Επανέρχομαι στο θέμα της διαμάχης Αρχιεπισκόπου – Οικουμενικού Πατριάρχη γιατί το επίπεδο της παραπληροφόρησης σε αυτό το θέμα έχει πάρει «σκοπιανές» διαστάσεις. Αν οι περισσότεροι πολιτικοί για προεκλογικούς λόγους σιωπούν, τα λαλίστατα MME έχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα που μας φέρνει πίσω, στο επίπεδο της εθνικιστικής υστερίας που ζήσαμε με το θέμα των ταυτοτήτων. Τα τηλεοπτικά κανάλια και τα έντυπα στην καλύτερη περίπτωση δίνουν στον κόσμο την τελείως εσφαλμένη εντύπωση πως και οι δύο ιεράρχες έχουν «παρεκτραπεί», άρα και οι δύο «πρέπει να βάλουν νερό στο κρασί τους» για το καλό της Εκκλησίας και του έθνους. Με αυτόν τον τρόπο, όπως στην περίπτωση του Παλαιστινιακού και του Κυπριακού, δημιουργείται ένα αποπροσανατολιστικό πλαίσιο «ίσων αποστάσεων» όπου ο θύτης και το θύμα, ο επιτιθέμενος και ο αμυνόμενος, αυτός που φταίει και αυτός που δεν φταίει εξισώνονται.


Στη χειρότερη περίπτωση, βέβαια, πάμε πολύ πιο πέρα από την τακτική των ίσων αποστάσεων. Κάνουμε τη νύχτα μέρα, τον θύτη θύμα και τανάπαλιν. Στην εκπομπή, για παράδειγμα, του High Channel (Δευτέρα, 21.10.2003) είδαμε πρώτα μια κάτω από τη ζώνη επίθεση του καθηγητή του Παντείου κ. Σαρρή εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη – ενώ στη συνέχεια ο συντονιστής της εκπομπής κ. Χούντας, στη βάση της ανάλυσης του κυρίου καθηγητή, έβγαλε το συμπέρασμα πως επειδή ο Πρωθυπουργός δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τον Αρχιεπίσκοπο στο θέμα των ταυτοτήτων, έβαλε τον Οικουμενικό Πατριάρχη να επιτεθεί και να υποσκάψει το κύρος του Αρχιεπισκόπου. Δηλαδή, με άλλα λόγια, υπάρχει πασοκικός δάκτυλος πίσω από την «εγκληματική» απόπειρα του κ.κ. Βαρθολομαίου να μειώσει την αυτονομία της ελλαδικής Εκκλησίας!!


Και το είδος της παρανοϊκής ατμόσφαιρας που τέτοιου είδους προγράμματα δημιουργούν είναι αδύνατον να αμβλυνθεί ή να ανατραπεί σε ένα πλαίσιο όπου οι μεν πολιτικές ηγεσίες παριστάνουν τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ το Φανάρι δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε τους οικονομικούς πόρους για τη μίσθωση «επικοινωνιολόγων» και άλλων μάγων των δημοσίων σχέσεων που η Αρχιεπισκοπή συστηματικά χρησιμοποιεί.


Ποια είναι όμως η αλήθεια αν βρεθεί κανείς πίσω από το νέφος της αρχιεπισκοπικής προπαγάνδας;


* Ποιος ξεκίνησε την κρίση


Δίνεται εσφαλμένα η εντύπωση πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης με το να ζητήσει τον κατάλογο των υποψηφίων (για τη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης) προς έγκριση ξεκίνησε την όλη ιστορία. Οπως υποστήριξα στο προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα», 18.10.2003), η απαίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη για την έγκριση του καταλόγου ήταν η απάντηση σε μια συγκρουσιακή στρατηγική του Αρχιεπισκόπου, που είχε προηγηθεί και που είχε ως στόχο να υποσκάψει το κύρος του πατριαρχικού θρόνου. Πράγματι, ο Αρχιεπίσκοπος, μετά την αποτυχία του στο θέμα των ταυτοτήτων, άρχισε συστηματικά να ανοίγει μέτωπα συγκρουσιακής αντιπαράθεσης. Αφού ο εσωτερικός πολιτικός χώρος δεν άφηνε πια περιθώρια για αποτελεσματικές παρεμβάσεις (στα θέματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, των ταυτοτήτων, της τουρκικής ένταξης στην EE κτλ.), η προσοχή του Προκαθημένου της ελλαδικής Εκκλησίας εστράφη στον εξωελλαδικό, διορθόδοξο χώρο σαν μια νέα αρένα, όπου οι απεριόριστες φιλοδοξίες του θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο.


