Ο λόγος για το φιλολογικό κατόρθωμα (Βιβλιογραφία K. Π. Καβάφη, 1886-2000) του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, αποτυπωμένο σε 1.269 σελίδες ενός αναγνώσιμου και, παρά τον όγκο του, καλαίσθητου τόμου. Φιλοξενήθηκε στις εκδόσεις του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, αφιερώθηκε δικαίως στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη και βρήκε οικονομική υποστήριξη στην προθυμία του υπουργείου Πολιτισμού. Πρόκειται για θεμελιακό και ένθερμο έργο της καβαφικής φιλολογίας, την οποία με αγάπη, γνώση και αυταπάρνηση υπηρετεί, χρόνια τώρα, ο Δασκαλόπουλος.


Μιλώ για ένθερμο έργο, γιατί αυτή η αίσθηση προκύπτει με τη φυλλομέτρηση ήδη και την αποσπασματική ανάγνωση της προκείμενης βιβλιογραφίας. Συνήθως οι βιβλιογραφίες και τα λεξικά θεωρούνται, και είναι, εγχειρίδια ψυχρά· ωφέλιμα εργαλεία βιβλιοφιλικής προσήλωσης, σημαδεμένα ωστόσο με μια δόση σχολαστικισμού. Σπανίως όμως η ψυχρή αυτή εκδοχή αντιστρέφεται, αναδίνοντας μιαν αύρα φιλοποιητική. Αυτή η αντιστροφή κατορθώνεται στο συγκεκριμένο πόνημα του Δασκαλόπουλου, το οποίο φαίνεται να εισπνέει και να εκπνέει την ανάσα της εξελισσόμενης καβαφικής ζωής και ποίησης. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί η εσωτερική αυτή θερμοκρασία της προκείμενης βιβλιογραφίας. Αποφασιστικό πάντως ρόλο φαίνεται να παίζουν και κάποια σπαρταριστά λήμματα, κειμενικά και εικονογραφικά.


Πρώτο κειμενικό παράδειγμα το λήμμα Δ 437. Ανυπόγραφο σημείωμα (πιθανότατα του Γρηγορίου Ξενόπουλου) για το καβαφικό ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)» δημοσιευμένο στη Νέα Εστία (τεύχος 7, 1.1.1930). Αντιγράφω την καταληκτική παράγραφο, αποκαλυπτική της αμηχανίας του Ξενόπουλου να αφήσει το καβαφικό ποίημα στην αμφισημία του, από φόβο μήπως εκληφθεί ως αντιπατριωτικό. Ερμηνευτική απόφαση που διατυπώνεται απερίφραστα, σχεδόν απειλητικά για όσους θα τολμούσαν να την αμφισβητήσουν. Το παράθεμα: «Ο Καβάφης, λοιπόν, μ’ αυτό το επεισόδιο, θέλει να δείξει ότι ο Αισχύλος στο επίγραμμά του έβαλε μόνο εκείνο που έπρεπε να βάλει, και ότι μόνον μυρόβλητοι νέοι, τρυφηλοί, έκφυλοι και «φανατικοί για γράμματα» – ανίδεοι με άλλους λόγους κι άσχετοι προς κάθε είδους αλκήν, σαν τον «ζωηρό» της Σιδώνας – μπορούν να τον μέμφονται για λιποψυχία… και προδοσία της τέχνης του. Οποιος θα ‘βγαζε το εναντίο, δεν θα ‘χε καταλάβει το ποίημα. ‘H αν είχε το εναντίο στο νου του ο Καβάφης, τότε δεν χειρίσθηκε καλά το θέμα». Σχόλια, υποθέτω, δεν χρειάζονται, εκτός από την υπόμνηση ενός, ομότιτλου προς το καβαφικό, ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη και ενός απροσδόκητου σχολίου του Γιώργου Σεφέρη για το ίδιο ποίημα, δημοσιευμένου στην Πανσπουδαστική (τεύχος 42, Δεκέμβριος του 1962).


Δεύτερο κειμενικό παράδειγμα, ελαφρώς σκανδαλοθηρικό, το Δ 332. Ανήκει ασφαλώς στον Τίμο Μαλάνο, θησαυρισμένο στις «Ειδήσεις και Σχόλια. Σημειώματα 1 (15 Απριλίου 1927)». Παραθέτω την τελευταία του περίοδο: «Στην Αλεξάνδρεια, τους τελευταίους τρεις μήνες, κυκλοφορεί ένα περιοδικό που εκδίδεται από ένα τελείως αμόρφωτο παιδάριο. Το παιδάριο αυτό βρίζει αναίσχυντα ανθρώπους άξιους σεβασμού, επειδή οι άνθρωποι αυτοί δεν επικροτούν τις μεθόδους του κ. Καβάφη, ή μάλλον, επειδή δεν συγχωρούν την παροιμιώδη επαινοθηρία του ποιητή να παρασύρει παιδιά που έχουν πρωτίστως ανάγκη από μόρφωση. Το παιδάριο αυτό δεν θα το ονομάσουμε σήμερα. Επιφυλασσόμεθα να το ονομάσομε, όταν θα μορφωθεί, αν εννοείται μορφωθεί κάποτε. Θα ονομάσομε όμως το περιοδικό που λέγεται: Αλεξανδρινή Τέχνη». Τέλος του παραθέματος, που προτείνω να ερμηνευθεί ως σήμα συγγνωστής παθολογίας (του Μαλάνου αλλά και του Καβάφη), η οποία υπονομεύει, ευτυχώς, την εύκολη εξιδανίκευση προσώπων και πραγμάτων στον λογοτεχνικό μας χώρο – και όχι μόνον.


Δυο λόγια τώρα για τη συναρπαστική «Εικονογραφία K. Π. Καβάφη (1897-2000)» της βιβλιογραφίας, μοιρασμένη μεθοδικά στα εξής κεφάλαια: οικογενειακές και λοιπές φωτογραφίες· φωτογραφίες του K. Π. Καβάφη· πορτρέτα του K. Π. Καβάφη· γελοιογραφίες· εικαστικά εμπνευσμένα από ποιήματα του K. Π. Καβάφη· μετάλλια· γραμματόσημα. Σπουδαία συλλογή, για τους φανατικούς ιδίως του εικονογραφικού μινιμαλισμού. Πλεονάζουν και προέχουν τα πορτρέτα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και κάποια εξαιρετικής τόλμης σκίτσα. Εντυπωσιάζουν επίσης οι πανέξυπνες και ευρηματικές γελοιογραφίες του N. Παππά, ο οποίος παραμένει, κατά την προφορική διαβεβαίωση του Δασκαλόπουλου, ακόμη αταύτιστος. Αυτά για σήμερα. Μέρα ονομαστικής γιορτής.