Σε άρθρο με τίτλο «Ο ποιητής ως δεσμοφύλακας», που δημοσιεύθηκε στο φύλλο 13970 της 21.9.2003, ο κ. N. Βαγενάς αναφέρεται σε μια τάση απορριπτικής κριτικής προς τον Σεφέρη εκφράζοντας ρητά την αποδοκιμασία του προς όσους την επιχειρούν.


Ο αρθρογράφος παραθέτει ως μοναδικό παράδειγμα τέτοιας απορριπτικής κριτικής ένα σχετικά εκτενές απόσπασμα και στη συνέχεια ασκεί οξύτατη πολεμική κατά του συγγραφέα του με χαρακτηρισμούς όπως «άστοχο», «άκριτη άνθηση παρακριτικού λόγου», «ιδεοληπτικό παραλήρημα», «μεταφυσικό», «παραναγνωστικό φαινόμενο», «διανοητικός επαρχιωτισμός», «ιδεολογηματικός ιμπρεσιονισμός», τους οποίους συνοδεύει από μια αυτοσχέδια «ψυχαναλυτική» θεωρία για τους λόγους που ωθούν κάποιον στο να επικρίνει αναγνωρισμένους συγγραφείς.


Δυστυχώς ο αναγνώστης του «Βήματος» καταδικάζεται να μείνει με την απορία ποια είναι τέλος πάντων η εργασία που προκάλεσε τόση οργή στον κ. Βαγενά! Σπεύδω να λύσω αυτή την απορία δηλώνοντας ότι πρόκειται για το κείμενου του Μάριου Κωνσταντίνου «H Κύπρος του Σεφέρη, το Ελλαδικό βλέμμα και η Καβαφική ανυποταξία: Προς μια κριτική κοινωνιολογία της σκοποφιλίας του μοντερνισμού», που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 84, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2003, σελ. 13-75, της τριμηνιαίας επιθεώρησης Θέσεις (εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Οποιος επιθυμεί να σχηματίσει γνώμη επί του περιεχομένου και των επιχειρημάτων του κειμένου θα ήταν καλό να μην αρκεσθεί στην παρανάγνωση του κ. Βαγενά, αλλά να αναζητήσει το ίδιο το κείμενο.


Αυτά μου δημιούργησαν όμως μια άλλη απορία. Πώς ένας καθηγητής πανεπιστημίου αποσιωπά όχι μόνον τον τίτλο της εργασίας που δημοσίως επικρίνει, αλλά ακόμη και το όνομα του συγγραφέα της; Δεν γνωρίζει ότι αυτό αντιβαίνει σε έναν από τους στοιχειωδέστερους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας; Δεν διδάσκει στους φοιτητές του ότι πρέπει να αναφέρουν με ακρίβεια τις πηγές τους;


Κατά τη γνώμη μου, ο λίβελος «κατά ανωνύμου» οφείλεται στο ότι ο κ. Βαγενάς θεωρεί πως ο Σεφέρης είναι ένα είδος αγίου των γραμμάτων που δεν επικρίνεται αλλά μόνο λατρεύεται. Οποιος τολμά να εξετάσει ψύχραιμα το έργο του διαπράττει βλασφημία που πρέπει να παραμείνει ακατονόμαστη για να μη μολυνθούν οι λοιποί. Ετσι λοιπόν ο κ. Βαγενάς επιφυλάσσει βαρύτατους χαρακτηρισμούς σε κάποιον που τόλμησε να αμφισβητήσει τον Σεφέρη, αλλά δεν επισημαίνει την πηγή μήπως και κάποιος ενδώσει στον πειρασμό να συμβουλευθεί το άρθρο και προσβληθεί από τον ιό που, όπως φαίνεται, έχει μολύνει τον κ. Κωνσταντίνου.


Αντί ο κ. Βαγενάς να μας πει αν τα όσα ισχυρίζεται ο M. Κωνσταντίνου για τον εθνικισμό και την πολιτική στοχοθεσία των κειμένων του Σεφέρη για την Κύπρο είναι ορθά ή όχι, αντί δηλαδή να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα (άλλος ένας κανόνας επιστημονικής δεοντολογίας), αρκείται σε φραστικούς εντυπωσιασμούς και εξορκισμούς που του επιτρέπουν να σιωπήσει επί της ουσίας.


Στους δε αναγνώστες του «Βήματος» προσφέρει μια θεωρία περί κριτικής της λογοτεχνίας που θα την αποκαλούσα αφελή. Ο κ. Βαγενάς μάς λέει (και φοβούμαι ότι διδάσκει και στους φοιτητές του) ότι δεν πρέπει να κρίνουμε τη λογοτεχνία (και) με πολιτικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά και ιδεολογικά κριτήρια, αλλά μόνο με κριτήρια «λογοτεχνικής αξίας». Υπάρχει λοιπόν μια ουσία που λέγεται λογοτεχνική αξία και η οποία φαντάζομαι ότι είναι αμετάβλητη στον χρόνο και στον χώρο, αφού φαίνεται ανεπηρέαστη από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση, από τις θεωρίες και τις συγκυρίες. Μακάριος ο κ. Βαγενάς που ανακάλυψε αυτή την αξία και επενδύει πάνω της…


Ο κ. Γιάννης Μηλιός είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, διευθυντής του περιοδικού «Θέσεις».