Τον μήνα που πέρασε ο ελληνισμός είχε μια πικρή επέτειο, αφού μέσα σ’ αυτόν, πριν από 81 χρόνια, συνέβη η μικρασιατική καταστροφή. Στις 22 Αυγούστου του 1922 άρχισε η εκκένωση της Σμύρνης, στις 26 την εγκατέλειψε ο Υπατος Αρμοστής, στις 27 την κατέλαβαν τα κεμαλικά στρατεύματα και στις 31 πυρπολήθηκε. Δεν θα αναμοχλεύσω παλιές πονεμένες ιστορίες, αν και θεωρώ ότι αυτό είναι πάντα χρήσιμο. Οχι βέβαια για να μας προκαλούν τάσεις κατάθλιψης ή αντεκδίκησης. H μνήμη δεν πρέπει να γεννά παραλογισμό και κακία αλλά να οδηγεί πάνω από όλα στην αυτογνωσία, στη γνώση δηλαδή των προτερημάτων και ελαττωμάτων μας.


Με αφορμή την παραπάνω μαύρη επέτειο και λόγω ειδικότητας, θα αναφερθώ στις άγνωστες στον πολύ κόσμο δραστηριότητες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην Ιωνία κατά τη διάρκεια της σύντομης εκεί ελληνικής διοίκησης, δραστηριότητες γεμάτες από πράξεις αυταπάρνησης για τη σωτηρία των αρχαίων. H Υπηρεσία αυτή δραστηριοποιήθηκε, με ελάχιστο προσωπικό, αμέσως σχεδόν με την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Σμύρνη. Αρχικά και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα διευθυντής της ορίστηκε ο Γ. Οικονόμος, αλλά από τον Ιανουάριο του 1921 τη διεύθυνση ανέλαβε ο K. Κουρουνιώτης με συνεργάτη του τον N. Λάσκαρι. Στην Υπηρεσία αποσπάστηκαν επίσης ο Σ. Παρασκευαΐδης, ως αρχαιολόγος, από στρατιωτική μονάδα και ο αρμένιος αρχιτέκτων M. Καρακότσης, από το Τμήμα Δημοσίων Εργων της Ελληνικής Διοίκησης· ακόμη υπηρετούσαν σ’ αυτήν ο φωτογράφος A. Πετρίτσης και ο πολύπειρος σε αρχαιολογικές εργασίες A. Απέργης, μια και για χρόνια ήταν ο επιστάτης των μεγάλων γερμανικών ανασκαφών της Μικράς Ασίας. Κατά τόπους πολύτιμη βοήθεια παρείχαν και ορισμένοι αρχαιόφιλοι, όπως ο περγαμηνός A. Κιοσκλής, και δάσκαλοι, όπως ο A. Αλιβιζάτος στην Εφεσο, και οι λιγοστοί διορισμένοι φύλακες αρχαιοτήτων.


Από την πρώτη κιόλας ημέρα της εγκατάστασής της στη Μικρά Ασία η Αρχαιολογική Υπηρεσία άρχισε το έργο της, που ήταν η φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή και περισυλλογή αρχαίων, η φροντίδα των υπαρχόντων Αρχαιολογικών Μουσείων και συλλογών, η ίδρυση και οργάνωση νέων, η διεξαγωγή ανασκαφικών εργασιών, η διευκόλυνση των ανασκαφών που διεξήγαν ξένες Αρχαιολογικές Σχολές. Προκαλεί θαυμασμό πώς μπόρεσαν τόσο λίγοι άνθρωποι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ευπρεπίσουν, κατά το δυνατόν, τους εκτεταμένους αρχαιολογικούς χώρους της Εφέσου και της Περγάμου, στήνοντας εδώ και μικρές αρχαιολογικές συλλογές, όπως και να οργανώσουν μια νέα επανέκθεση της αρχαιολογικής συλλογής της περιώνυμης Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη, η οποία είχε εμπλουτιστεί με πολλές νέες αρχαιότητες, ορισμένες μάλιστα αγορασμένες είτε από την Ελληνική Διοίκηση είτε από Ελληνες Μικρασιάτες. Ανάμεσα στις τελευταίες μνημονεύω και μια αρχαϊκή πήλινη κατάγραφη σαρκοφάγο, αγορασμένη στα Βουρλά από την οικογένεια του Σεφέρη.


