια, που η επίκρισή της με το αντιεθνοκεντρικό κριτήριο θα έθετε σε κίνδυνο την καλλιτεχνική εγκυρότητα του κριτηρίου και το κύρος του ίδιου του κριτικού. Επρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να ξεπεραστεί το πρόβλημα.


Ετσι ως τρόπος με τη μικρότερη θεωρητική απώλεια επελέγη η μεταβάπτιση ή η αγνόηση του προβλήματος. H μεταβάπτιση ακολούθησε τη μέθοδο των μοναχών του Μεσαίωνα μετονομάζοντας το κρέας σε ψάρι για να μπορέσει να το απολαύσει ή να το εκμεταλλευθεί χωρίς τον κίνδυνο παραβίασης του δόγματος. Με τον τρόπο αυτόν ο Καβάφης από συγγραφέας μιας περιοχής του μείζονος ελληνισμού μεταβλήθηκε σε συγγραφέα της διασποράς. H πίστη στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού (στην «ενότητα της ελληνικής παραδόσεως», όπως την ονομάζει ο Καβάφης), η εξύμνηση της ελληνικότητας ως υπέρτατης, κατά τη γνώμη του, ανθρώπινης ιδιότητας («εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν»), η αναζήτηση της φυλετικής ρίζας, ο Μεγαλοϊδεατισμός και τα συναφή αισθήματα που εκφράζει το καβαφικό έργο, εξουδετερώνονται από την οπτική μιας ανάγνωσης, που ανακαλύπτει στον Καβάφη μια «μοναδική διαθεσιμότητα», η οποία της επιτρέπει να απογυμνώσει την ποίησή του από το βασικό ιδεολογικό χαρακτηριστικό της. «Ο Καβάφης» μας επισημαίνεται «είναι διασπορικός· […] παρέμεινε διεσπαρμένος χρονολογικά και γεωγραφικά, χωρίς ρίζα, χωρίς νόστο, χωρίς προορισμό»· έτσι εκφράζει έναν «οικουμενικό ελληνισμό», στον οποίο δεν μετρούν έννοιες όπως «λαός, πατρίδα, γλώσσα, καταγωγή», και που το «μόρφωμά του συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους που σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και θέση, ανεξαρτήτως καταγωγής και ταυτότητας, ζητούν να κατοικήσουν τη γη εμπνεόμενοι από το αγωνιστικό ήθος της συλλογικής αυτοδιοίκησης».


* Αλλες μορφές παρανάγνωσης


H αγνόηση του προβλήματος εμφανίζεται με δύο μορφές. Στην πρώτη οι ελληνικές αναφορές του Καβάφη παρουσιάζονται ως ασήμαντες και αμελητέες. «Ο Καβάφης» διαβάζουμε «δεν λάτρεψε την ελληνική παράδοση και οι πνευματικές του συνδιαλέξεις είναι κυρίως με ευρωπαϊκά ρεύματα και ποιητές». Με την υποβάθμιση αυτή ο Καβάφης απαλλάσσεται από το αμάρτημα των συνδιαλέξεων με την εθνική παράδοση, που επικρίνονται ως γνώρισμα ενός μοντερνισμού συντηρητικής φύσεως, και τοποθετείται στην πρωτοπορία, δηλαδή στις τάξεις των προοδευτικών μοντερνιστών (μαζί με τον Απολλιναίρ, τους φουτουριστές, τους ντανταϊστές, τους υπερρεαλιστές, τον Μπρεχτ), κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο λογοτεχνικός διεθνισμός, «η ιδέα της πολιτικής δράσης» και «η κριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές και αισθητικές αξίες».


H δεύτερη μορφή της αγνόησης του προβλήματος προσθέτει στην παρανάγνωση του Καβάφη μιαν ακόμη νότα. Εδώ έχουμε έναν ποιητή προοδευτικό εξ ορισμού, αφού – σε αντίθεση με τον αντιδραστικό Σεφέρη που, εμφορούμενος από το ιδεολόγημα της ελληνικής συνέχειας, μυθοποιεί την Ιστορία – ο Καβάφης, με τα ιστοριογραφικά του ποιήματα που εκφράζουν μια βαθιά αίσθηση της Ιστορίας, «προχωρά στη δυναμική ιστοριοποίηση της σύγχρονης εμπειρίας» (για το ιδεολογικό περιεχόμενο αυτών των ποιημάτων, ούτε λέξη). Γευόμαστε έτσι μια καβαφική ομελέτα δίχως καβαφικά αβγά. Διότι, αν ο Καβάφης διαθέτει βαθιά αίσθηση της Ιστορίας, τότε η συνείδηση της συνέχειας του ελληνισμού, την οποία εκφράζει το έργο του, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.


H καβαφική κριτική σήμερα, αν θέλει να είναι λογοτεχνική κριτική, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα: πώς σε μιαν εποχή γενικής ανυποληψίας των εθνικών, όπως η δική μας, η ελληνοκεντρικού χαρακτήρα ποίηση του Καβάφη κατορθώνει όχι μόνο να διατηρεί αλλά και να αυξάνει τη γοητεία της – να την αυξάνει, μάλιστα, χάρη, ως έναν βαθμό, και στο ελληνοκεντρικό της στοιχείο; Μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα προϋποθέτει την απαλλαγή από τις εξωλογοτεχνικές θεωρητικοκριτικές γενικότητες και την προσεκτική ανάγνωση των καβαφικών ποιημάτων.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.