Τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) που απέχουν από τα εξεταστικά και τα ερευνητικά τους καθήκοντα δεν ρέπουν προς τον συνδικαλισμό. Μερικοί μάλιστα, όπως ο γράφων, έχουν αρκετούς φιλοσοφικούς και άλλους λόγους να μη συμμετέχουν σε συνδικαλιστικά όργανα τα οποία αποσκοπούν στην προώθηση συντεχνιακών συμφερόντων. Εν τούτοις, στην παρούσα φάση, η αποχή όχι μόνο δεν δείχνει να εκφυλίζεται αλλά κατά την εκτίμησή μου είναι πολύ πιθανό να ενταθεί και να οδηγηθούμε έτσι στην απώλεια του φθινοπωρινού εξαμήνου σπουδών. Προκειμένου λοιπόν να βρεθεί κάποιας μορφής συμβιβασμός χρειάζεται να αρθούν, ή να υπάρξει αξιόπιστη δέσμευση ότι θα αρθούν, τα αίτια τα οποία μας οδήγησαν στην παρούσα κρίση.


Ενα από πλέον σημαντικά αίτια είναι η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια στον χώρο των AEI. Αυτή, ως γνωστόν, βασίστηκε σε δύο στρατηγικές αποφάσεις: πρώτον, στην είσοδο μεγάλου αριθμού φοιτητών στα υπάρχοντα πανεπιστήμια, χωρίς ανάλογη επέκταση των εγκαταστάσεων και του έμψυχου δυναμικού τους, και, δεύτερον, στην ίδρυση πολλών νέων πανεπιστημίων, χωρίς να εξασφαλίζονται ταυτόχρονα οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξή τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν συνθήκες εκπαιδευτικής ασφυξίας στις αίθουσες διδασκαλίας και στα εργαστήρια και συνακόλουθα τα μέλη ΔΕΠ να γίνουν μάρτυρες και συνεργοί σε μια άνευ προηγουμένου υποβάθμιση των σπουδών. Γι’ αυτό το αίτημα της επαρκούς χρηματοδοτήσεως των πανεπιστημίων μπήκε πρώτο στον κατάλογο των διεκδικήσεων των πανεπιστημιακών.


Το δεύτερο θεμελιώδες αίτιο είναι το επίπεδο και η διάρθρωση των αμοιβών των μελών ΔΕΠ, για το οποίο έχω ξαναγράψει. Εξαιτίας αμφοτέρων, οι στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί υπάρχει κίνδυνος να καταδικάσουν τα πανεπιστήμιά μας σε μόνιμη ανυποληψία. Και τούτο γιατί όσα μέλη ΔΕΠ έχουν ειδικεύσεις με μεγάλη αγοραία αξία (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, λογιστές, οικονομολόγοι κ.ά.) είτε δεν έρχονται στο πανεπιστήμιο για διδασκαλία και έρευνα είτε, όταν πειστούν τελικά να έλθουν, αργά ή γρήγορα μετατρέπονται σε μερικής απασχολήσεως και το πανεπιστήμιο τους χάνει. Γι’ αυτό από τη στήλη αυτή θα ήθελα να απευθύνω έκκληση στον συνάδελφο καθηγητή και νυν υπουργό των Οικονομικών να ξαναθυμηθεί τη μεγάλη συμβολή που έχουν οι επενδύσεις στην εκπαίδευση για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να δεχθεί έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με την ενοποίηση ενός από τα δύο μεγάλα επιδόματα που λαμβάνουν οι πανεπιστημιακοί στον βασικό μισθό τους.


Τέλος, το τρίτο αίτιο είναι ότι η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε πέρυσι. Οπως θα ενθυμούνται οι αναγνώστες, οι πανεπιστημιακοί είχαν λύσει τότε την απεργία τους ενδίδοντας στην υπόσχεση της κυβερνήσεως ότι θα ακολουθούσε διάλογος με στόχο να συγκλίνουν οι διεκδικήσεις τους στις υπάρχουσες δυνατότητες. Ο διάλογος αυτός έγινε για περίπου έναν χρόνο και τα συμφωνηθέντα αθετήθηκαν από την κυβέρνηση με διάφορες δικαιολογίες. Ως εκ τούτου, οι προσδοκίες των πανεπιστημιακών διαψεύστηκαν και τώρα είναι φυσιολογικό να αισθάνονται εξαπατημένοι και θυμωμένοι.


Εν κατακλείδι, οι πανεπιστημιακοί δεν πρόκειται να παρακολουθήσουν από μακριά τις ολέθριες επιπτώσεις της διογκώσεως του αριθμού των φοιτητών και των πανεπιστημίων της χώρας στην ποιότητα της εκπαιδεύσεως και στα οικονομικά τους. Κατά συνέπεια, για να επανέλθει η ομαλότητα στα AEI, η κυβέρνηση πρέπει να συμβιβαστεί.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.