Στο προηγούμενο άρθρο μου («Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις», «Το Βήμα της Κυριακής», 29/6/03) ισχυρίστηκα πως ο βασικός λόγος για τον οποίο οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες διαφόρων κυβερνήσεων (στον χώρο της δημόσιας διοίκησης, της παιδείας, της υγείας κτλ.) αποτυγχάνουν έχει κυρίως να κάνει με το ότι στη χώρα μας έχει επικρατήσει όχι η κομματική αλλά η κομματικοκρατική δημοκρατία: «H κομματικοκρατία από τη συγκρότηση του κοινοβουλευτισμού στον 19ο αιώνα ως σήμερα αποτελεί την κύρια πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας, το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη ενός αποτελεσματικού και συγχρόνως δημοκρατικού και κοινωνικά δίκαιου εκσυγχρονισμού». (Με την κομματικοκρατία εννοώ την τάση των κομμάτων να διεισδύουν και να υποσκάπτουν τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των θεσμικών χώρων της ελληνικής κοινωνίας – από τα επαγγέλματα και τα σπορ ως το πανεπιστήμιο και την τέχνη). Υστερα από μια σύντομη ιστορική ανάλυση που συνδέει την κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής με την καχεξία της κοινωνίας πολιτών, εντοπίζω τρεις βασικούς μηχανισμούς υπονόμευσης μεταρρυθμιστικών προσπαθειών: τη «μετάθεση στόχων» (το κομματικό/ψηφοθηρικό συμφέρον από μέσο γίνεται αυτοσκοπός), το «κομματικό φουτμπόλ» (δηλαδή την τάση κάθε νέας κυβέρνησης ή και υπουργού να καταργεί τις μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις του προκατόχου του), την αντίθεση των πολιτικών σε εξωκομματικοκρατικούς ελέγχους ακόμη και σε περιπτώσεις όπου κυβερνήσεις και κόμματα παίζουν συγχρόνως τον ρόλο του ελέγχοντος και του ελεγχόμενου. Το συμπέρασμα της ανάλυσής μου ήταν πως μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών είναι ο κύριος τρόπος υπέρβασης των προβλημάτων που η κομματικοκρατία δημιουργεί. Ο Γιάννης Βούλγαρης (ΓΒ) σε δύο ενδιαφέροντα άρθρα του στα «Νέα» («Γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις», 19-7-03 και «Φταίνε τα κόμματα και το κράτος;», 9-8-03, υπάρχουν ακόμη δύο άρθρα που ασχολούνται με τις μεταρρυθμίσεις και αναφέρονται στο άρθρο μου: του Αρη Σισσούρα, «Τα Νέα», 18-8-03 και του Γ. Βούλγαρη, «Τα Νέα», 30-8-03), συνεχίζοντας τη συζήτηση πάνω στα κόμματα και τις μεταρρυθμίσεις, ανέπτυξε δύο βασικές κριτικές που δεν απορρίπτουν τις θέσεις μου αλλά αμβλύνουν την ισχύ τους σε συγκεκριμένους τομείς. Επειδή το θέμα των μεταρρυθμίσεων είναι εξαιρετικά επίκαιρο, θα προσπαθήσω να απαντήσω στις κριτικές παρατηρήσεις του ΓΒ με την ελπίδα πως ο διάλογος γύρω από τα θέματα της κομματικοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών θα πάρει πιο κεντρική θέση στον δημόσιο χώρο.



H πιο θεωρητική κριτική του ΓΒ έχει να κάνει με τον τρόπο που χρησιμοποιώ την έννοια κοινωνία πολιτών. Κατ’ αυτόν, και συμφωνώ μαζί του, η έννοια αυτή είναι πολυσημική. Δηλαδή εννοιολογείται διαφορετικά, ανάλογα με το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί. Ετσι, για παράδειγμα, ο Ανταμ Σμιθ, επειδή ενδιαφέρεται να δείξει πως η επιδίωξη εγωιστικών/ατομικών συμφερόντων μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του συλλογικού καλού, ορίζει την κοινωνία των πολιτών ως τον χώρο των «ιδιαίτερων συμφερόντων τα οποία ενορχηστρώνονται αρμονικά από το «αόρατο χέρι» της αγοράς». Από την άλλη μεριά, για τον Τόκβιλ, που ενδιαφέρεται για την αποφυγή λαϊκιστικών μορφών τυραννίας, την κοινωνία πολιτών αποτελούν τα «ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Αυτά, όταν είναι καλά οργανωμένα, προστατεύουν τους πολίτες από τη χειραγώγηση των πολιτικών κ.λπ., ενώ συγχρόνως αμβλύνουν τις λαϊκιστικές πιέσεις προς τις ελίτ.


