Το 1908 ο τότε υπουργός Παιδείας καθιέρωνε την ημέρα έναρξης των μαθημάτων στα σχολεία των αρρένων ως ημέρα εορτασμού της εθνικής σημαίας. Λίγα χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η σημαία συνδεόταν με την πολεμική δράση και το καθήκον των μελλόντων στρατιωτών να την υπερασπιστούν – ως σύμβολο της πατρίδας – στα πεδία των μαχών. Γι’ αυτό και ο εορτασμός της ημέρας της σημαίας καθιερώθηκε μόνο στα σχολεία των αρρένων.


H σύντομη αυτή ιστορική πληροφορία μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε σχετικά με όσα εκτυλίχθηκαν πρόσφατα με αφορμή τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου και συγκεκριμένα σχετικά με το ρόλο της σημαίας ως συλλογικής αναπαράστασης του έθνους. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά: Ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας της πατρίδας σήμερα; Είναι ίδιο και αναλλοίωτο από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης; Τι σημαίνουν σήμερα για τη σχέση μας με την πατρίδα οι στρατιωτικού ύφους παρελάσεις και οι δημόσιες τελετές; Τιμάται πράγματι η πατρίδα με τις παρελάσεις και την τυπική έκφραση σεβασμού; Πώς νοείται και πώς εκπληρώνεται το «καθήκον» προς την πατρίδα; Ο τρόπος εορτασμού των εθνικών επετείων ποιες αξίες και ποια πρότυπα συμπεριφοράς εμπνέει στις νέες γενιές; Και, εν τέλει, γνωρίζουμε γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Ή, για να είμαι πιο ακριβής, έχουμε συμφωνήσει γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου;


Ας ξεκινήσουμε από το νόημα της συγκεκριμένης εθνικής επετείου. H 28η Οκτωβρίου δεν είναι ημερομηνία νίκης εναντίον κάποιου «προαιώνιου» εχθρού ή απελευθέρωσης και κήρυξης της εθνικής ανεξαρτησίας. Είναι η πλέον «οικουμενική» από τις εθνικές επετείους ακριβώς γιατί συμβολίζει κάτι που δεν περιορίζεται στα εθνικά όρια, αλλά έχει πανευρωπαϊκές και παγκόσμιες διαστάσεις – την αντίσταση κατά του φασισμού. H απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό υπερβαίνει την υπεράσπιση απλώς της εθνικής ανεξαρτησίας και συνδέεται με την υπεράσπιση οικουμενικών αξιών, όπως είναι η ελευθερία και η δημοκρατία. Αυτό το νόημα της 28ης Οκτωβρίου τείνουμε να το ξεχνάμε. Οχι γιατί, λόγω της χρονικής απόστασης, των μεταπολεμικών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ξεχάσαμε ότι και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί υπήρξαν «εχθροί» μας. Αλλά γιατί οι εθνικές επέτειοι δεν συνδέονται με την ιστορική μνήμη. H Ιστορία κρύβεται πίσω από τη ρητορεία, τους μεγαλόστομους επαίνους και τους μανιχαϊστικούς διαχωρισμούς. Το έθνος γιορτάζει χωρίς να θυμάται. H μήπως γιορτάζει επειδή δε θυμάται;


Παρ’ όλο που η ιστορική μας γνώση συρρικνώνεται, η συμβολική δύναμη των επετείων παραμένει αμείωτη. Το τελετουργικό τους επίσης παρουσιάζει αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο. Παρατηρούμε, μάλιστα, ότι η συμβολική χρήση των επετείων εντείνεται σε περιόδους πολιτικής κρίσης, όπως π.χ. στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. H ανασφάλεια του καθεστώτος το οδηγεί στην αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της εικόνας του αφενός και της εθνικής ενότητας αφετέρου. Πράγματι, η ενοποιητική χρήση της επετείου και η διεκδίκησή της κατ’αποκλειστικότητα μας αφήνει να υποθέσουμε ότι κάποιες κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντιδρούν απέναντι σε έναν ορατό ή φανταστικό κίνδυνο, ο οποίος αλλάζει πρόσωπο κατά περίπτωση. Εδώ θα πρέπει να κατατάξουμε τις πρόσφατες αντιδράσεις για την ελληνική σημαία, οι οποίες συνδέονται όχι με την επέτειο καθεαυτή αλλά με την ανασφάλεια μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη μαζική είσοδο μεταναστών. Οι αντιδράσεις αυτές, που χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο ως «ρατσισμός», έκρυβαν στην ουσία την ανασφάλεια της εθνικής ταυτότητας. H ανασφάλεια οδηγεί σε αμυντική αναδίπλωση και αποκλεισμούς. Και δεν είναι οι μετανάστες οι πρώτοι που έχουν αποκλειστεί.


Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι μεταπολεμικά η έννοια της πατρίδας συνδεόταν στον επίσημο λόγο με την «εθνικοφροσύνη» αποκλείοντας όσους είχαν διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Αντίστοιχα, η υπεράσπιση της σημαίας εναπετίθετο σε όσους πρόσφεραν τα εχέγγυα της εθνικής «αυθεντικότητας». Στην περίπτωση εκείνη, οι «αυθεντικοί» Ελληνες δεν διακρίνονταν βάσει γλώσσας και καταγωγής αλλά βάσει μιας ασαφώς οριζόμενης εθνικής συνείδησης και νομιμοφροσύνης στην ιδέα της πατρίδας.


Αντίθετα, στο λόγο της αριστεράς και μερίδας του φιλελεύθερου κόσμου η υπεράσπιση της πατρίδας συνδεόταν επίσης με τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Για όλους, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, η σημαία συμβόλιζε το «ανήκειν» στην ίδια εθνική κοινότητα. Εν τούτοις, οι αξίες που συνδέονταν με την πατρίδα, αλλά και ο ίδιος ο ορισμός της εν τέλει, διέφεραν ριζικά. Οι εθνικές επέτειοι συχνά δίχασαν αντί να ενώσουν. Για άλλη μια φορά, στη φετινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, οι δύο διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν με αφορμή τον ορισμό της ελληνικότητας και το νόημα των εθνικών συμβόλων. Σε μια εποχή κρίσης του έθνους-κράτους, πολυπολιτισμικής συγκρότησης των κοινωνιών αλλά και ανάδυσης κατακερματισμένων εθνοτικών, τοπικών και περιφερειακών ταυτοτήτων, ίσως πρέπει να στοχαστούμε εκ νέου σχετικά με το σημερινό περιεχόμενο παλαιών εννοιών και να αναπροσδιορίσουμε τη χρήση των εθνικών συμβόλων στο δημόσιο συμβολικό λόγο. H σημαία δεν τιμά αυτόν που την κρατά, αλλά αυτός που την κρατά τιμά τη σημαία. Και ως κριτήριο έχει οριστεί η επίδοση, είτε πρόκειται για τις αθλητικές επιδόσεις των ολυμπιονικών είτε για τις πνευματικές των άριστων μαθητών είτε για την ύστατη επίδοση που είναι η θυσία.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.