Εξαιρετικά δύσκολο ήταν το έργο της περισυλλογής αρχαίων από την αχανή μικρασιατική ύπαιθρο που συγκεντρώνονταν σε αποθήκες στη Σμύρνη και στα Μουδανιά. Σχεδόν κάθε μέρα τα λιγοστά μέλη της Υπηρεσίας έπρεπε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις, πολλές φορές μάλιστα σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, καθώς διέσχιζαν με στρατιωτικά αυτοκίνητα κακοτράχαλους δρόμους ή ταξίδευαν στριμωγμένοι σε τρένα ασφυκτικά γεμάτα από στρατιώτες. Και αυτό επειδή καθημερινά «βομβαρδιζόταν» η Υπηρεσία από αναφορές διοικητών στρατιωτικών μονάδων, οι οποίοι από υπερβάλλοντα πατριωτισμό και φυσικά από δικαιολογημένη άγνοια, κάθε μάρμαρο που εύρισκαν το παρουσίαζαν ως έργο του… Φειδία – και ήταν πλήθος τα σκαλισμένα ή ενεπίγραφα μάρμαρα που συναντούσαν μπροστά τους ζητώντας την άμεση επέμβαση των αρχαιολόγων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το προσωπικό της Υπηρεσίας με κακές καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες έφτανε ως τις γραμμές πυρός, ενώ συχνά κινδύνευε και από σφαίρες ατάκτων Τσετών.


Οι τρεις ανασκαφές που διεξήγαγαν από το 1921 οι Ελληνες αρχαιολόγοι στην Ιωνία και πιο συγκεκριμένα στη Νύσα, στην Εφεσο, όπου αποκαλύφτηκαν τα ερείπια του μεγάλου ναού του Ιωάννου του Ευαγγελιστή, και στις Κλαζομενές, τερματίστηκαν λίγα εικοσιτετράωρα προτού μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη! Και μέσα στον πανικό της επερχόμενης καταστροφής είχαν το κουράγιο να μεταφέρουν και κάποια από τα ευρήματά τους στην Αθήνα, όπως αρχαία μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες και οι πρόσφυγες. Την ατμόσφαιρα των τελευταίων αυτών ημερών στους αρχαιολογικούς χώρους της ελεύθερης Ιωνίας μάς την μεταφέρουν τα γραπτά των ανασκαφέων τους: «Ολίγας ημέρας προ της διακοπής της ανασκαφής» (στη Νύσα), γράφει ο Κουρουνιώτης «… μολονότι δεν είχομεν πληροφορίας περί της τρομακτικής καταστροφής του Αφιόν Καρά Ισάρ… ήρχισε να καταλαμβάνη αόριστον, λίαν δυσάρεστον, αίσθημα ανησυχίας. Σχεδόν καθ’ εκάστην εσπέραν εγίνοντο άγονοι προσπάθειαι καταστροφής τής παρά το χωρίον σιδηροδρομικής γραμμής· αι προς τούτο χρησιμοποιούμεναι βόμβαι εξερρήγνυντο ολίγας εκατοντάδας μέτρων μακράν της κατοικίας μας· οι επιχειρούντες την ανατίναξιν της γραμμής Τσέται, καταδιωκόμενοι υπό των στρατιωτών μας, εξηφανίζοντο ευκόλως εντός των πυκνών δένδρων… και απεκρύπτοντο τελεσφόρως υπό των εντοπίων Τούρκων, αν μη ήσαν και αυτοί ούτοι οι εντόπιοι οι δράσται».


Αυτή ήταν η δράση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στα τρία περίπου χρόνια των δραστηριοτήτων της στην Ιωνία. H Υπηρεσία αυτή, που έχει προσφέρει πολλά στον τόπο, σήμερα, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, παρουσιάζεται με μειωμένο κύρος, όπως πιστοποιεί και το… ύψος των μηνιαίων απολαβών των στελεχών της.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.