Κατά την πρόσφατη συνάντηση Σιράκ – Σρέντερ στο Βερολίνο, στο πλαίσιο της γενικής προσπάθειας προσέγγισης Γαλλίας και Γερμανίας, αποφασίστηκε να γραφτεί ένα κοινό γαλλογερμανικό βιβλίο ιστορίας που θα διδάσκεται σε μαθητές 11-14 ετών. H είδηση αυτή μπορεί να σχολιαστεί προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, για μια ακόμη φορά, η έννοια της πολιτικής προσέγγισης και της συνεργασίας συνδέεται με το περιεχόμενο της ιστορικής διδασκαλίας. Δεύτερον, η γαλλογερμανική συνεργασία σε επίπεδο διδασκαλίας της ιστορίας, η οποία ξεκίνησε με πρωτοβουλία καθηγητών ιστορίας των δύο χωρών πριν από αρκετές δεκαετίες, αποτελεί πλέον κρατική πολιτική.


Το διπλό αυτό σχόλιο μας οδηγεί σε υποθέσεις και διαπιστώσεις για τα καθ’ ημάς. Πράγματι, το παράδειγμα της Γαλλίας και της Γερμανίας, δύο χωρών που βίωσαν βίαιες και αιματηρές συγκρούσεις για περισσότερο από έναν αιώνα και που οι λαοί τους αλληλοορίζονταν ως «εχθροί», μπορεί να είναι χρήσιμο για αναλογικούς συνειρμούς. Είναι άραγε δυνατός ένας παραλληλισμός της γαλλογερμανικής με την ελληνοτουρκική περίπτωση;


Το ερώτημα αυτό βρέθηκε στην αφετηρία μιας σειράς εκδηλώσεων που ξεκίνησαν πριν από μία εβδομάδα περίπου το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε και το Ιδρυμα «Ανδρέας Παπανδρέου». Σημείο αναφοράς ήταν βεβαίως η περίπτωση της γαλλογερμανικής συνεργασίας στον τομέα της διδασκαλίας της ιστορίας. H γαλλογερμανική εμπειρία έχει δείξει ότι το ζήτημα της προσέγγισης μεταξύ δύο λαών δεν είναι απλώς πολιτικό αλλά ότι εξαρτάται επίσης από τον βαθμό κατανόησης και αποδοχής του άλλου. Και είναι πλέον γνωστό ότι η γνώση του άλλου περνά μέσα από πολλούς αγωγούς, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατέχουν το σχολείο και ιδιαίτερα το μάθημα της ιστορίας. Με ζωντανές ακόμη τις μνήμες από το βαθύ τραύμα της ολικής καταστροφής του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, γάλλοι και γερμανοί καθηγητές ιστορίας στη μέση εκπαίδευση ανέλαβαν τη δεκαετία του ’70 την πρωτοβουλία ώστε να απαλλαγούν τα σχολικά βιβλία ιστορίας των χωρών τους από στερεότυπα και αμοιβαία αρνητικές κρίσεις. H πρωτοβουλία τους αυτή στηριζόταν στην πεποίθηση ότι η καλλιέργεια εθνικού μίσους μέσω του μαθήματος της ιστορίας ήταν σε κάποιο βαθμό επίσης υπεύθυνη για τον πόλεμο. Σήμερα, εποχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αναθεώρησης της ευρωπαϊκής ιστορίας συνολικά, το γαλλογερμανικό παράδειγμα διμερούς προσέγγισης αποτελεί πρόκληση για εκείνους που επιδιώκουν την ειρηνική συνύπαρξη μακροπρόθεσμα και όχι μόνο με διπλωματικές διαπραγματεύσεις.


Βεβαίως, και στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας έχουν αναπτυχθεί ανάλογες πρωτοβουλίες, ξεκινώντας από την καταγραφή, δηλαδή την ανάλυση των αναπαραστάσεων του άλλου βάσει των σχολικών εγχειριδίων και των αντιλήψεων εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων. Ταυτόχρονα έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στα ελληνικά τουλάχιστον σχολικά βιβλία, ώστε να απαλειφθούν χαρακτηρισμοί και στερεότυπα που χαρακτήριζαν την ελληνική σχολική ιστορία για περίπου έναν αιώνα. Πρόκειται βεβαίως για σταδιακές αλλαγές και όχι για συνολική μεταρρύθμιση. Οπως έχει φανεί με την ευκαιρία της πρόσφατης – αποτυχημένης – προσπάθειας για εισαγωγή νέων βιβλίων ιστορίας στο λύκειο, ο φόβος της μεταρρύθμισης είναι ισχυρότερος από την επιθυμία για μεταρρύθμιση – κάτι που δεν συνέβαινε τη δεκαετία του ’80, εποχή μεταρρυθμιστικής τόλμης στον χώρο της εκπαίδευσης. Είναι βεβαίως αυτονόητο πως, όταν πρόκειται για βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, η καινοτομία δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή και οι βίαιες ανατροπές δεν είναι δυνατές. Το εφικτό πρέπει να χρησιμοποιεί το οικείο.


Πολύ συχνά αυτές οι διμερείς ελληνοτουρκικές πρωτοβουλίες νοούνται ως τμήμα μιας ευρύτερης διπλωματίας που έχει ως στόχο την πολιτική προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών. Αναμφίβολα, όλες αυτές οι δραστηριότητες, παρ’ όλο που έχουν επιστημονικό περιεχόμενο, δεν γίνονται για την επιστήμη per se αλλά έχουν μια σαφώς πολιτική λειτουργία. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι η διδασκαλία της ιστορίας θα πρέπει να συνδεθεί με την εξωτερική πολιτική. Τα σχολικά βιβλία ιστορίας δεν είναι και δεν πρέπει να είναι όργανο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Παρ’ όλο που, για προφανείς λόγους, είναι χρήσιμο η αλλαγή των βιβλίων να εντάσσεται σε διμερείς πολιτικές συμφωνίες, εν τούτοις η μεταρρύθμιση του περιεχομένου δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται στην αρχή της ανταποδοτικότητας, δηλαδή ότι αλλάζουμε εμείς εφόσον και όσο αλλάζετε εσείς. H μεταρρύθμιση της σχολικής ιστορίας πρέπει πρωτίστως να είναι δική μας ανάγκη γιατί ενδιαφερόμαστε να διαμορφώσουμε τους δικούς μας πολίτες με δημοκρατική συνείδηση. Επομένως, οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται δεν θα πρέπει να θεωρούν αναγκαία συνθήκη την αμοιβαία και ταυτόχρονη μεταρρύθμιση, παρ’ όλο που αυτό θα ήταν το επιθυμητό. Αυτό σημαίνει επιπλέον ότι οι όποιες αλλαγές δεν μπορούν να υπαγορευθούν από τη μία στην άλλη πλευρά ούτε είναι δυνατόν να συνταχθεί ένα πρωτόκολλο αλλαγών στη διδασκαλία της ιστορίας. Το πώς θα διδαχθεί η ελληνική ιστορία εξαρτάται πρωτίστως από την εντιμότητα των ελλήνων ιστορικών και όχι από τις απαιτήσεις των τούρκων συναδέλφων τους – και το αντίστροφο.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.