Κατά τον ΓΒ η τοκβιλική παράδοση ακολουθείται στις μέρες μας από νεοφιλελεύθερους στοχαστές που είτε υψώνουν τη σημαία του «λιγότερου κράτους» είτε είναι υπέρ «μιας υγιούς φιλελεύθερης ή ελευθεριακής κουλτούρας». Για λόγους που δεν εξηγεί και που δεν καταλαβαίνω, ο ΓΒ με κατατάσσει στους τελευταίους, παρ’ όλο που ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ την έννοια της κοινωνίας των πολιτών δεν έχει σχέση ούτε με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία περί λιγότερου κράτους ούτε με την ιδέα μιας φιλελεύθερης ή ελευθεριακής κουλτούρας. Ο ΓΒ κλείνει το θεωρητικό μέρος της παρέμβασής του προτείνοντας μια τρίτη εννοιολόγηση του όρου κοινωνία πολιτών που συνδέεται με τον γκραμσιανό προβληματισμό της ηγεμονίας. Σε αυτή τη θεωρητική παράδοση, κοινωνία πολιτών είναι ο χώρος όπου αναπαράγεται και η «ηθικοπολιτική ηγεμονία των διευθυντικών τάξεων» και η προσπάθεια κατασκευής μιας εναλλακτικής ηγεμονίας των κυριαρχούμενων τάξεων.


Νομίζω πως όταν το ενδιαφέρον εστιάζεται (όπως στο άρθρο μου) στο πρόβλημα της αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων, η ερμηνεία του Γκράμσι δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα. Ο ΓΒ ισχυρίζεται πως κοινωνικά στρώματα εκτός του κομματικοκρατικού κατεστημένου (π.χ. συντεχνιακά μικρομεσαία συμφέροντα) αποτελούν εξίσου σοβαρά εμπόδια των μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι προφανές αλλά δεν εξηγεί γιατί οι πολιτικές ελίτ υποκύπτουν τόσο εύκολα σε λαϊκιστικές πιέσεις – μην τολμώντας να πάνε ενάντια σε επιμεριστικά/συντεχνιακά συμφέροντα (π.χ. Ολυμπιακή) ή ενάντια σε μαζικές κινητοποιήσεις εθνικιστικής υστερίας/παράνοιας (π.χ. Σκόπια).


Νομίζω πως για να εξηγήσει κανείς τέτοιου είδους φαινόμενα δεν είναι τόσο η γκραμσιανή αλλά η τοκβιλική παράδοση που μας βοηθάει πιο πολύ, ιδίως όπως αυτή εξελίχθηκε στις έρευνες πολιτικών επιστημόνων που μελετούν τη σχέση δημοκρατίας και μαζικής πολιτικής (βλ., π.χ., το βιβλίο του W. Kornhowser, The Politics of Mass Society, 1959).


* Ο Τρίτος Χώρος


Αυτό που θέλω όμως να τονίσω είναι πως ο τρόπος που χρησιμοποιώ τον όρο κοινωνία των πολιτών ακολουθεί μια άλλη παράδοση που δεν αναφέρεται στα άρθρα του ΓΒ. Αυτή η παράδοση συνδέεται μεν αλλά είναι σαφώς διαφορετική και από τη σμιθιανή προβληματική του «αόρατου χεριού της αγοράς», και από την τοκβιλική ενασχόληση με τα «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, και τέλος με το γκραμσιανό ενδιαφέρον για τους μη καταπιεστικούς μηχανισμούς κατασκευής κοινωνικής συναίνεσης.


