Αυτό που συμβαίνει στην κυβέρνηση τις τελευταίες εβδομάδες είναι πρωτόγνωρο. Ειδικότερα, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, οι πολιτικές που προωθούνται, αντί να τη βοηθήσουν να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που επικρατεί σε βάρος της, υπάρχει κίνδυνος να τη βλάψουν. Ας δούμε τους λόγους που δικαιολογούν αυτή την εκτίμηση με αναφορά σε τρία παραδείγματα.


Εστω πρώτα η επικείμενη προσπάθεια νομιμοποιήσεως των αυθαίρετων κτισμάτων. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι νόμος που θα ψηφιστεί θα περάσει τις στενωπούς του συνταγματικού δικαστή και της απέραντης γραφειοκρατίας, ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση καταφέρνει να χαλαρώσει τους περιορισμούς που θέτουν στην παράνομη δόμηση το Σύνταγμα και οι νόμοι. Θα κερδίσει ψήφους από αυτή την πολιτική ή θα χάσει; H εκτίμησή μου είναι ότι θα χάσει, για τρεις λόγους: Πρώτον, γιατί στη μεγάλη πλειονότητά τους οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους προδομένους, αφού οι ίδιοι πλήρωσαν επαχθείς φόρους. Δεύτερον, γιατί οι ψηφοφόροι γενικά, και οι σκεπτόμενοι ψηφοφόροι του Κέντρου ιδιαίτερα, κρίνουν αρνητικά τις κυβερνήσεις οι οποίες ροκανίζουν τους θεσμούς και τη νομιμότητα προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία. Και, τρίτον, γιατί ακόμη και εκείνοι οι οποίοι ενδέχεται να ευνοηθούν από τις σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις θα αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση η οποία προσπαθεί να τους εξαγοράσει.


Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα το οποίο σχετίζεται με τις παροχές που εξαγγέλθηκαν στη Θεσσαλονίκη. H δικαιολογία που δόθηκε από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας ήταν ότι πρόκειται για «μέρισμα» από την ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε χάρη στη δημοσιονομική πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια. Στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» είναι γνωστό ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν εκραγεί και ότι η χρηματοδότηση των παροχών θα γίνει με διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αλλά έστω και πρόσκαιρα οι δικαιούχοι ίσως ανακουφιστούν. Οπότε ανακύπτει το ερώτημα αν θα κερδίσει ή θα χάσει ψήφους η κυβέρνηση. H πιθανότητα είναι ότι θα χάσει γιατί, εν όψει της αδυναμίας να ικανοποιηθούν οι διεκδικήσεις άλλων κοινωνικών ομάδων, οι προσδοκίες για κάποιο ανάλογο «μέρισμα» θα διαψευσθούν και το κλίμα σε βάρος της κυβερνήσεως θα επιβαρυνθεί. Εξάλλου αυτό το ενδεχόμενο επιβεβαιώνεται από το κύμα των απεργιών που ξέσπασαν έκτοτε, καθώς και από το γεγονός ότι η ψαλίδα υπέρ της αντιπολιτεύσεως στις δημοσκοπήσεις δεν έκλεισε σημαντικά.


Τέλος, είναι το παράδειγμα των χαριστικών ρυθμίσεων που προωθούνται για τις συντάξεις των βουλευτών και των άλλων αξιωματούχων των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Και τούτο γιατί αποτελεί πρόκληση, την ίδια στιγμή που διάφορες επαγγελματικές τάξεις πιέζονται είτε να συνεισφέρουν περισσότερους φόρους (π.χ. βενζινοπώλες και ταξιτζήδες) είτε να μετριάσουν τις απαιτήσεις τους (π.χ. καθηγητές AEI και δάσκαλοι), οι εκλεκτοί των κομμάτων να εξασφαλίζουν σύνταξη με προνομιακούς όρους.


Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει την ψυχραιμία της, αφού, αντί να προβάλει το έργο που επιτέλεσε ως σήμερα, καταφεύγει σε αναχρονιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές με στόχο την εξαγορά των συνειδήσεων των πολιτών. Ετσι, αυτό που εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο είναι αν και πόσο θα αντέξει ακόμη η προσωπική αξιοπιστία του κ. Πρωθυπουργού.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.