Και το πρώτο βήμα δεν είναι βέβαια η ιδέα να σταλεί ο κατάλογος όχι προς «έγκριση», αλλά προς «πληροφόρηση». Τα πρώτα βήματα ξεκινούν πολύ πιο πριν. Από τη μη μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη σε μητροπόλεις των βορείων επαρχιών και από την ανοχή – αν όχι ενθάρρυνση – εντύπων όπου ο κ. Χριστόδουλος αναφέρεται ως εθνάρχης μέχρι την απόρριψη (από τη ρωσική και ελλαδική Εκκλησία) της πρότασης του Φαναρίου να διασφαλιστεί η πρωτοκαθεδρία του οικουμενικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Συντάγματος (στη διάρκεια διορθόδοξου συνεδρίου στην Κρήτη), βλέπουμε μια στρατηγική «πριονίσματος» του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου – πριονίσματος που συμφέρει τη ρωσική Εκκλησία, δεν συμφέρει όμως την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως αυτή η στρατηγική υποσκαφής του πατριαρχικού θεσμού δεν γίνεται ανοιχτά, αλλά με υποχθόνιο και συγχρόνως κουτοπόνηρο τρόπο: δεν θέτει το θέμα της αναθεώρησης της συμφωνίας του 1928 καλώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη (δηλαδή το ελληνικό κράτος και το Φανάρι) σε μια σοβαρή και ειλικρινή συζήτηση του όλου θέματος. H εκστρατεία εναντίον του Φαναρίου, που αποσκοπεί, ως πρώτο βήμα, στο να γίνει ο Αρχιεπίσκοπος «πρώτος τη τάξει» στις βόρειες επαρχίες, γίνεται σταδιακά και ανεπαίσθητα με τη μέθοδο της «σαλαμοποίησης». Είναι ακριβώς αυτή η συγκρουσιακή στρατηγική που οδήγησε τον Πατριάρχη να ακολουθήσει μια πιο δυναμική πολιτική ως προς τη συμφωνία του 1928 – δυναμική πολιτική αποσκοπούσα όχι στην ανατροπή αλλά στη διατήρηση μιας συμφωνίας που δεν οδήγησε, στον 20ό αιώνα, στην ανάμειξη του Φαναρίου στα εσωτερικά της ελλαδικής Εκκλησίας.


Αρα ποιος δημιούργησε την κρίση και διατάραξε το εκκλησιαστικό status quo; Προφανώς ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος πολύ πριν από τη σημερινή κατάσταση ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη για καθαρά ιδιοτελείς λόγους.


* Περί αυτοκεφαλίας


Ερχομαι στο θέμα της αυτονομίας της ελλαδικής Εκκλησίας. Στη μακρά περίοδο των περίπου 80 ετών που ισχύει η συμφωνία του 1928, κανένας Πατριάρχης, ούτε βέβαια ο κ.κ. Βαρθολομαίος, δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμα έγκρισης του καταλόγου για να επηρεάσει την εκλογή αρχιερέων. Με ποιον τρόπο λοιπόν κινδυνεύει η αυτοκεφαλία; Γιατί δεν κινδύνεψε στη διάρκεια τόσων δεκαετιών και κινδυνεύει σήμερα;


Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως πολύ σωστά υποστήριξε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (βλέπε «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 19.10.2003), πως η μη σύμπτωση εθνικών και εκκλησιαστικών συνόρων, η συνύπαρξη δηλαδή διαφορετικών καθεστώτων και σχέσεων μεταξύ ελλαδικής Εκκλησίας και Πατριαρχείου, είναι αυτό που ξεχωρίζει την Εκκλησία της χώρας μας από όλες τις άλλες ορθόδοξες εθνικές Εκκλησίες. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα που δυναμώνει τους δεσμούς μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου. Τη θέλουμε ή δεν τη θέλουμε αυτή την ιδιαιτερότητα; Πέρα από τις μπαρούφες των επί πληρωμή επικοινωνιολόγων, τους βυζαντινισμούς των χριστοδουλικών μητροπολιτών και τους νομικισμούς των «ειδικών», η ουσία του προβλήματος είναι η εξής: θέλουμε αυτονομία της Εκκλησίας που θα ενισχύει τον ελληνικό χαρακτήρα του πατριαρχικού θεσμού ή θέλουμε μεγαλύτερη αυτονομία, που σταδιακά θα υποσκάψει τη σημερινή μορφή του και θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε μια κατάσταση όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν θα είναι πια Ελληνας; Ο Αρχιεπίσκοπος, ξεχνώντας τις ρητορείες του περί πατριωτισμού και έθνους, ακολουθεί πολιτική που οδηγεί στη διάλυση μιας υπερχιλιετούς παράδοσης. Το θέλει όμως αυτό ο ελληνικός λαός; Αυτό είναι το δίλημμα στο οποίο πρέπει να πάρουμε θέση.