Αυτή την τέταρτη, πιο πρόσφατη χρήση της έννοιας της κοινωνίας των πολιτών την βλέπουμε στα γραπτά όσων ενδιαφέρονται για την αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτόν τον χώρο γίνεται μια προσπάθεια να ξεπεραστεί το διχοτομικό σχήμα Αριστερά = κράτος, Δεξιά = αγορά και να τονιστεί η κομβική σημασία ενός τρίτου τομέα, δηλαδή της κοινωνίας πολιτών, που δεν λειτουργεί ούτε με βάση την κομματικοκρατική λογική ούτε με αυτή της αγοράς (βλ., π.χ., τις μελέτες των Α. Arato, J.L. Cohen, J. Kean, J. Alexander – βλ. επίσης άρθρο μου «Τι είναι η Κοινωνία Πολιτών», «Το Βήμα της Κυριακής», 14/12/97). Κατ’ αυτή τη θεωρητική παράδοση η ενδυνάμωση αυτού του τρίτου χώρου δεν σημαίνει αναγκαστικά λιγότερο κράτος, σημαίνει απλά μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας πολιτών – σημαίνει την επιβολή ρυθμίσεων που να προέρχονται από τον τρίτο χώρο και που να στοχεύουν στην άμβλυνση και της κομματικοκρατίας και της νεοφιλελεύθερης αγοροκρατίας. Από αυτή τη σκοπιά, ο κεντρικός ρόλος που παίζει η έννοια της κοινωνίας πολιτών στις κοινωνικές επιστήμες σήμερα δεν στηρίζεται, όπως διατείνεται ο ΓΒ, στο μανιχαϊστικό σχήμα «κακό κομματικοπολιτικό σύστημα» – «καλή κοινωνία πολιτών». Ο χώρος της κοινωνίας πολιτών όπως και ο χώρος της αγοράς και του κράτους εμπεριέχουν και «καλές» και «κακές» διαστάσεις. Για παράδειγμα, η κοινωνία πολιτών εμπεριέχει μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν καθολικούς/ανθρωπιστικούς προσανατολισμούς (π.χ. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα) αλλά και επιμεριστικούς (π.χ. διάφορες ρατσιστικές οργανώσεις). Επιπλέον, και κυρίως, ο τρίτος χώρος εμπεριέχει αυτόνομες από την κρατικοκομματική εξουσία διοικητικές αρχές που, όταν έχουν ουσιαστική ανεξαρτησία και ικανούς πόρους, μπορούν να αμβλύνουν και τον κομματικοκρατικό αυταρχισμό (π.χ. Συνήγορος του Πολίτη) και τις μονοπωλιακές τάσεις της αγοράς (π.χ. Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων – βλ. σχετικό άρθρο μου, «Το Βήμα της Κυριακής», 29/6/03, σελ. A53).


* Συστηματικό σαμποτάζ


Στον τόπο μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις που προανέφερα, οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές καρκινοβατούν και ο λόγος είναι γιατί το κομματικοκρατικό κατεστημένο τις σαμποτάρει συστηματικά. (Για παράδειγμα, όταν πρωτοϊδρύθηκε ο Συνήγορος του Πολίτη διάφοροι κομματικοί βαρόνοι εναντιώθηκαν στην αυτονομία του θεσμού, και αν ο Πρωθυπουργός δεν τον στήριζε δυναμικά, ο Συνήγορος του Πολίτη θα γινόταν μια επιπλέον άχρηστη κρατική υπηρεσία – βλ. σχετικό άρθρο μου, «Το Βήμα της Κυριακής», 5/1/97). Με άλλα λόγια, το κομματικοκρατικό κατεστημένο δεν θέλει να περιορίσει τη διεισδυτικότητά του σε όλους τους κοινωνικούς χώρους – δεν θέλει δηλαδή να αμβλύνει την άκρατη κομματικοποίηση που κυριολεκτικά μαστίζει αυτή τη χώρα. Δεν θέλει μια αναδιανομή δύναμης έτσι ώστε να υπάρξει μια ουσιαστική ισορροπία μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας. Αυτή η ισορροπία, με την κρίση της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, έχει αμβλυνθεί σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. H ανισορροπία όμως είναι ιδιαίτερα έντονη στη χώρα μας, όπου ο συνδυασμός κομματικοκρατίας και αγοροκρατίας έχει κυριολεκτικά συνθλίψει τον χώρο της κοινωνίας πολιτών.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.