Ανάμεσα στο ασήκωτο ακόμη «παγκρατικό» σκουπιδαριό (προς τιμήν και του μυροβλύτη πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, του οποίου το όνομα φέρει ο επιγραφόμενος) και στο ρατσιστικό ρεζιλίκι της Μηχανιώνας και της Θέρμης («Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα», όπως διαλαλούσε και το διαβόητο στρατιωτικό εμβατήριο), ο έπαινος για τη «Βιβλιογραφία K. Π. Καβάφη 1886-2000» του Δημήτρη Δασκαλόπουλου ετοιμάζεται να ανέβει στο δεύτερο μονοτονικό σκαλί του. Επιμένοντας τώρα στην άψογη Εισαγωγή του βιβλιογράφου και στην εξαντλητική Εργογραφία του ποιητή. Προηγείται ωστόσο ένα προκλητικό σήμα καβαφικής αυταξίας, που ο ενδιάμεσος χρόνος (εβδομήντα χρόνια από τον θάνατο του Αλεξανδρινού) το επαλήθευσε και το επικύρωσε.


Ο λόγος για το γαλλόφωνο «Αυτοεγκώμιο» του Καβάφη, χρονολογημένο γύρω στα 1930 από τον Μιχάλη Πιερίδη, στον οποίο οφείλεται και η δημοσιευμένη από τον ίδιο νεοελληνική του μετάφραση. Αφήνοντας στην άκρη τα συμφραζόμενα του αποκαλυπτικού αυτού κειμένου (είναι βέβαιο πάντως ότι υπαγορεύτηκε από τον ίδιο τον ποιητή, ενώ αδιευκρίνιστο παραμένει εάν, πού και πότε δημοσιεύτηκε), παραθέτω τις τέσσερις πρωτοπρόσωπες παραγράφους του, οι οποίες αποδίδονται σε κάποιον υποθετικό, μη επονομαζόμενο επαινέτη του καβαφικού έργου:


«Δεν συμμερίζομαι την γνώμη εκείνων που διατείνονται ότι το έργο του Καβάφη, με το να είναι ένα έργο ιδιότυπο και να μην ανήκει σε καμμιά από τις γνωστές σχολές, θα μείνει για πάντα ούτως ειπείν μια ειδικότης της ποιήσεως, η οποία δεν θα εύρη μιμητάς.


Μιμητάς, αληθώς επιπολαίους ως επί το πλείστον, ανακαλύπτω ήδη και όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων ποιητών. Σπάνια αλλά χτυπητά παραδείγματα της επιρροής του Καβάφη διαπιστώθηκαν λίγο – πολύ παντού. Φυσική συνέπεια κάθε έργου αξίας και προόδου.


Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνηση, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητας, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού.


Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνει απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως» (πιστή αντιγραφή από το πρόσφατα δημοσιευμένο, άρτιο από κάθε άποψη, χρονικό, υπό τον τίτλο «Ο βίος και το έργο του K. Π. Καβάφη», του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και της Μαρίας Στασινοπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 145).


Δύο άκρως συνοπτικά σχόλια για το μέχρι κεραίας μετρημένο και ζυγισμένο αυτό «Αυτοεγκώμιο». Το πρώτο σχόλιο: όποιος σκανδαλίζεται με τον προφητικό αυτοέπαινο του Καβάφη, που καταργεί εξ αποτελέσματος κάθε είδους μίζερη ταπεινοφροσύνη, ας θυμηθεί τον μελλοντολογικό οίστρο του Θουκυδίδη για το δικό του ιστορικό έργο, που δεν διστάζει να το χαρακτηρίσει κτήμα ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν. Ανάλογη βεβαιότητα για τη μελλοντική της δόξα αποτύπωσε, συγκριτικά πάλι, σε ένα ποίημά της και η Σαπφώ. Τα παραδείγματα, και από τα νεότερα χρόνια, θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Οπως κι αν έχει το πράγμα, φαίνεται ότι οι πράγματι μεγάλοι, λιγοστοί έτσι κι αλλιώς, έχουν συνείδηση πως ανήκουν περισσότερο στο μέλλον παρά στο παρόν.


Το δεύτερο σχόλιο: ευστοχότερη και πιο επιγραμματική εκτίμηση της καβαφικής ποίησης δεν έχει, κατά τη γνώμη μου μέχρι των ημερών μας, διατυπωθεί. Κυρίως η τρίτη παράγραφος του «Αυτοεγκωμίου» περιέχει συστατικά στοιχεία της «μελλοντικής» ιδιοφυΐας του Καβάφη, που θα άξιζε τον κόπο να αναπτυχθούν και να επικυρωθούν, με ευαίσθητη οξύνοια, σε μια σύγχρονη, συγκριτική, ποιητολογική μελέτη. Υπό τον όρο ότι το κέντρο βάρους θα παραμείνει εκεί που το θέλησε και το προφήτεψε ο ίδιος ο Καβάφης: στην ιστορία, στην ψυχολογία, στη φιλοσοφία, στον υφολογικό λακωνισμό, στη διανοητική συγκίνηση, στην αριστοκρατική φυσικότητα και προπαντός: στην «πρόοδο των ανακαλύψεων και στη λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού». Το πήδημα στο δεύτερο σκαλί αναβάλλεται για την άλλη Κυριακή.