* Ο τουρκικός κίνδυνος


Ερχομαι τέλος στο επιχείρημα πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης, λόγω της επισφαλούς θέσεώς του, είναι εργαλείο, φερέφωνο της τουρκικής κυβέρνησης: αντί να υποστηρίζει μαχητικά τα δίκαια των Ελλήνων, μιλάει συνεχώς για ειρήνη, συμφιλίωση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων· αντί να προσπαθεί – όπως ο Αρχιεπίσκοπος – να αντικαταστήσει τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών χαράσσοντας τη δική του δυναμική πολιτική στο θέμα της Κύπρου, της υφαλοκρηπίδας, της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας κτλ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης «προδίδει» τα εθνικά συμφέροντα αρνούμενος να πάρει σαφή θέση· αντί, όπως υποστήριξε ένας άλλος ανεκδιήγητος «επικοινωνιολόγος» σε τηλεοπτικό παράθυρο, να πάψει να ανέχεται τους μουζεΐνηδες, κάθεται εγκλωβισμένος σαν ένα φοβισμένο ποντίκι, έρμαιο του τουρκικού επεκτατισμού! Αυτά τα απίστευτα ακούμε από τηλεοπτικά παράθυρα και διαβάζουμε στον ελληνικό Τύπο!


Νομίζω πως τα παραπάνω επιχειρήματα είναι τόσο υπερφίαλα που δεν αξίζουν απάντηση. Το μόνο που θέλω να ρωτήσω σε αυτό το σημείο είναι το εξής: Αν οι κίνδυνοι που το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημιουργεί για την πατρίδα μας είναι τεράστιοι, γιατί η Εκκλησία μας και οι διάφοροι τουρκοφάγοι που την υποστηρίζουν σήμερα δεν έθεσαν το πρόβλημα του τουρκικού κινδύνου όταν οι σχέσεις μας με τη γείτονα χώρα ήταν πράγματι τεταμένες; Γιατί οι ιεράρχες μας δεν έθεσαν το θέμα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ή κατά την περίοδο των Ιμίων; Γιατί η απίστευτη αυτή κινδυνολογία αναπτύσσεται σήμερα, σε περίοδο που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις καλυτερεύουν και όταν η πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην EE μπορεί να οδηγήσει στη δίκαιη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών; Τώρα ήρθε στους αγίους πατέρες η θεία φώτιση για τον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα μας από το ότι το Πατριαρχείο είναι «εργαλείο» της τουρκικής κυβέρνησης; Μήπως δεν πρόκειται περί θείας φώτισης, αλλά περί ψυχρής επιλογής, περί σαφούς συγκρουσιακής στρατηγικής του Αρχιεπισκόπου σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπου ο θεσμός του πατριαρχικού θρόνου βάλλεται και από έξω (ρωσική Εκκλησία, τουρκικός φονταμενταλισμός) και εκ των έσω (ελληνικός αμυντικός εθνικισμός);


Συμπέρασμα: Αν πάρουμε στα σοβαρά τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν είναι δυνατόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης να «βάλει νερό στο κρασί του». Οπως πολύ σωστά τονίστηκε από τον καθηγητή Μάριο Μπέγζο («Τα Νέα», 16.10.2003), ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει το δικαίωμα να ενδώσει ούτε και κατά ένα ιώτα όταν ο θεσμός που έχει χρέος να προστατεύσει βάλλεται από όλες τις πλευρές. H λύση λοιπόν δεν βρίσκεται στα «ίσες αποστάσεις». Βρίσκεται στην επιστροφή του status quo που δίνει στον Οικουμενικό Πατριάρχη το δικαίωμα έγκρισης του καταλόγου – ένα δικαίωμα που ο Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν καταχράστηκε. Το δικαίωμα του Πατριάρχη να εγκρίνει τη λίστα των υποψηφίων μητροπολιτών στις βόρειες επαρχίες απορρέει σαφέστατα από τη συμφωνία του 1928. Οπως είναι γνωστό, οι όροι της συμφωνίας έχουν ενσωματωθεί στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα. Ο Αρχιεπίσκοπος, στην περίπτωση των ταυτοτήτων προσπάθησε να αψηφήσει το Σύνταγμα (δηλαδή, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας) καταφεύγοντας με τις περίφημες υπογραφές στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που του έδωσε το κατάλληλο μάθημα συνταγματικής νομιμότητας. Ελπίζω να συμβεί το ίδιο και στην τωρινή αμφισβήτηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριάρχη για «έγκριση του καταλόγου». Για να γίνει όμως αυτό πρέπει η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου να ξεφύγει από τη λογική των «ίσων αποστάσεων» και να πάρει σαφή θέση σε ένα θέμα που αφορά τον ελληνισμό στο σύνολό του. Σε τελική ανάλυση, βέβαια, το θέμα δεν είναι τόσο η συνταγματικότητα ή μη συνταγματικότητα της επιθετικής πολιτικής του Αρχιεπισκόπου. Για να το επαναλάβω, το βασικό θέμα είναι αν θέλουμε να διατηρήσουμε τους στενούς δεσμούς της χώρας με το Φανάρι ή αν, αντίθετα, θέλουμε να τους αποδυναμώσουμε ευνουχίζοντας έτσι τον πατριαρχικό θεσμό και βάζοντας σε κίνδυνο την ελληνικότητά του.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.